Τζόρτζιο Αγκάμπεν: Με ανησυχεί το μετά...

[ ARTI news / Κόσμος / 08.04.20 ]

Ο φόβος είναι κακός σύμβουλος, αλλά επιτρέπει να αναδυθούν στο φως πολλά πράγματα που προσποιούμασταν ότι δεν τα βλέπαμε. Το πρώτο πράγμα που αναδεικνύει καθαρά το κύμα πανικού που έχει παραλύσει τη χώρα είναι ότι η κοινωνία μας δεν πιστεύει πια σε τίποτα παρά μόνο στη «γυμνή ζωή». Είναι προφανές ότι οι Ιταλοί είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν εν ολίγοις τα πάντα, τις κανονικές συνθήκες ζωής, τους κοινωνικούς δεσμούς, την εργασία, έως και τις φιλίες, τα τρυφερά αισθήματα για τους άλλους και τις θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις τους προκειμένου να εξορκίσουν τον κίνδυνο να αρρωστήσουν. Η «γυμνή ζωή» –και ο φόβος μην την χάσουν– δεν είναι κάτι που ενώνει τους ανθρώπους, αλλά τους τυφλώνει και τους χωρίζει. Τα άλλα ανθρώπινα πλάσματα, όπως στην επιδημία που περιγράφηκε από τον Manzoni, εκλαμβάνονται τώρα μόνον ως δυνητικοί μεταδότες της μόλυνσης που πρέπει πάση θυσία να αποφεύγονται και από τους οποίους πρέπει να τηρείται απόσταση τουλάχιστον ενός μέτρου. Οι νεκροί –οι νεκροί μας– δεν έχουν το δικαίωμα μιας κηδείας και δεν είναι σαφές τι γίνονται τα πτώματα των αγαπημένων μας προσώπων. Ο πλησίον μας έχει καταργηθεί και είναι αξιοπερίεργο που οι εκκλησίες σιωπούν επ’ αυτού. Τι απογίνονται οι ανθρώπινοι δεσμοί σε μια χώρα που εξοικειώνεται με το να ζει με έναν τέτοιο τρόπο, ποιος ξέρει για πόσον καιρό; Και τι πράγμα είναι μια κοινωνία που δεν έχει άλλη αξία από εκείνη της επιβίωσης;

Ένα άλλο πράγμα, όχι λιγότερο ανησυχητικό από το προηγούμενο, που η επιδημία αποκαλύπτει ολοκάθαρα, είναι ότι η «κατάσταση εξαίρεσης», στην οποία οι κυβερνήσεις έχουν συνηθίσει από καιρό, έχει αληθινά αποβεί πλέον συνθήκη κανονικότητας. Υπήρξαν στο παρελθόν επιδημίες βαρύτερες, αλλά κανείς δεν είχε ποτέ διανοηθεί να κηρύξει εξαιτίας αυτού του γεγονότος μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης όπως αυτή που ζούμε σήμερα, που μας εμποδίζει ακόμη και να κινούμαστε. Οι άνθρωποι εξοικειώθηκαν έτσι να ζουν σε συνθήκες μόνιμης κρίσης και μόνιμης κατάστασης έκτακτης ανάγκης, σε βαθμό που να μην φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι η ζωή τους έχει συρρικνωθεί σε μια συνθήκη αμιγώς βιολογική και ότι έχει χάσει κάθε άλλη διάσταση, όχι μόνον κοινωνική και πολιτική, αλλά έως και ανθρώπινη και συναισθηματική. Μια κοινωνία που ζει σε μια διαρκή κατάσταση ανάγκης δεν μπορεί να είναι μια ελεύθερη κοινωνία. Ζούμε πράγματι σε μια κοινωνία που έχει θυσιάσει την ελευθερία στους λεγόμενους «λόγους ασφαλείας» και καταδικάστηκε γι’ αυτό το λόγο να ζει σε μια διαρκή κατάσταση φόβου και ανασφάλειας.

Δεν εκπλήσσει κανένα ότι, με τον ιό, γίνεται λόγος για «πόλεμο». Τα προβλεπόμενα μέτρα έκτακτης ανάγκης μάς υποχρεώνουν εκ των πραγμάτων να ζούμε σε συνθήκες απαγόρευσης κυκλοφορίας. Αλλά ένας πόλεμος με έναν εχθρό αόρατο που μπορεί να φωλιάζει σε κάθε άνθρωπο είναι ο πιο παράλογος από όλους τους πολέμους. Είναι, στην πραγματικότητα, ένας εμφύλιος πόλεμος. Ο εχθρός δεν είναι έξω, είναι μέσα μας.

Αυτό που ανησυχεί ιδιαίτερα δεν είναι τόσο, δεν είναι μόνον, το παρόν, αλλά το μετά. Έτσι όπως οι πόλεμοι κληροδοτούν ανέκαθεν στην ειρήνη μια σειρά από ολέθρια τεχνολογικά επιτεύγματα, από τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα μέχρι τους πυρηνικούς σταθμούς, έτσι, είναι πολύ πιθανόν ότι θα επιδιωχθεί να συνεχιστούν, και μετά την κατάσταση έκτακτης ανάγκης για υγειονομικούς λόγους, τα πειράματα που οι κυβερνήσεις δεν είχαν προηγουμένως κατορθώσει να πραγματοποιήσουν: να κλείσουν τα πανεπιστήμια και τα σχολεία και να γίνονται τα μαθήματα on line, να πάψουν μια και καλή οι συναθροίσεις όπου μπορούσαμε να μιλάμε για θέματα πολιτικής ή πολιτισμού και να ανταλλάσσονται μόνον ψηφιακά μηνύματα, οπουδήποτε είναι δυνατόν οι μηχανές να υποκαθιστούν κάθε επαφή –κάθε δυνατότητα μετάδοσης– ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα

*Δημοσιεύθηκε στις 17 Μαρτίου στο Quodlibet.it-Μετάφραση Ευδοκία Ελευθερίου]