Το "Μικρό χρονικό τρέλας" του Κορτώ

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 02.01.17 ]

Αύγουστος Κορτώ

«ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΡΕΛΑΣ»

Αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα

Εκδόσεις Πατάκη

To «Μικρό χρονικό τρέλας» είναι ο τίτλος του νέου -εξομολογητικού-  βιβλίου του Αυγούστου Κορτώ:«Στις 28 Δεκέμβρη του 2008, στις τρεις τα χαράματα, ο μεγαλύτερος φόβος μου έγινε πραγματικότητα: κατά το κοινώς λεγόμενον, τρελάθηκα.Το μυαλό μου –ο κόσμος μου– γκρεμίστηκε και τη θέση του πήρε μια παντοδύναμη ψύχωση, που σαν παράσιτο με ξενιστή τον ίδιο μου τον εαυτό τρεφόταν και θέριευε με τις παρανοϊκές ιδέες που γεννούσε ασταμάτητα: ήμουν ο νέος Δαλάι Λάμα, ο Φύλακας στη σίκαλη, πληρωμένοι δολοφόνοι παραμόνευαν στο κατόπι μου. Σ’ αυτό μου το παραλήρημα, ολοζώντανο ακόμα στη μνήμη μου, στη σύντομη νοσηλεία μου και στην κατοπινή, θανατερή μου κατάθλιψη, παρέσυρα κι οδήγησα στην απόγνωση όλους τους ανθρώπους της καρδιάς μου, που μ’ έβλεπαν άξαφνα κατακερματισμένο από μιαν ανεξέλεγκτη ψυχική ασθένεια».

Ο συγγραφέας περιγράφει όσα έγιναν στη ζωή και στο μυαλό του, τις τρεις μέρες ενός ψυχωσικού επεισοδίου, με έντονο θρησκευτικό παραλήρημα. Η εικόνα του τρελού που αποτυπώνεται στις λογοτεχνικές αφηγήσεις είναι συνήθως ένας τύπος με στερεότυπα χαρακτηριστικά γνωρίσματα (εξωτερικά, εσωτερικά) που ανταποκρίνεται στην προσδοκία του μέσου αναγνώστη. Η εικόνα του παραμένει στερεοτυπική, είτε ως απόκλιση από το κοινωνικά αποδεκτό είτε ως κρίση ταυτότητας είτε  ως κατάσταση ατόμου σε κρίση ενώ σε όλες τις περιπτώσεις αυτές οι ήρωες εκδηλώνουν την αδυναμία τους να κατανοήσουν την πραγματικότητα μετά από ένα γεγονός που σηματοδοτεί την απόρριψη, την απώλεια ή στέρηση αγαπημένου τους προσώπου έτσι που τα κείμενα περί τρέλας μετατρέπονται σε μελέτες θανάτου και ζωής. Εδώ αποτυπώνεται όμως η «νέα» εικόνα του τρελού και οι νέες συσχετίσεις κοινωνίας και τρέλας σε σχέση με το μυθιστόρημα καθώς οι αναπαραστάσεις του είναι σχεδόν μαθήματα βασικής ψυχιατρικής ερμηνείας και ανάλυσης.

