Το καράβι που ταξιδεύουμε το λένε Αγωνία

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 13.06.19 ]

Αυτό το καλοκαίρι είναι για όλους μας η προσωποποίηση της αγωνίας μετά την προσμονή. Ελπίδα, χαρά, πανηγυρισμός, σοκ, αναμονή, πίκρα, αγωνία. Οι μέρες περνούν, η μιὰ πάνω απ᾿ τὴν  ἄλλη... σκηνές τρόμου στην τηλεόραση και οι φίλοι μας λοιδορούν όπως οι εχθροί. Η εικονοποίηση των συναισθημάτων παραπέμπει στην Κραυγή του Munch .
Το σεφερικό σκάφος «ΑΓ ΩΝΙΑ 937» νοείται ως αλληγορική απεικόνιση της Ελλάδας που μετασχηματίστηκε σε «ΑΓΩΝΙΑ 2015. Ο Αναγνωστάκης ακόμα επικυρώνει την πραγματικότητα:
«Ἐλπίζοντας πάντοτε πὼς κάποτε θὰ σταματήσει ἡ ἁλυσίδα
Ἴσως στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τους ἣ στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν
            τῶν παιδιῶν τους.
Πρὸς τὸ παρόν, στὸν παλιὸ δρόμο ποὺ λέγαμε, ὑψώνεται
            ἡ Τράπεζα Συναλλαγῶν
- ἐγὼ συναλλάσσομαι, ἐσὺ συναλλάσσεσαι, αὐτὸς συναλλάσσεται-
Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως
-ἐμεῖς μεταναστεύουμε, ἐσεῖς μεταναστεύετε, αὐτοὶ μεταναστεύουν-
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει, ἔλεγε κι ὁ Ποιητὴς»
 Ένα άλλο ποίημα του Αναγνωστάκη που διαβάζω αυτές τις μέρεςκαι με συγκινεί όπως δεν μπορεί να συγκινήσει ο κόσμος της πολιτικής είναι το Fair Play:
 «Πόσες χιλάδες ὧρες πέρασαν μὲ συνεδρίαση,
σ᾿ αχτίδες, κόβες καὶ κομματικοὺς πυρῆνες,
στὸ τέλος πάθαμε χρονία νικοτινίαση
κι ὁ πονοκέφαλος οὔτε περνοῦσε μ᾿ ασπιρίνες.
 Μάθαμε ἀπ᾿ ὄξω -βασικὰ- ὅλα τὰ προβλήματα
καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς πάλης
καὶ γίναμε τὰ δακτυλοδειχτούμενα τὰ βλήματα
κρατώντας τὸν Μὰρξ – Ἔγκελς ὑπὸ μάλης.
 Μέρα τὴ μέρα θά ῾ρχονταν ἡ Ἐπανάσταση
καὶ περιμένοντας πέρασαν τὰ χρόνια
κι ὅμως σ᾿ τὸ λέγαν οἱ γονεῖς σου «ἄσ᾿ τα σὺ
πάντα θὰ βρίσκονται στὸν κόσμο ἄλλα κωθώνια».
 Πάντοτε ὁ καπιταλισμὸς βρίσκει περάσματα
καὶ ξεπερνᾶ τὶς δύσκολες τὶς κρίσεις...
Δὲν ἄκουσες ποτὲ τὴ μάνα σου τὴν ἅγια
σ᾿ ἐνοχλοῦσε καὶ σένα τὸ κατεστημένο,
δὲν εἶδες γύρω σου χιλιάδες τὰ ναυάγια
δὲν τὸ χαμπάρισες πὼς τὸ παιχνίδι ἦταν στημένο.
 Λυπάμαι πολύ αυτές τις μέρες και για τους φίλους που χάνονται  και τις σχέσεις που σβήνουν με έχθρα περισσή. Κι  όμως οι φίλοι είναι οι άγγελοι που σε σηκώνουν όταν ξεχνάς να πετάς … η φιλία  αστέρι λαμπερό,  τις μαύρες νύχτες της ζωής μας … Κι όσο περνούν τα χρόνια, όπως έγραφε ο Ρίτσος «Όσο περνάν τα χρόνια τόσο οι παλιοί γνωστοί μας απομακρύνονται ο ένας απ’ τον άλλον. Οι άνθρωποι γίνονται περισσότερο κοινωνικοί και λιγότερο ανθρώπινοι. Χάνουν τις ιδιομορφίες τους, τα ιδιαίτερα προτερήματα και τα ελαττώματά τους· σχεδόν ισοπεδώνονται. Οι φιλίες μαραίνονται… Κι όχι να πεις πως σήμερα δεν κουβεντιάζουν οι άνθρωποι – λόγια, άλλο τίποτα, άφθονα λόγια – μα δε συνομιλούν, δε λένε τίποτα δικό τους, προσωπικό, ιδιωτικό, ιδιαίτερο (και γι’ αυτό καθολικό), μόνο λόγια, ξένα, μηχανικά, δημοσιογραφικά, γενικού ενδιαφέροντος, μεγάλοι τίτλοι εφημερίδων, γιατί, πράγματι, ξεφυλλίζουν πολλές εφημερίδες διαβάζοντας μόνον τα κεφαλαία γράμματα και τα εγκλήματα και τις αυτοκτονίες, ακούν επίσης τις ειδήσεις των 9 ή και των 12 απ’ την τηλεόραση (έγχρωμη τώρα) – άνθρωποι επαρκώς ενημερώμενοι, πολύ π α ρ ό ν τ ε ς (εδώ και σήμερα), κι εντελώς α π ό ν τ ε ς απ’ τον εαυτό τους, απ’ το παρελθόν τους, το μέλλον τους και, φυσικά, απ’ το παρόν τους, μακριά απ’ τους άλλους…»(ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ “ΙΣΩΣ ΝΑ ‘ΝΑΙ ΚΙ ΕΤΣΙ”).
 Τιμώ το εικονοστάσι των φίλων που άντεξαν στο χρόνο και πέρασαν από τόσες δοκιμασίες, τους φίλους που δεν έγιναν γνωστοί και τώρα ο αποχωρισμός τους λόγω ιδεολογικών διαφορών γίνεται πληγή και κατανοώ την σιωπή του Αναγνωστάκη όσο ποτέ...
Ελπίζω στην άνοιξη του ποιητή γιατί ο αγώνας ήταν τίμιος.
 Ὅταν μιὰν ἄνοιξη
 Ὅταν μιὰν ἄνοιξη χαμογελάσει
θὰ ντυθεῖς μία καινούργια φορεσιὰ
καὶ θὰ ῾ρθεῖς νὰ σφίξεις τὰ χέρια μου
παλιέ μου φίλε
 Κι ἴσως κανεὶς δὲ σὲ προσμένει νὰ γυρίσεις
μὰ ἐγὼ νιώθω τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς σου
κι ἕνα ἄνθος φυτρωμένο στὴν ὥριμη,
πικραμένη σου μνήμη
 Κάποιο τρένο, τὴ νύχτα, σφυρίζοντας,
ἢ ἕνα πλοῖο, μακρινὸ κι ἀπροσδόκητο
θὰ σὲ φέρει μαζὶ μὲ  τὴ νιότη μας
καὶ τὰ ὄνειρά μας
 Κι ἴσως τίποτα, ἀλήθεια, δὲν ξέχασες
μὰ ὁ γυρισμὸς πάντα ἀξίζει περσότερο
ἀπὸ κάθε μου ἀγάπη κι ἀγάπη σου
παλιέ μου φίλε