Πορτογαλία: Γιατί οι «αριστεροί» ψήφισαν ακροδεξιά;
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 14.03.24 ]Και στην Πορτογαλία το ίδιο έργο: Η Αριστερά χάνει και η Δεξιά -κυρίως η ακροδεξιά- κερδίζει. Η μεγάλη υποχώρηση της Αριστεράς είναι το ένα θέμα. Το άλλο και σημαντικότερο είναι ότι οι αριστεροί ψηφοφόροι μετακινούνται σε «σκοτεινές» ακροδεξιές γειτονιές. Δεν το λέω εγώ, το διαπιστώνουν οι Γάλλοι, οι Βρετανοί και τώρα οι Πορτογάλοι.
Για να έχουμε μια εικόνα: Στην Πορτογαλία, το κεντροδεξιό κόμμα της μέχρι πρότινος αντιπολίτευσης (Δημοκρατική Συμμαχία) κατέκτησε το 29,5% των ψήφων στις πρόσφατες εκλογές, το Σοσιαλιστικό κόμμα 28,6% (ηττήθηκε μετά από οκτώμισι χρόνια στην κυβέρνηση) και το ακροδεξιό κόμμα Chega από 7% των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου του 2022, τώρα σχεδόν τριπλασίασε το σκορ του φθάνοντας το 18% - ξεπερνώντας το ένα εκατομμύριο ψήφους και κυριαρχώντας στην περιοχή Αλγκάρβε.
Ο Armando Esteves Pereira γράφει γι’ αυτή τη θεαματική εξέλιξη: «Το (ακροδεξιό κόμμα) Chega καταλαμβάνει ένα χώρο που παραδοσιακά ανήκε στην αριστερή πτέρυγα του PS (σοσιαλιστές). Πρόκειται για μία «ψήφο διαμαρτυρίας, της περιφέρειας, και όσων είναι θυμωμένοι και αηδιασμένοι με το σύστημα[…]», σημειώνει ο Pereira.
Αλλά γιατί η διαμαρτυρία εκφράστηκε με την ψήφο προς την ακροδεξιά; Για ποιο λόγο οι αριστεροί ψηφοφόροι της Πορτογαλίας, της Γαλλίας και αλλού μετακινούνται στην ακροδεξιά; Το «κλειδί» της απάντησης βρίσκεται στην περίφημη ΚΥΒΕΡΝΩΣΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ. Για την ακρίβεια, όπου η Αριστερά (σοσιαλδημοκρατία) κυβέρνησε, απλώς διαχειρίστηκε το σύστημα, χάνοντας την (όποια) ψυχή της, δηλαδή την ταυτότητά της, τον αντισυστημισμό της και τις διακηρύξεις της για ριζική αλλαγή υπέρ των μη προνομιούχων. Τελικά, το «κυβερνώσα», δηλαδή η «διακυβέρνηση» χωρίς την ριζική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου έγινε το τυρί της ποντικοπαγίδας. Η ΑΛΛΑΓΗ κατέληξε σε κάποιες μικροελαφρύνσεις και μια καλύτερη προστασία των εργαζομένων, χωρίς οι ολιγάρχες να υποστούν καμία συνέπεια. Το όραμα χάθηκε.
Τελικά, όπως σημειώνει ο Βρετανός σκηνοθέτης Κεν Λόουτς (artinews 11/7/2019): Η Αριστερά αποδέχτηκε την «κανονικότητα» του νεοφιλελεύθερου ατομικισμού και δεν απάντησε με ιδεολογικό και πολιτικό τρόπο στην ενίσχυση της συλλογικότητας, ούτε αντιλήφθηκε τον καίριο ρόλο της τηλεόρασης. Στη Βρετανία η πολιτική διαπάλη σήμερα «είναι ουσιαστικά η πάλη μεταξύ δύο κομμάτων της Δεξιάς», λέει ο Κεν Λοουτς. Όσο για την Αριστερά, «Το κόμμα που εκπροσωπούσε κάποτε την Αριστερά (το Εργατικό κόμμα της Βρετανίας) έχει υποστεί τέτοια μετάλλαξη που έχει καταλήξει να είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτό που ήταν». Το Εργατικό κόμμα στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι πλέον ένα συστημικό κόμμα. Το ίδιο συνέβη και με τον ΣΥΡΙΖΑ και το PS στην Πορτογαλία.