Δεν παρουσιάζεται η εικόνα ενός τρελού, σωματικά και ψυχικά διασπασμένου και διαλυμένου μέσω μεταφοράς αλλά η ρεαλιστική απεικόνιση ενός ψυχωσικού επεισοδίου: «Πρόκειται για μια ιστορία που την έζησα, και που την έγραψα άλλες δύο φορές, σε διαφορετική μορφή – μέχρι που στις αρχές του Ιουλίου, ένιωσα την αιφνίδια παρόρμηση να την ξαναγράψω. Κι έτσι, μέσα σε μια βδομάδα πυρετώδους γραφής, προέκυψε το Χρονικό». Εδώ ο συγγραφέας αναλύει όλα του τα συναισθήματα λες και πρόκειται για κάποιο άλλο πρόσωπο, αυτοβιογραφούμενος ωστόσο, χωρίς καμμία διάθεση αποστασιοποίησης. Ο τίτλος είναι εσωκειμενικός και δηλωτικός του περιεχομένου και κατά κάποιο τρόπο προειδοποιεί τον αναγνώστη για το περιεχόμενο που θα ακολουθήσει. Επιλέγει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση  και ο αφηγητής στέκεται ουδέτερα σχεδόν απέναντι στο φαινόμενο της τρέλας χωρίς μελοδραματισμούς. Η γραφή ακολουθεί τον αυτοβιογραφικό τύπο που ευνοεί την αναπαράσταση του «τρελού» από μια εσωτερική οπτική γωνία με χιούμορ, ειρωνεία, αυτοσαρκασμό αλλά και τρυφερότητα.

Ο πρώτος νεοέλληνας λογοτέχνης που ασχολήθηκε με το θέμα της τρέλας στο έργο του είναι ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός(«Ο Λάμπρος»). Από τους παλαιότερους  ξεχωρίζουν ο Μιχαήλ Μητσάκης και ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Δημήτριος Βικέλας, ο Αργύρης Εφταλιώτης και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ο Μητσάκης στο διήγημα με τον τίτλο «Αυτόχειρ», λίγο προτού νοσηλευθεί ο ίδιος για πρώτη φορά στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας, δίνει την εικόνα ανθρώπου που αισθάνεται απολύτως μόνος, μέσα σ’ έναν κόσμο αδιάφορο για την εσωτερική του τραγωδία. Ο Βιζυηνός μέσα από τους τοίχους του Δρομοκαΐτειου γράφει «Το Φάσμα μου», το ποίημα της τρέλας του, με τους περίφημους εκείνους στίχους: «μεταβλήθη εντός μου/ και ο ρυθμός του κόσμου». Με την τρέλα αλλά και με τον θάνατο συνομιλεί ο Περικλής Γιαννόπουλος, ο Δημοσθένης Βουτυράς και αργότερα ο Γιάννης Σκαρίμπας, στο διήγημα του «Κομμωτής κυριών», ή στην «Ιζαμπέλα Μόλναρ» ο Δημήτρης Χατζής. Ένας άλλος σημαντικός πεζογράφος του μεσοπολέμου που ασχολήθηκε με την τρέλα είναι ο Στρατής Μυριβήλης, ο Δημήτριος Καμπούρογλου (ο τρελός της Αθήνας), ο  Κονδυλάκης, ο Νιρβάνας. Ο Ρώμος Φιλύρας στο αυτοβιογραφικό του κείμενο με τίτλο «Η ζωή μου στο Δρομοκαΐτιον» περιγράφει όσα έζησε κατά τον εγκλεισμό του εκεί. Αλλά και στην νεώτερη ποίηση  συναντά κανείς το θέμα της τρέλας έμμεσα ή αλληγορικά, όπως στο ποίημα του Καρυωτάκη «Ωχρά σπειροχαίτη», που πρωτοδημοσιεύτηκε με τον τίτλο «Τραγούδι παραφροσύνης», και στο συγκλονιστικό «Τραγούδι της Αδελφής μου» του Γιάννη Ρίτσου. Με την τρέλα και το παράλογο έχουν ασχοληθεί στην ποίησή τους μεταξύ άλλων και οι Κωστής Παλαμάς, Μαρία Πολυδούρη, Μίλτος Σαχτούρης, Τάσος Λειβαδίτης, Γιάννης Δάλλας, Νίκος Καρούζος, Τίτος Πατρίκιος, Πρατικάκης, Αρανίτσης και άλλοι.

