Από μήνυμα στενού φίλου: "Πριν τρία χρόνια είχε αυτοκτονήσει ένας πιτσιρικάς στην Πετρούπολη που ήταν ο μόνος μιας πολύτεκνης οικογένειας με ανάπηρο πατέρα που δούλευε κι έφερνε ψωμί στο σπίτι. Είχε μείνει άνεργος κι αισθανόταν όλο το φορτίο πάνω του. Πριν πηδήξει από την ταράτσα σκέφτηκε κι έβγαλε τα παπούτσια του ώστε να μείνουν σε κάποιον άλλον από την οικογένειά του. Μόνο αυτό μπορούσε να προσφέρει την ύστατη στιγμή".
Εν είδει καταστατικής αρχής λέω ότι όσοι εμπλεκόμαστε με τη γραφή πρέπει οπωσδήποτε να μιλήσουμε γι' αυτά τα παπούτσια. Αλλά να μιλήσουμε έξω από τις συμβάσεις της αφήγησης, την υποκρισία της αισθητικής και ασφαλώς τις ηλίθιες καρδούλες του fb.
Π.Χ. (Ανάρτηση σε σελίδα κοινωνικής δικτύωσης)
Το κείμενα που ακολουθούν προέκυψαν από αυτήν ακριβώς την ανάγκη. Την ανάγκη να (συνο)μιλήσουμε γύρω από το θέμα, παρ’ όλες ή ακριβέστερα μ’ όλες τις διαφορετικές αισθητικές και ιδεολογικές αφετηρίες μας. Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τα κείμενα αυτά, δεν έχω παρά να δηλώσω ευτυχής για το αποτέλεσμα, συγκινημένος για τη συνάντηση και αισιόδοξος για τη γραφή.
Ανδρεάδη Πηνελόπη
Ήταν ένα αγόρι που κείτονταν απ’ την κοιλιά της μάνας του στον πάτο μιας λίμνης
Ήταν ένα αγόρι που έστεκε μονάχο, τριγυρισμένο απ’ τα χλωμά φεγγάρια των πέτρινων χρόνων του
Ήταν ένα αγόρι που κανείς δεν ξέρει πού απάγκιαζε η ψυχή του τόσα χρόνια που την έδερνε η σκοτεινή βροχή
Ήταν ένα αγόρι, οργισμένος κόκκινος θεός, που σκυθρωπά ηχούσε με τη σκιά του
Ήταν ένα αγόρι ξάγρυπνο αγρίμι, με μάτια που αναζητούσαν τα δέντρα του πρωινού κι ακοή που δονούνταν από φανταστικές νυχτερινές μελωδίες
Ήταν ένα αγόρι που έπινε τις σιωπές και περίμενε στ’ άστρα ακουμπισμένο την επόμενη μέρα
Ήταν ένα αγόρι που ολοένα και το ζύγωνε ο μαύρος άγγελος και το ’σπρωχνε στο έρεβος τάζοντας μουσικές και φύλλα πράσινα, ολόγιομα φεγγάρια και φρούτα κατακόκκινα
Και μια νύχτα κυμάτισε από τ’ αγκάλιασμά του
Έλυσε αργά τα παπούτσια του ν’ αναβάλει για λίγο τη στιγμή
κι ύστερα, μ’ ένα τίναγμα, τ’ άφησε παρακαταθήκη στους αγέννητους αγώνες
Ποιος έσυρε το χέρι στα χείλη του να τα σφραγίσει;
Εσθητός Ραφαήλ
πουθενά αλλού δεν συνυπάρχει τόσο δραματικά το περπάτημα με την ακινησία -που θα πει ο Βίος και το Τέλος του- όσο σε ένα ζευγάρι παπούτσια
Οικονόμου Γιώργος
Δίπλωσε προσεκτικά τα ρούχα του
δίπλα τους άφησε τα παπούτσια
το σκοινί κρέμονταν λίγο πιο κει
σημείωμα δεν έγραψε
έφταναν μόνο τα αδειανά παπούτσια...
Χατζημωυσιάδης Παναγιώτης
Τα πρώτα μου αθλητικά
Κάτι καλοκαίρια του ’70, παίζουνε ακόμη μπάλα στο μυαλό μου. Καταμεσήμερο, στην αλάνα του σχολείου. Το πιο όμορφο μάλιστα ανάμεσά τους έχει τη μυρωδιά των πρώτων μου αθλητικών. Ήταν η μία και μόνη φορά που κοιμήθηκα παπουτσωμένος – εξαιρώ όσες ακολούθησαν για λόγους μέθης. Θυμάμαι ότι όλη νύχτα έβγαζα άμυνες μπροστά στον Αποστόλη. Με το που ξεκινάει όμως στα αλήθεια ο αγώνας μάς βάζει γκολ, κι ας έπαιζε ξυπόλυτος. Σκυλιάζω, φρενιάζω εγώ, αλλά πού να τον σταματήσω. Δεύτερο γκολ. Κι ύστερα τρίτο. Αφού δεν υπήρχε καλύτερο πόδι σε όλη την περιοχή. Σε εκείνον τον αγώνα ήταν που πάτησε ένα καρφί, χωρίς να πολυδώσει σημασία. Μόλις που τον γρατσούνισε είπε. Όταν αργά το βράδυ ανέβασε πυρετό είπε ότι είναι από τα κρύα τα νερά που πίνει. Για το πρήξιμο στο πόδι είπε ότι είναι από τις πληγές των κουνουπιών που ξύνει. Στο νοσοκομείο όταν τον πήγαν ήταν δυστυχώς πολύ αργά για το πόδι του. Λίγες μέρες μετά ήταν δυστυχώς πολύ αργά και για τον ίδιο.
