Τέτοιο κορόιδο!
[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 07.09.20 ]Μια χαραμάδα θάλασσα. Έτσι φαίνεται από την απόσταση που τη βλέπω. Ξεπροβάλλει σαν ρετάλι πάνω από άσχημες ταράτσες κι αυτή την ώρα τη χρυσίζει ο ήλιος που κατεβαίνει αργά, νωχελικά στη δύση.
Πολλοί θα με έλεγαν κορόιδο. Δεν θα ’χαν άδικο, αλλά… Σκασίλα μου! Κορόιδο ήμουν πάντα. Και λοιπόν; Βλέπετε αυτή η χαραμάδα μου κόστισε ένα μάλλον δυσανάλογα μεγάλο καπέλο στο ενοίκιο που υποχρεώνομαι κάθε μήνα να πληρώνω για τούτο το διαμέρισμα. Μικρό και συμπαθητικούλι. Εύκολο στο καθάρισμα.
Υπό άλλες συνθήκες ούτε που θα το σκεφτόμουν να συμφωνήσω με αυτό το ενοίκιο. Θα το διαπραγματευόμουν σκληρά. Μέχρι τελικής πτώσεως θα το διαπραγματευόμουν κι ας έλεγε ό,τι ήθελε ο ιδιοκτήτης για την πόρτα ασφαλείας και την αυτόνομη θέρμανση. Θα τον άφηνα εκεί στα κρύα του λουτρού να ψάχνει άλλον ενοικιαστή, αν δεν έβλεπα αυτό το μικρό ρετάλι, αυτή την ελαχιστότατη χαραμάδα θάλασσας.
Αυτή τα ανέτρεψε όλα. Αυτή η μικρή, ελάχιστη θαλασσινή γραμμή στον ορίζοντα πάνω απ’ τις άσχημες ταράτσες, διέγραψε μονοκοντυλιά κάθε πρακτική αντίρρηση ή διάθεση διαπραγμάτευσης. Και ο ιδιοκτήτης έβγαλε το συμφωνητικό του περιπτέρου που είχε διπλωμένο στη μέσα τσέπη απ’ το σακάκι του και το υπέγραψα εκεί, αβλεπί, στο πόδι (πράγματι σήκωσα το πόδι μου προσπαθώντας να σταθεροποιήσω κάπως το χαρτί για να υπογράψω). Και αυτός ο ανόητος πίστευε πως μ’ έριξε με την πόρτα ασφαλείας (γιατί οι καιροί έχουν αγριέψει) και την αυτόνομη θέρμανση (γιατί ποιος έχει σήμερα λεφτά για πετρέλαιο, ξέρετε τι γίνεται στις πολυκατοικίες κάθε μήνα για να μαζέψουν τα κοινόχρηστα;).
Αμ είναι, φίλε μου, κάτι άνθρωποι που δεν έχουν πόρτα ασφαλείας και δεν θερμαίνονται ούτε με φυσικό αέριο ούτε με κλιματισμό.
Ορθάνοιχτη είναι πάντα η πόρτα τους, να εισβάλλει απ’ τις χαραμάδες η θάλασσα και να τους κλέβει και να τους ταξιδεύει και να τους ζεσταίνει την ψυχή.
Πήρα το κλειδί. Το ’ριξα στην τσέπη μου και δεν είπα τίποτα.
«Τέτοιο κορόιδο!» είπε ο ιδιοκτήτης από μέσα του κι έκανα πως δεν άκουσα. Στην ίδια πολυκατοικία έμενε κι αυτός, σε άλλο διαμέρισμα που βλεπε στον ακάλυπτο. «Τέτοιο κορόιδο!»
Σιγά να μην καθόμουν να του πω πόσα είχα πληρώσει μια άλλη φορά που νόμιζα πως διέκρινα ένα ρετάλι ψυχής σ’ έναν άνθρωπο προς ενοικίαση…
Τώρα αράζω τ’ απογεύματα στο μπαλκονάκι μου, πίνω τα ουζάκια μου κι χαζεύω το ρετάλι μου κι αν έρθεις να το μοιραστούμε φέρε και κανα ψιλό. Περνάει τ’ απογεύματα ένας ακορντεονίστας. Δεν πετυχαίνει νότα, ο κακομοίρης, αλλά καθόλου δεν τα νοιάζει τα κορόιδα σαν του λόγου μας.