Από την ξένη λογοτεχνία παραπέμπω στον Edgar Allan Poe, στον Μπωντλαίρ και στον Μαλλαρμέ, ή στον Μωπασάν ή ακόμα στις παραληρηματικές ονειροφαντασίες του Δον Κιχώτη, στον Ντοστογιέφσκι ή στην Βιρτζίνια Γουλφ. Η Κυρία Νταλαγουέι είναι μια ευαίσθητη καταγραφή του γυναικείου ψυχισμού που περιλαμβάνει ένα είδος μελέτης της τρέλας και της αυτοκτονίας. Στον Ντοστογιέφσκι  η τρέλα έχει  αλληγορική σημασία, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς στους Αδελφούς Καραμαζώφ, και ο πρίγκιπας Μίσκιν στον Ηλίθιο δηλώνουν ότι η τρέλα είναι μια απάντηση, αν και διαφορετική, στην αλήθεια. Υπάρχει επίσης η τρέλα του αχαλίνωτου πόθου του μαρκήσιου ντε Σαντ, η απεγνωσμένη ποίηση της Ντίκινσον ή της  Σύλβιας Πλάθ και του Τενεσή Ουίλιαμς, ο Γκόγκολ, ο Μπέκετ...

Ο Έρασμος θα γράψει το «Μωρίας εγκώμιον» και τον «Ορλάντο μαινόμενο» ο  Αριόστο. Στην αρχή του 16ου αιώνα το θέμα της τρέλας παρουσιάζεται στο θέατρο του Σαίξπηρ και στο μυθιστόρημα του Θερβάντες. Η παρουσία της στα έργα του Σαίξπηρ παίρνει πολλές μορφές όπως αυτό της μελαγχολίας του Άμλετ, του δόλου, του γελωτοποιού της αυλής, της μεταμέλειας και της τιμωρίας (Λαίδη Μάκβεθ). Δύο τραγωδίες του Σαίξπηρ, ο Άμλετ  και ο Βασιλιάς Ληρ αναφέρονται εξ ολοκλήρου στο θέμα της τρέλας. Στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα η τρέλα δεν έχει μια αυτόνομη παρουσία και διαπλέκεται με τις εκδηλώσεις του ιερού. Στην ελληνική μυθολογία παρουσιάζεται με τη «μανία» των μαινάδων(Βάκχες του Ευριπίδη). Ο  Αίαντας του Σοφοκλή τρελαίνεται από την Αθηνά και η τρέλα εκλαμβάνεται ως θεϊκή τιμωρία που εκδηλώνεται με τη μορφή της εξαπάτησης. Η τρέλα ή προέρχονταν από το Θεό ή προερχόταν από τον διάβολο. Η Καραπάνου πολύ αργότερα ασχολείται επίσης με την τρέλα στην «Κασσάνδρα και ο Λύκος», στον «Υπνοβάτη» ή στον «Άγγελο Τιμωρό». Η βιαιότητα της παιδικής ηλικίας, η καταβύθιση στον εφιάλτη αλλά και η τρυφερότητα και η ευαισθησία διατρέχουν το έργο της υπονομεύοντας τις καθιερωμένες αλήθειες.