Στο μνήμα του επάνω πήγα κι άφησα τα καινούρια μου τα αθλητικά. Από τότε άρχισα να αποφεύγω την αλάνα, τους άλλους και το ποδόσφαιρο. Μόνο τις νύχτες συνεχίζω ακόμη να παίζω ξυπόλυτος στα όνειρά μου μπάλα. Κι ας χάφτω συνέχεια γκολ από τον Αποστόλη.
Χριστόπουλος Δημήτρης
Ένα παπούτσι για τον Μιχαήλ
Όταν ήμουν πέντε χρονών μετακομίσαμε με την οικογένειά μου σε άλλη πόλη. Εμένα δεν μου άρεσε καθόλου. Έχασα τους φίλους μου και τη θάλασσα που ψάρευα με το καλάμι μου. Ο μπαμπάς έλεγε, εδώ θα βρούμε τον παράδεισο και μη σας νοιάζει για τίποτα. Η ζωή μας θα ’ταν πανηγύρι.
Στην αρχή ήταν καλά. Σιγά σιγά κοπήκαν τα γέλια και τ’ αστεία. Θυμάμαι τoν μεγάλο μου αδελφό τον Λευτέρη να φέρνει σπίτι ένα καχεκτικό γατάκι που τυχαία ανακάλυψε σε μια συστάδα από σημύδες στο δάσος. Ο Μιχαήλ, όπως αμέσως τον βαφτίσαμε. Ένα μικροσκοπικό γατί με ένα λευκό κεφαλάκι σαν τον πίλο του μανιταριού. Τα μεσημέρια τού έδινε το κολατσιό του, και τα βράδια ξάπλωνε αναπαυτικά μέσα στα παπούτσια του. Παίζαμε τους γιατρούς, το ταΐζαμε γάλα με το μπιμπερό, κι εκείνο, λέει, θα γινόταν καλά. Και πράγματι ο Μιχαήλ επέζησε. Ο μπαμπάς μου δεν ήθελε ζώα στο σπίτι, γιατί έκαναν βρομιές.
Μια μέρα, γύρισε σκασμένος από τον συνεταιρισμό. Τα μάτια του κατακόκκινα από τον πυρετό του χρυσοθήρα και από τον θυμό. Όλοι συνωμοτούν εναντίον μας, έλεγε. Μας έδωσε χαρτζιλίκι, να πάμε με τον Λευτέρη και τον Μιχαήλ μια μεγάλη βόλτα. Όταν γυρίσαμε, βρήκαμε άδειο το σπίτι. Ο μπαμπάς δεν συνήλθε από τότε. Έχασε τα λογικά του. Αυτό που κάνει άνθρωπο τον άνθρωπο. Για κάποιον ανεξήγητο σε μένα λόγο κάθισε στο αναπηρικό καρότσι της γιαγιάς, που το ανέσυρε από την αποθήκη που ζούσαν οι ψυχές των νεκρών, και δεν ξαναπερπάτησε ούτε ξαναμίλησε μέχρι που κατέβηκε κι αυτός οριστικά στην αποθήκη. Μόνο τον Μιχαήλ ανεχόταν σαν σκαρφάλωνε πού και πού στα πόδια του.
Όλες τις δουλειές τις ανέλαβε ο αδελφός μου. Όταν κουρασμένος γύριζε τα βράδια έπεφτε ξέπνοος στο κρεβάτι και ξέφευγε. O Μιχαήλ δεν το κούναγε από το μαγικό κρεβατοπαπούτσι του, που με τον καιρό στραπατσαρισμένο και λασπωμένο είχε αρχίσει να ξεχειλώνει, ώσπου στο τέλος έμοιαζε με τρύπια βάρκα που μπάζει νερά, όσο ο αδελφός μου μέρα τη μέρα ένιωθε την αράχνη ν’ απλώνει το δίχτυ της πάνω του και τα σύννεφα να τον σκεπάζουν. Τα χαράματα δύσκολα αποχωριζόταν το χουζούρι του, όταν ξεπροβόδιζε τον αδελφό μου, και περίμενε υπομονετικά αργά το βράδυ να επιστρέψει εκείνος με σκυμμένους τους ώμους.
Ο Μιχαήλ έζησε χρόνια πολλά. Τα παπούτσια του αδελφού μου όμως δεν τα εγκατέλειψε ποτέ. Μετακόμισε μάλιστα μόνιμα εκεί από τότε που ένα καλοκαίρι ο Λευτέρης ρίχτηκε στις φλόγες -όπως οι ναυαγοσώστες ρίχνονται στη φουρτουνιασμένη θάλασσα- να σώσει μικρά θηράματα και φάρες ολόκληρες αρπακτικών πουλιών, όταν το γειτονικό μας δάσος ξαφνικά λαμπάδιασε. Ανάλαφρος σαν το φτερό πέταξε μες στους πυκνούς καπνούς και ξέφυγε. Μόνο τα καψαλιασμένα του παπούτσια γλύτωσαν, που αυτή τη φορά δεν τον γλύτωσαν.
Του έλεγα να μην στενοχωριέται. Οι φτωχοί άμα πεθαίνουν πηγαίνουν στον παράδεισο. Νιαούριζε γιατί ήξερε, αν και γάτος, πως τον κορόιδευα. Όλοι οι άνθρωποι που τάζουν παραδείσους λένε ψέματα.