Συρράκο: Η γιορτή της Παναγίας των Ξένων

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 13.08.20 ]

Συρράκο. Ο ορεινός όγκος της Πίνδου, η χαράδρα του Χρούσια, τα χρώματα τ’ ουρανού την αυγή, οι βουνοκορφές, που λούζονται με τα σύννεφα, η πέτρα που κυριαρχεί στη φύση και στην ανθρώπινη δημιουργία.

Βλέπω από ψηλά έναν ηλικιωμένο άντρα να κάθεται επί ώρες στο πεζούλι του σπιτιού του ασάλευτος σαν άγαλμα. Κρατάει τη γκλίτσα του αγκαλιά, και αγναντεύει. Έξω του ή μέσα του δεν ξέρω. Μπορεί και τα δυο. Στο χαγιάτι οι πρώτοι δημογέροντες έχουν πιάσει στασίδι, με τις γκλίτσες τους πάντα, δίκην σκήπτρου και ταυτότητας. Στον «Σταυραετό», οι πρώτοι θαμώνες, συνταξιούχοι οι περισσότεροι, αλληλοπειράζονται με άγριο σαρκασμό, που όμως τελειώνει με χαμόγελο και νέα πειράγματα γύρω από το τραπέζι με την τράπουλα. Αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που λειτουργεί ως αντίδοτο στα φαρμακερά βέλη που εκτοξεύει ο ένας εναντίον του άλλου. Πως τελικά το φαρμάκι γίνεται φάρμακο για την ψυχή. Ακούω τα γέλια. Ναι, "το γέλιο θα μας σώσει", αυτό που σχετικεύει τον εαυτό και τον γειώνει, τον στέλνει εκεί που είναι η θέση του.

Με κερνούν. Με αποκαλούν "ξένο". Ξένος, λοιπόν. Όχι δεν είναι ξενόφοβοι. Κι αυτοί είναι ξένοι. Ίδρυσαν μάλιστα και τις εκκλησίες της Παναγίας των Ξένων στην Πρέβεζα, στη Λευκάδα και στην Κέρκυρα. Γύρω από την ξενότητα έκτισαν τη ζωή τους. Κατοίκησαν στην ξενιτιά και το ξένο τους κατοικεί. Είναι η κρυμμένη πλευρά της ταυτότητάς τους. Γι’ αυτό αναγνωρίζουν τον ξένο όπως τον εαυτό τους. Σκέφτομαι, λοιπόν, πως αναγνωρίζοντας τον ξένο μέσα μας, αποφεύγουμε να τον μισήσουμε.

Ο ξένος, που είναι σύμπτωμα το οποίο κατά κύριο λόγο καθιστά προβληματικό, κι ανέφικτο, το «εμείς», θα αποτελέσει τη βάση γι’ αυτούς τους ανθρώπους προκειμένου να καταστήσουν πιο ισχυρή τη συλλογικότητα και την κοινότητά τους.

Τους μιλώ για τη δική τους Παναγία, την Παναγία των Ξένων. Μοιάζουν να ξαφνιάζονται. Γιατί ζουν την ξενότητά τους τόσο φυσικά που δεν το πρόσεξαν. Γι’ αυτό εδώ συντηρούν την κλειστή τους κοινωνία με συνδετικό στοιχείο τη δική τους ξενότητα. Έτσι δεν γίνονται ρατσιστές. Αντιθέτως, εδώ βιώνεις την ουτοπία των ξένων, που είναι η συνάντηση, η φιλοξενία, ο στιγμιαίος κοσμοπολιτισμός, η γιορτή ως «το θαύμα της σάρκας και του πνεύματος». Και κυρίως η γιορτή ως ξόδεμα του περίσσιου, όπως η χαρτούρα στο χορό, που σώζει από τη βία της συσσώρευσης.  

Ο Βαγγέλης και ο Θόδωρος μου μιλούν για τον μύκητα που σκότωσε τον μεγάλο πλάτανο της κεντρικής πλατείας. Θρηνούν για την απώλεια. Μα πιο πολλή λυπούνται που οι άλλοι δεν συμμερίζονται τη λύπη τους. Τώρα ο κενός χώρος του πλάτανου καλύφθηκε με τραπεζοκαθίσματα κι ένα ψυγείο της Coca cola. Αλλά μπορεί να χάθηκε το δέντρο αλλά διασώζεται κάτι πιο σημαντικό, ο άνθρωπος και η ταυτότητά του. Εδώ  έχουμε συνεχείς αλλαγές ταυτοτήτων. Οι εδώ γηγενείς είναι ξένοι αλλού. Και μέσα απ’ αυτό το «καλειδοσκόπιο ταυτοτήτων» κανείς δεν πεθαίνει από μίσος, κανείς δεν περνάει τον άλλο για τρελό ή απατεώνα. Εδώ η δύναμη της τοπικότητας ισορροπεί με την ισχύ της οικουμενικότητας, η ξενότητα είναι ένα ένα ταξίδι «στην ξενότητα του άλλου» αλλά και σε αυτή που μας κατοικεί, ένα ταξίδι με πυξίδα την «ηθική του σεβασμού για το ασυμβίβαστο». Γιατί εδώ ο δικός μας και ο "άλλος" συγκατοικούν. Γιατί «το ξένο είναι μέσα μας, επομένως είμαστε όλοι ξένοι». Κι «Αν είμαι εγώ ξένος, τότε δεν υπάρχουν ξένοι»…

Ξημερώνει και η Παναγία των Ξένων γιορτάζει.

*Αύγουστος 2016. Κείμενο στο artinews με αφορμή μία επίσκεψη στο Συρράκο