Η αντισυστημική ταυτότητα που απώλεσε η Αριστερά θα σπεύσει να την υιοθετήσει η ακροδεξιά τύπου Τραμπ, Όρμπαν, Μελόνι, Μιλέι κ.ά. Το παράδειγμα με την οδυνηρή και στο τέλος εξευτελιστική εξέλιξη στον ΣΥΡΙΖΑ δείχνει ότι η αριστερά όταν γίνεται «κυβερνώσα» χάνει την ταυτότητά της, χάνει το Πρόσωπό της, αλλοιώνεται, γίνεται συστημική, γίνεται οικεία με το «κεφάλαιο», καθίσταται έτσι μια διαχειρίστρια του συστήματος, γι’ αυτό και οι αριστεροί ψηφοφόροι θεωρούν ότι προδόθηκαν εξ ου και ο θυμός (δεν λέει τυχαία ο Κασσελάκης «εγώ δεν θα σας προδώσω ποτέ». Μόνο που αυτό συνέβη άμα τη εμφανίσει του ανεξάρτητα των προθέσεων του). Γι’ αυτό οι «αριστεροί» ψηφοφόροι καταλήγουν στην δήθεν αντισυστημική ακροδεξιά ψήφο. Ήδη είχαν εκπαιδευτεί στην οπαδική και χουλιγκανική πολιτική σκέψη, για την ακρίβεια τη «θυμική αντίδραση». Το «Μητσοτάκη Γαμ…» εκπαίδευσε μια ολόκληρη γενιά στην χουλιγκανική "επαναστατικότητα" και στον ουγκανικό τρόπο πολιτικής σκέψης.
Γενικά, τα κόμματα της Αριστεράς δεν αποδέχτηκαν μόνο τον «νεοφιλελεύθερο ατομικισμό» που λέει ο θαυμάσιος Κεν Λόουτς, δέχτηκαν επίσης ότι υπάρχουν ελάχιστα περιθώρια για ένα αντι-συστημικό μοντέλο και ότι αντ' αυτού πρέπει να δοθεί έμφαση στην καλύτερη λειτουργία των κρατικών μηχανισμών, των αγορών και της δημοκρατίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η ανάπτυξη και η εξάλειψη των διακρίσεων και των ανισοτήτων. Με άλλα λόγια, δεν θέλουν πια να αλλάξουν το σύστημα αλλά να το μεταρρυθμίσουν. Έχει εδραιωθεί πια η πεποίθηση ότι η απόδραση από το καπιταλιστικό σύστημα είναι σαν να θέλεις να ξεφύγεις από μία παγκόσμια μαφία (όπως έλεγε έναν Αμερικανο-ινδός οικονομολόγος). Έτσι η ριζική αλλαγή εξορίστηκε στην περιοχή του ανέφικτου και του ανεδαφικού, δίνοντας τη θέση της στον «ρεαλισμό» και την «κυβερνησιμότητα».
