«…Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον
που λέγανε πως είσαι συ.
Ξέρω πως λένε ψέματα οι εφημερίδες,
γιατί γράψανε πως σου ρίξανε στα πόδια.
Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια.
Στο μυαλό είναι ο στόχος,
το νου σου ε;» (Κατερίνα Γώγου)
«Ντούκου ντούκου η γραφομηχανή, φαίνεται εμπνέει το ντούκου ντούκου», την πείραζε ο Νικόλας Άσιμος. Κι ας ήξερε πως κι η Κατερίνα Γώγου Κροκανθρώπους αναζητούσε. Αλλά κι εκείνη τον προειδοποιούσε: «Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είν` ο στόχος, το νου σου, ε;».
Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 1940. Έπειτα από περίπου 53 χρόνια, στις 3 Οκτωβρίου 1993 αποφασίζει να τερματίσει τη ζωή της, λαμβάνοντας υπερβολική δόση χαπιών και αλκοόλ. Άνθρωπος ασυμβίβαστος, μέσα από τους οργισμένους στίχους της καταδίκαζε την αθλιότητα γύρω της.
Από πολύ νεαρή ηλικία, εργάστηκε σε παιδικούς θιάσους και στον κινηματογράφο, κυρίως σε ταινίες της Φίνος Φιλμς. Συμμετείχε σε πολλές ταινίες («Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο/1959», «Άπονη ζωή/1964», «Δεσποινίς Διευθυντής/1964», «Η δε γυνή να φοβείται τον άντρα/1965», «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση/1971» κ.ά.). Πρωταγωνίστησε επίσης στις ταινίες «Το & βαρύ πεπόνι» (Π. Τάσιου, 1977) για την οποία κέρδισε το Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, «Παραγγελιά» (Π. Τάσιου, 1980 μέρος της ταινίας βασίζεται σε ποιήματά της) και «Όστρια» (Α. Θωμόπουλου, 1984», ταινία για την οποία συνεργάστηκε στο σενάριο. Για την τελευταία έλαβε το Κρατικό Βραβείο Ερμηνείας και μοιράστηκε το Βραβείο Σεναρίου με τον Α. Θωμόπουλο.
Και γράφει:
«Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
πού κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μετς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν ερήμους
διερμηνείς σε καμπαρέ τής Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τούς στρίμωξαν και τα κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται.
‘Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτώρια Κουκάκι Γκύζη.
πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια
μανταλάκια
τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ό,τι λάχει.
Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τούς αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή.
“Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τούς ρημάξατε το κόκκινο
γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί ή δική σας μόνο για γλείψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου.»
«Η Κατερίνα ένιωθε σαν αγρίμι παγιδευμένο, ήταν διαρκώς σε διωγμό. Τελικά δεν άντεξε και έφυγε... άφησε όμως πίσω τα ποιήματά της που μιλούν ακόμη για εκείνη, με φοβερή δύναμη και άσβηστο πάθος...» έλεγε ο Ν. Κούνδουρος.
«Πάει. Αυτό ήταν.
Χάθηκε η ζωή μου φίλε
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρώμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.
Άρχισα να γέρνω
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σού `χα δείξει στη στροφή του δρόμου.
Και δεν είναι που θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα.
Κι ούτε που θα σε ξαναδώ.»
Και η ΄φωνή΄ της που θ’ ακούγεται σ’ όλους τους καιρούς: «Στο μυαλό είν` ο στόχος, το νου σου, ε».