Ο Κορτώ στο μυθιστόρημά του γράφει έμμεσα για τον κόσμο της βίας και της κρίσης, και άμεσα για την τρέλα και την αισιόδοξη προοπτική της ψυχανάλυσης. Ο αυτοβιογραφικός του λόγος πλησιάζει αυτόν της Μαργαρίτας Καραπάνου αν και στο χρονικό του δεν φανερώνονται οι εμπειρίες και ο τρόπος που επηρέασαν τον  ψυχισμό του, αντίθετα δείχνει συμφιλιωμένος με τις γονεϊκές φιγούρες, και κυρίως δεν ενδιαφέρεται για μια μυθοπλαστική αποστασιοποίηση που θα απογείωνε το έργο. Συγγενεύει περισσότερο με το αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του Κωστή Παπαγιώργη «Σύνδρομο αγοραφοβίας». Ο συγγραφέας ενδεχομένως  δηλώνει υπόρρητα ότι ξεπερνά το στάδιο της αδιαχώριστης τριάδας (Εγώ–η Μαμά–ο Κόσμος), ώστε να οδηγηθεί ομαλά στον αποχωρισμό και την αυτοσυγκρότηση  με λακανικούς όρους. Καταβροχθίζοντας κείμενα είναι σε θέση να εκφράσει τις επιρροές τους και τις ταυτίσεις στο ψυχωσικό επεισόδιο με πρωτοφανή αποστασιοποίηση και χιούμορ. Έχει την ικανότητα να ζωγραφίζει εικόνες από την Κόλαση και να αφήνει  μια γεύση ελευθερίας και αυτοσαρκασμού. Οι μηχανισμοί της «εκλογίκευσης» και της «διανοητικοποίησης» λειτουργούν αρνητικά στη διαχρονικότητα του έργου, στην  «άρνηση» της «εκδραμάτισης». Το «εγώ» κυριάρχησε στο «εκείνο» ή εν πάσει περιπτώσει επιβλήθηκε μερικώς. Ο αναγνώστης δεν μπορεί να αντισταθεί στον αφοπλιστικό, ειλικρινή λόγο που όμως δεν  σε προσκαλεί σε πολλαπλές αναγνώσεις σαν το γράψιμο να είναι μονόδρομος και όχι η αναζήτηση της τέλειας μορφής, η αγωνία της τέχνης.Πολλές φορές το συγγραφικό χάρισμα του Αύγουστου Κορτώ, η μοντέρνα  γραφή χωρίς καμία υποκρισία και σεμνοτυφία, ο σαρκασμός ή η παρατηρητικότητά του, το ξεγύμνωμά του και η αυτοαναφορικότητα, αν και αποτελούν το στίγμα του, είναι και το ελάττωμά του, τολμώ να πω, καθώς στερούν από το έργο του τη βαθειά στοχαστικότητα των κλασικών.

Το βιβλίο ωστόσο δείχνει ότι μια λεπτή γραμμή μας χωρίζει όλους από την παραφροσύνη και ο τρελός δεν είναι  αντικείμενο χλευασμού ή λύπησης. Για τον συγγραφέα, «Η λέξη τρελός, παρ’ όλη την αχανή εξάπλωσή της και συχνή της χρήση, είναι μια λέξη προβληματική. Αν δεν χρησιμοποιείται μεταφορικά, ως εμφατικός τύπος του αρέσκομαι (π.χ., τρελαίνομαι για κοτομπέικον) ή ως περιγραφή ενός ανθρώπου ανεξάρτητου, με άναρχο, ζωηρό πνεύμα (Μ’ αρέσει η τρέλα αυτού του παιδιού, αλλά κάποιος πρέπει να του πάρει δώρο ένα αποσμητικό), είναι ένας όρος αντιεπιστημονικός και προσβλητικός, κι ορθώς αποτελεί ανάθεμα για την ιατρική κοινότητα. [...] όταν χρησιμοποιείται όμως ως συνώνυμο της ψυχικής νόσου υποβαθμίζει και δαιμονοποιεί τόσο τη νόσο όσο και τον πάσχοντα. Μολαταύτα, είναι μια λέξη που αποφάσισα να μεταχειριστώ στο ανά χείρας βιβλίο –ακόμα και στον τίτλο του– κι ας είναι αδόκιμη. Κι όχι για να κάνω την ιστορία μου πιασάρικη· πολύ αμφιβάλλω ότι η καταβύθιση ενός ανθρώπου στο συναρπαστικό κι ωστόσο τραυματικό σκοτάδι ενός οξέος ψυχωσικού επεισοδίου (όπως έμελλε να διαγνωστεί, εντός ολίγων ημερών, αυτό που μου είχε συμβεί) είναι πιασάρικο θέμα για βιβλίο, όσο κι αν η συγγραφή του, στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, μοιάζει μονόδρομος. Οι λόγοι για την επιλογή μου αυτή είναι δύο: αφενός το γεγονός ότι εγώ κι οι αγαπημένοι μου άνθρωποι εδώ και χρόνια αναφερόμαστε στην περιπέτεια του Δεκέμβρη του ’08 με φράσεις όπως Θυμάσαι τότε που τρελάθηκε ο Κορτώ και τον κυνηγούσαμε γυμνό στο Δρομοκαΐτειο; Μια αντίδραση άμυνας μέσω της διακωμώδησης και του αυτοσαρκασμού, ιδίως όταν μιλάς –και γράφεις– για τον εαυτό σου. [...]Ελπίζω, λοιπόν, να μου συγχωρεθεί αυτή η μικρή παρασπονδία, ιδίως απ’ τα εν ασθενεία αδέλφια μου, που δίνουν καθημερινά τον σκληρό τους αγώνα για μιαν ήρεμη, ευτυχισμένη ζωή.