Μαζί όμως με την «ουτοπία» τα αριστερά κόμματα έχασαν και την ψυχή τους, το κινούν αίτιο της πολιτικής και κοινωνικής ιδεολογίας τους, δημιουργώντας έτσι τις συνθήκες για την απώλεια της ριζοσπαστικής τους ταυτότητας και σαφήνειας. Αυτός είναι ο λόγος που ηττώνται εκλογικά σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο. Η απουσία ενός ουτοπικού οράματος στο σύγχρονο πολιτικό λόγο της Αριστεράς έχει τροποποιήσει κατά τέτοιο τρόπο το ιδεολογικό έδαφος, ώστε τα αριστερά κόμματα σε όλο τον κόσμο να μετατοπίζονται προς το κέντρο. Η εγκατάλειψη του ουτοπισμού, της εμπνέουσας ιδέας έχει ωθήσει την αριστερά στην απώλεια του κινηματικού της χαρακτήρα και της ιδεολογικής και πολιτικής της δύναμης και τελικά στον εκφυλισμό της.
Η μεγάλη προδοσία της Αριστεράς στην Ελλάδα έγινε το 2015. Την περιγράφει εμβριθώς ο Αλαίν Μπαντιού: «Η μεγάλη διαφορά μεταξύ της κλασικής δεξιάς και της κλασικής αριστεράς είναι ότι η πρώτη πιστεύει πως το νέο πρέπει να αναδειχτεί εντός της ιστορικής αναγκαιότητας στην οποία οφείλουμε να υποτασσόμαστε –του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού στη συγκεκριμένη περίπτωση–, ενώ η δεύτερη πρεσβεύει την αναζήτηση νέων τρόπων να υπάρξουμε μέσα σε αυτήν (σ.σ. την ιστορική αναγκαιότητα)». Ποιοι είναι οι νέοι τρόποι; Αυτή την απάντηση οφείλει να δώσει η αριστερά. «…Το συντριπτικό «όχι» στις απαιτήσεις των δανειστών στο ελληνικό δημοψήφισμα του Ιουλίου του '15, π.χ., ήταν μια τέτοια ιστορική συγκυρία κατά την οποία η πιθανότητα μιας άλλης πολιτικής αμφισβήτησε ευθέως αυτό που παρουσιαζόταν ως αναγκαιότητα, γι’ αυτό και όλος ο κόσμος της Αριστεράς «κοιτούσε» τότε προς την Ελλάδα!» «(Στο δημοψήφισμα) …διακυβεύτηκε κάτι ευρύτερο που ξεπερνούσε τη μοίρα του ελληνικού λαού, ήταν μια διακήρυξη πολιτικής ανυπακοής που έκανε αίσθηση μεγάλη διεθνώς. Ναι, κι εγώ είχα συγκινηθεί βαθιά τότε, το ομολογώ! Η έκπληξη δεν ήταν το βάθος και η έκταση της τελευταίας κρίσης που ξεκίνησε με τη «φούσκα» της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ το 2008 και δέκα χρόνια μετά φαίνεται να κλείνει τον κύκλο της – όπως ξέρουμε και από τον Μαρξ, οι κρίσεις είναι ζωτικό και αναπόσπαστο κομμάτι του καπιταλισμού. Η έκπληξη ήταν η διατρανωμένη θέληση ενός λαού να πάρει το ρίσκο –γιατί για ρίσκο επρόκειτο και μάλιστα μεγάλο!– να αντιταχθεί στην ειμαρμένη της οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης και της βίαιης λιτότητας, όπως αυτές εκπορεύονταν από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και τους «τοποτηρητές» του, όπως η Κομισιόν, το ΔΝΤ και η ΕΚΤ.». Και συνεχίζει ο Μπαντιού: «Δεν υπήρχε καμία αναγκαιότητα εξόδου από την Ε.