Δεν είμαστε ευρώ με πόδια

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 03.03.23 ]

Είναι αυτές οι στιγμές που η αναπνοή γίνεται βάρος ασήκωτο και τύψη και ενοχή. Δεν έχουμε συνηθίσει τελικά. Όλα εκείνα τα πνιγμένα σώματα παιδιών στη θάλασσά μας, όλα εκείνα τα καταπλακωμένα απ’ τα ερείπια σεισμών απέναντι, όλα εκείνα τα αποστεωμένα από την πείνα, τα ταλαίπωρα στα ορυχεία αλλού, τα άλλα μες στα καταφύγια των πολέμων τους και στης προσφυγιάς τους δρόμους, εκείνα στα φανάρια και στις «κιβωτούς», τα άλλα στα δωμάτια αρρωστημένων ευυπόληπτων (θάνατοι είναι κι αυτοί κι ας είναι άλλου είδους), όλα αυτά που βλέπαμε νεκρά να πέφτουν από σφαίρες μανιασμένων συμμαθητών τους, (ακόμα-ακόμα και τα κοριτσάκια που δηλητηριάζουν στο Ιράν γιατί πηγαίνουν στο σχολείο) έμοιαζαν τόσο μακρινά, τόσο άλλα, τόσο ξένα που πιστεύαμε πως δεν μας φτάνει η φρίκη, δεν μας αγγίζει. Βλέπαμε τα δικά μας νέα και υγιή και ζωντανά και λέγαμε «όλα καλά» και ας μην ήταν τίποτα και πουθενά καλά. Και σηκώναμε τους φράχτες μας στων άλλων την αλήθεια, τη δική μας φαντασίωση ευημερίας και ασφάλειας να προστατέψουμε από «ξένη εισβολή».

«Ευρώ με πόδια» όλοι, μα όχι εμείς και όχι τα παιδιά μας. (Μα όχι εμείς και όχι τα παιδιά μας. Όχι η εν σώματι ελπίδα μας, η άνοιξή μας.) Για μας θα έκανε εξαίρεση το σύστημα εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους και διασφάλισης των κερδών τους, θέλαμε να πιστεύουμε. Και το πιστεύαμε με σιγουριά απόλυτη. Θα έκανε εξαίρεση, γιατί είμαστε Ευρωπαίοι (;) γιατί είμαστε Έλληνες (;) γιατί είμαστε εμείς(;) (δεν αναφέρομαι εδώ σε εκείνο το δυναμικό, ορμητικό και σφριγηλό «εμείς», αλλά στο άνευρο άθροισμα των μοναξιασμένων «εγώ» που μας έχουν καταντήσει). Είχαμε πειστεί, θα έκανε για μας εξαίρεση. Και δεν έκανε. Καμιά εξαίρεση. Επειδή όταν ο/η άνθρωπος -όπου γης- γίνεται αριθμός, κάτι σαπίζει ανεπανόρθωτα και διαβρώνει τα θεμέλια αυτού του εκτρώματος που ως παγκόσμια κοινωνία οικοδομούμε ή επιτρέπουμε να οικοδομείται από τους κάθε φορά «τοποτηρητές» με την ανοχή ή την αδιαφορία μας και τον αυτιστικό μας εγκλεισμό μες στον μικρόκοσμό μας (μοιραίοι και τραγικοί σταθμάρχες και κλειδούχοι όλοι μας για ένα μεροκάματο, από ανάγκη, με το μπλοκάκι μας στο χέρι, «πάμε κι όπου βγει»). Και όλοι παίρνουμε το μερίδιο της φρίκης που μας αναλογεί. Κανένας μας δεν έχει πλέον πρόσωπο ούτε όνομα. Τα σώματά μας - «ευρώ με πόδια» - θα στοιβάξουν για να γεμίσουν τις ρωγμές των σάπιων θεμελίων.

Ναι, είναι πανδημία η δυστυχία που μας κατασκευάζουν τα συμφέροντά τους και τα κέρδη τους. Η πιο επικίνδυνη, η πλέον μεταδοτική. Όλους μας αφορά. Είμαστε το φτηνό εργατικό δυναμικό τους, παραγωγοί και καταναλωτές της ίδιας μας της δυστυχίας για τα κέρδη τους. Είμαστε οι χειροκροτητές, οι ψηφοφόροι τους, οι ικέτες απασχόλησης στα σαλονάκια των γραφείων τους, οι διαθέσιμοι να πατηθούν αλλά και να πατήσουν υπακούοντας.

