Τα καινούργια παπούτσια

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 12.06.17 ]

 

 Ξύπνησε νωρίς όπως πάντα, έβαλε το μπρίκι στη φωτιά και την ίδια στιγμή άνοιξε το παράθυρο να δει τον καιρό, πάντα το ‘κανε αυτό τα πρωινά προτού φύγει για τη δουλειά, ήθελε να ξέρει, κι ας μην είχε καμιά διαφορά  ο καιρός στην άχαρη μουντή δουλειά της, δέκα ώρες σκυμμένη σε μια μηχανή, γάζωνε υφάσματα, τώρα τελευταία είχε πέσει η ζήτηση και τ’ αφεντικό ήταν όλο μούτρα, μουρμούραγε συνέχεια πως δεν τα ‘βγαζε πέρα, αλλά όχι σήμερα, σήμερα δε θα σκεφτόταν τη δουλειά, σήμερα θα πήγαινε για ψώνια, από μέρες το παιδί τής γκρίνιαζε πως τα παπούτσια του είχαν τρυπήσει, ε, τι περιμένεις; μονοφόρι πρωί βράδυ, αυτά έβαζε στο σχολείο βρέξει- χιονίσει, μ’ αυτά κλωτσούσε μπάλα στο τελευταίο άχτιστο οικόπεδο της γειτονιάς, είχε μαζέψει λίγα-λίγα τα χρήματα για τα παπούτσια, τ’ απόγευμα που σχόλαγε θα πέρναγε οπωσδήποτε  απ’ το μαγαζί.

Καθώς γύριζε σπίτι, εκεί  στη διασταύρωση είδε κόσμο μαζεμένο, αλαφιάστηκε, έτρεξε ξέπνοη, αναγνώρισε το πρωινό φουτεράκι, το πόδι έλειπε, σωριάστηκε στο δρόμο, οι τσάντες τής έφυγαν απ’ τα χέρια, το περιεχόμενό τους  σκόρπισε γύρω. Τα καινούργια παπούτσια την περιγελούσαν...