Ε. ούτε μπήκε τέτοιο δίλημμα από την τότε κυβέρνηση. Αυτή ήταν η ερμηνεία που είχε δώσει στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του '15 η Κομισιόν. Όμως η πραγματική του διάσταση συνίστατο στο ότι ναι, ακριβώς επειδή είμαστε πιστοί Ευρωπαίοι αρνούμαστε να αποπληρώσουμε το χρέος μας με τους ασφυκτικούς όρους που μας επιβάλλετε, πράγμα που κάνετε επειδή μας βρίσκετε μικρούς κι αδύναμους – και η Γαλλία π.χ. παρουσιάζει μεγάλο έλλειμμα, ποιος θα τολμούσε να απειλήσει το Παρίσι με εξοντωτικά μνημόνια και έξοδο από την Ε.Ε.;
Οι ίδιες οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε μια κωμωδία ακριβώς επειδή οι «θεσμοί» δεν ήθελαν καν να ακούσουν, απλώς αποφάσιζαν και διέταζαν. Η κυβέρνηση Τσίπρα έπρεπε να είχε ακολουθήσει τη λαϊκή εντολή στο όνομα της δυνατότητας, αμφισβητώντας αυτό που το σύστημα παρουσίαζε ως αδήριτη αναγκαιότητα. Να φερθεί όπως ο Μιραμπό το 1789, όταν ο βασιλιάς διέταξε τη διάλυση της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης, αλλάζοντας έτσι τη ροή της Ιστορίας!» * Όταν ο Ανρί Εβράρ, στο όνομα του βασιλιά, διέταξε τους αντιπροσώπους της Εθνοσυνέλευσης να αποχωρήσουν, ο Μιραμπό φέρεται ότι του απάντησε με την περίφημη φράση «Κύριε, πηγαίνετε να πείτε στο αφεντικό σας πώς βρισκόμαστε εδώ με τη βούληση του λαού, και πως δεν θα φύγουμε παρά με τη δύναμη των όπλων». ([ ARTI news / Ελλάδα / 27.07.23)
Τότε χάθηκε το στοίχημα. Αλλά για να είμαστε δίκαιοι, το ίδιο συνέβη τηρουμένων των αναλογιών στη Γαλλία, στη Βρετανία, στην Πορτογαλία, παντού. Οι «ρεαλιστές αριστεροί» μην αντιλαμβανόμενοι ούτε μια ψίχα από τη σημαντική λειτουργία της «ουτοπίας» για την κινητοποίηση των ανθρώπων και ολόκληρης της κοινωνίας, εγκλωβίζονται σ’ έναν στείρο κυβερνητισμό και ενσωματώνονται στο σύστημα και σε μια συντηρητική διαχείριση, παρουσιάζοντας τις ελάχιστες και ήσσονος σημασίας μεταρρυθμίσεις ως επανάσταση!
Η απώλεια του ριζοσπαστισμού από την αριστερά, καλύπτεται από τον ριζοσπαστισμό της νέας δεξιάς (με ενσωματωμένη ή όχι την ακροδεξιά). Οι ‘αριστεροί’ ψηφίζουν ακροδεξιά ή απέχουν!
Υπάρχει ελπίδα ανάταξης; Ναι, αρκεί η Αριστερά να επανεύρει την «ψυχή» της και να συνειδητοποιήσει αυτό που έλεγε ο Χομπσμπάουμ, ότι η αλλαγή δεν μπορεί να επισυμβεί σε μία μόνο χώρα. Η αλλαγή ή θα είναι διεθνής (εν προκειμένω ευρωπαϊκή) ή δεν θα υπάρχει. Αρκεί να επανακτηθεί ο ου-τόπος, ο ορίζοντας-στόχος που θα συν-κινεί, η ιδέα-δημιουργός μιας νέας ταυτότητας –εδώ και τώρα-, ενός νέου Εμείς, όπου ο καθένας θα έχει ισότιμη θέση και ίδια δυνατότητα να ζει και να ανθίζει (από τώρα), που θα δημιουργεί ένα νέο τρόπο σκέψης που θα αποδομεί την φυσικοποίηση της βίας μέσω της κυρίαρχης ιδεολογίας. Γιατί η ουτοπία και το τσακισμένο Πρόσωπο ανατάσσονται εδώ και τώρα μέσα από τον Αγώνα. Γιατί η επανάσταση είναι τώρα και τώρα βιώνεται το αύριο…