Γράφει ο Χρίστος Χαραλαμπόπουλος (15-12-2018)*
Μαύρο πολυκαιρισμένο μακρύ παλτό. Σηκωμένοι γιακάδες. Τζιν παντελόνι και αθλητικά παπούτσια που κάποτε ήταν λευκά. Ένα γκρι κασκόλ τυλίγει τον λαιμό. Ανεβαίνει τα σκαλιά με σταθερό ρυθμό, ούτε αργά ούτε γρήγορα. Έξω από τον σταθμό κοντοστέκεται. Κοιτάζει δεξιά κι αριστερά, με τρόπο που δείχνει ότι ψάχνει κάτι. Σκληρό πρόσωπο με γένια μιας βδομάδας, ίσως περισσότερο. Μάλλινο σκουφί, μαύρο με κίτρινα γράμματα. Της Μπορούσια Ντόρτμουντ. Τα χέρια στις τσέπες. Κάτω από την μασχάλη του, μέσα στο μικρό δέμα, τυλιγμένο με χαρτί εφημερίδας και δεμένο με ένα σπάγκο χαρταετού, έχει όση μοναξιά περίσσευε από τους πίνακες του Χόπερ. Κάνει να πάει προς Αλεξάνδρας αλλά το μετανιώνει. Γυρίζει πίσω και στέκεται δίπλα στις σκάλες. Το κρύο τσουχτερό. Σκοτεινιάζει, λίγοι άνθρωποι. Περιμένει. Εκεί όρθιος. Καμπουριάζει λίγο, νομίζω. Αλλά περιμένει. Μόλις ακούγεται μία βιαστική καλησπέρα, πηδάει ψηλά με δύναμη, πιάνεται από το τελευταίο γράμμα της και χάνεται προς τα πάνω, μαζί με την λέξη, που κανείς δεν θα αναζητήσει.
Κανείς;
Καλά, ίσως μόνον ο Τομ Γουέιτς.
*Θα ζεις στον ενεστώτα χρόνο κάθε "καλησπέρας", φίλε!