«Στο βιβλίο αυτό», αναφέρει ο Κορτώ, «έγραψα όλα όσα θυμάμαι, χωρίς ν’ αλλάξω τίποτα και μην κρατώντας τίποτα κρυφό. Γιατί χάρη σ’ αυτές τις αδιανόητες μέρες κατάφερα, μες στα συντρίμμια του μυαλού μου, να βρω έναν νέο εαυτό και τον δύσκολο δρόμο που οδηγεί στην ψυχική γαλήνη. Κι ενώ η ιστορία μου μοιάζει μοναδική, το τέρας της ψυχικής αρρώστιας και του φόβου που σκορπάει είναι κοινό για όλους μας, όπως και το θηρίο της αγάπης και της κάθε ανθρώπινης δύναμης. Γιατί η ψυχή μας δεν είναι φτιαγμένη ν’ αρκείται στη δυστυχία».

Ο  Φουκώ αναφερόμενος αρχικά στην εικόνα του τρελού την περίοδο της Αναγέννησης, καταλήγει στην άποψη ότι η ανθρώπινη αντίληψη για την τρέλα ως «πνευματική ασθένεια», είναι προϊόν της ιστορίας, της εκπαίδευσης και της κουλτούρας. Η τρέλα είναι ένας μεγεθυντικός καθρέφτης που αν κοιτάξουμε μέσα, θα δούμε κρυμμένες πτυχές του εαυτού μας που νομίζουμε φυσιολογικές, η Ετερότητα ως αφετηρία για τη δομή της «φυσιολογικότητας». Τα βασικά θέματα που  απασχολούν  άλλωστε τη λογοτεχνία είναι η τρέλα και η παιδική ηλικία, ο έρωτας και ο θάνατος.

«Από πού έρχεται αυτός ο μαύρος ήλιος», διερωτάται η Τζούλια Κρίστεβα στο ομώνυμο βιβλίο της με θέμα τη μελαγχολία. Ο Φρόυντ σε ένα από τα πιο σημαντικά του κείμενα «Πένθος και μελαγχολία» εμφανίζει τον καταθλιπτικό σαν το άτομο που δεν αντέχει την απώλεια. Η έννοια της απώλειας είναι πολύ κεντρική για την κατανόηση της κατάθλιψης. Αυτός που έχει πένθος γιατί έχασε ένα αγαπημένο του πρόσωπο συγχρόνως νοιώθει υπεύθυνος γι’ αυτήν την απώλεια. Ο Κορτώ  ενδεχομένως μέσω του επεισοδίου γύρευε  τον τρόπο  που θα μπορούσε να εκτοπίσει την Υπερπαρουσία της μητέρας στη ζωή του, και να την αντικαταστήσει με τη δική του ζωή. Ένας  εσωτερικός αγώνας ταύτισης και αποταύτισης, ένα βίωμα που μετουσιώθηκε σε τέχνη.