Μόνο σαν σμίγουμε και σφίγγουμε τα χέρια και διεκδικούμε πρόσωπο και όνομα και ανθρώπινη αξία για τον καθένα, μόνο τότε κάνει πίσω. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.

Σε τίποτα δεν ωφελεί να γίνεται η αναπνοή μας τύψη και ενοχή. Εγκληματούμε και οι ίδιοι συνηθίζοντας. Τα δάκρυα αν σκουπίσουμε θα δούμε. Η απώλεια, το πένθος, η δυστυχία έχει για όλους και παντού το ίδιο χρώμα, τον ίδιο πόνο έχει και την ΙΔΙΑ ΑΙΤΙΑ: το ΚΕΡΔΟΣ και έχουμε μονάχα ο ένας τον άλλο.

Αν δεν κατάφεραν ακόμα «ευρώ με πόδια» να μας κάνουν, αν δεν είμαστε αρκετά ανόητοι ώστε να πιστεύουμε ακόμα ότι είναι «όλα καλά» αφού από τύχη καθαρά και μόνο δεν ήταν το δικό μας το παιδί σ’ αυτό τρένο, τότε θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι το μόνο αναπάντητο ερώτημα δεν είναι το «γιατί;». Ερώτημα που μοιάζει φυσικό και δικαιολογημένο, αλλά απευθύνεται σε εκείνους που έχουν απαντήσεις έτοιμες και αποδιοπομπαίους τράγους. Γιατί αν θέλαμε να δούμε καθαρά θα βλέπαμε ότι την απάντηση την ξέρουμε και εθελοτυφλούμε ζητώντας επιπλέον απαντήσεις και άλλες υποσχέσεις του τύπου «ποτέ ξανά» και «δεν θα ξαναγίνει» και «συγγνώμες», αφήνοντας τους κακοποιητές και τους εγκληματίες με τους κατά καιρούς εκλεκτούς και εντεταλμένους τους να επεκτείνουν τη δράση τους.

Μα αν υπάρχει κάτι ακόμα να σωθεί δεν κάθεσαι να θέτεις ερωτήματα, ή τους διώχνεις ή φεύγεις.

Ή ΤΟΥΣ ΔΙΩΧΝΕΙΣ Ή ΦΕΥΓΕΙΣ.

Διαφορετικά φορτώσου ως άλλος Αβραάμ τον Ισαάκ στην πλάτη κι ανέβα στο βουνό σου, εκεί να βγάλεις το μαχαίρι σου και μόνος σου να σφάξεις το παιδί σου γιατί ο καινούργιος μας Θεός είναι ακόμα πιο σκληρός, πιο άτεγκτος από εκείνον στην Παλιά Διαθήκη και δεν θα αρκεστεί σ’ ένα αρνάκι. Το αίμα του παιδιού σου θα ραίνει τα θεμέλια του καινούργιου έργου τους κι αυτοί θα κόβουνε κορδέλες και θα καμαρώνουνε στις κάμερες και στις οθόνες τις μεγάλες επενδύσεις της «ανάπτυξής» τους ενώ η τέταρτη εξουσία θα λιβανίζει.

Το μόνο αναπάντητο ερώτημα, που όσο κι αν το αποφεύγουμε θα είναι πάντα εκεί, είναι το «γιατί όχι αλλιώς;».

Έχουμε μονάχα ο ένας τον άλλο. Δεν είμαστε ευρώ με πόδια. Είμαστε η απάντηση σε όλα τα ερωτήματα. ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΤΟ ΑΛΛΙΩΣ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ;

Πριν λίγο γύρισα απ’ την πλατεία. Νέοι άνθρωποι έκαναν κάλεσμα διαμαρτυρίας στην πόλη. Πήγα. Πορεύτηκα μαζί τους. Αυτά τα νέα, όμορφα πλάσματα το έχουν το «εμείς» κερδίσει, αυτά μπορούνε, είμαι σίγουρη, και το αλλιώς.