Στην «Ανατολή» του Ξηντάρη
[ Θωμάς Κοροβίνης / Ελλάδα / 12.09.21 ]-στα δάχτυλα του Γιώργου Ξηντάρη-*
Κάτι αλλιώτικο με πιάνει κάθε φορά που σκαρφαλώνω το λιόγερμα με το πάσο μου στην ανεβασιά για την «Ανατολή» του Γιώργου Ξηντάρη. Αύγουστο μήνα, αν έχω την τύχη να βρεθώ στο νησί. Γιαβάσικο περπάτημα θέλουν οι Σκοπελίτικες ανηφοριές, μάτια ορθάνοιχτα και ψυχές, να μαθαίνεις και να ευφραίνεσαι απ’ τις ομορφιές, να αφήνεσαι στις εκπλήξεις τις αλλεπάλληλες, καλντερίμια, σοκάκια, ξέφωτα, μικρές πλατείες-ζωγραφιές, η λαϊκή αρχιτεκτονική να γειτονεύει αρμονικά με νεοκλασικά τετράπατα, όλα μαστορικά φτιαγμένα, το λευκό να ζευγαρώνει με το λουλακί και η ώχρα με το ροδί στα φρεσκαρισμένα ντουβάρια, κάπου κάπου κανένα καβγαδάκι ή κανένα σβουριχτό φιλί να ταράζει τη μονοτονία των τηλεοπτικών ειδήσεων, εκκλησιές και ναίδρια υψίστου κάλλους σκορπισμένα παντού στο συνοικισμό, -άσε πια το πανηγύρι της μπουκαμβίλιας και το όργιο της κάπαρης και του κρίταμου που σκαλώνει παντού στα βράχια-, κάποτε κι ανταμώματα με παλιοκαιρίσιες νησιώτισσες, καθισμένες στα κράσπεδα, σεπτά απομεινάρια από Παπαδιαμάντια κεντήματα. Πάντοτε μόνος να τραβάς τον ανήφορο, σκαλοπάτι σκαλοπάτι, πρώτη στάση στην εκκλησία της Παναγίτσας του Πύργου που ατενίζει βιγλατόρισσα το πέλαγο, ένα κεράκι στη Χάρη της, για πιστούς και απίστους, τσιγαράκι στον πέτρινο περίβολο με τη ματιά βυθισμένη στα βαθιά νερά πέρα προς την Αλόννησο. Γιατί μονάχος σου; Οι άλλοι θα έρθουν αργότερα, κι από άλλους δρόμους, καμιά ντουζίνα τουλάχιστον, το ραντεβού είναι κατά τις δέκα, καπαρωμένο το τραπέζι από νωρίς, στην ταβέρνα του Γιώργου, στην κορυφή, στο περίβλεπτο Κάστρο της χώρας. Πολυσύνθετες συντροφιές σηκώνει η ατμόσφαιρα μα όχι βαβουρτζίδικες, εξοχικός ναός του ρεμπέτικου είναι αυτός, απαιτεί την ανάλογη μυσταγωγία, ας μάθουμε επιτέλους να συζητάμε χαμηλόφωνα, και κυρίως να στήνουμε ευήκοον ους, μια τελετή είναι κάθε φορά η μουσική παράσταση, θέλξις καρδίας και ψυχής άκος. Πιάνω καρέκλα στην κορυφή του τραπεζιού για να’ χω πίσω μου τη θάλασσα –ώστε στρέφοντας την κεφαλή να οσμίζομαι την αρμύρα της και μπροστά μου τους μύστες οργανοπαίχτες. Έχοντας πάντοτε στο πλάι μου τους πιστούς μου φίλους, τον επιδέξιο Σκοπελίτη ξυλουργό και ζωγράφο Διαμαντή Κοσμά και τη ντάμα του, την πολύφερνη Κατερίνα τη Σαλονικιά. Κάποτε και την Αγγελική Λεμονή, παλιά μου φιλενάδα, ταλαντούχα ηθοποιό και τραγουδίστρια.
«Ανατολή»! Κοντεύω να φτάσω, κοντοστέκομαι σ’ ένα κατώφλι και συλλογιέμαι. Πως κάθε μέρα ζω με τον πόνο της Ανατολής, τα αλογάριαστα βάσανα, τη φτώχεια και τον κατατρεγμό των λαών της, με φταίξιμο τριπλό, της Δύσης που βάλθηκε να ρημάξει τη γη και τα πλούτη τους, τα σατραπικά καθεστώτα και τις θρησκευτικές σέχτες που τους ρουφούν το αίμα και την ψυχή, τους ίδιους τους ανθρώπους που δε βολεί, δεν έχουν βρει τον τρόπο ακόμη να ανατρέψουν αυτή την φαινομενικά μοιραία πορεία τους προς τον όλεθρο. «Ανατολή»! Δεν είναι ταβέρνα αυτή, λάθος! «Εδώ είναι το Ηρώδειο της Σκοπέλου» έχω πει απ’ την πρώτη φορά. Ο Ξηντάρης, σπάνιος αρχοντάνθρωπος, έχοντας φτάσει πια στην κορυφή της λαϊκής τέχνης που θεραπεύει απ’ τα παιδικάτα του, προικισμένος απ’ τη φύση του με το ιδιαίτερο χάρισμα, την καθηλωτική αυθεντικότητα που απαιτεί η ποιότητα του «λαϊκού αστικού» τραγουδιού μας, κυριολεκτικά ένας ταμένος των μακαμιών. Ακολουθεί, κι από ένστικτο και συνειδητά, την μακραίωνη παράδοση των ομηρικών ραψωδών, των μεσαιωνικών τροβαδούρων, των ασίκηδων της Ανατολίας, των λιμανίσιων ρεμπέτηδων. Με το καθήκον του δασκάλου ψηλά, μεταλαμπαδεύει τις πολύτιμες γνωστικές εμπειρίες του στους νεότερους, μπουζουξήδες και ερμηνευτές, που κι αυτοί, -είναι γραμμένο στο μέτωπό τους-, με τη σειρά τους θ’ αξιωθούν να γίνουν δάσκαλοι και κηπουροί των καινούριων φιντανιών στο μέλλον. Για να μη σβήσει η ιστορία του ρεμπέτικου ποτέ. Που δε θα σβήσει, αυτό ειν’ το πεπρωμένο του. Γιατί το τραγούδι αυτό είναι ένα έρωτας αλλιώτικος, που όποιος λαβωθεί απ’ τα βέλη του δε βρίσκει γιατριά πουθενά μα πουθενά αλλού. Το ζήσαμε και με τους παλιούς. Είτε έκαναν οικογένεια, είτε άλλαζαν ταίρι, είτε μπερδεύτηκαν με άλλες δουλειές, ο έρωτάς τους για το ρεμπέτικο τούς είχε σφραγίσει με την -ηδονική για τους ίδιους, ευεργετική για μας- αναπόφευκτη καταδίκη τους σε ισόβια δεσμά. Όπως και το δημοτικό τραγούδι, έτσι και το ρεμπέτικο, αγγίζει τον άνθρωπο στα μύχια. Γεννήθηκε στους λαϊκούς μαχαλάδες της περιλάλητης Σμύρνης, για να λατρευτεί στους αρσανάδες και τα καλντερίμια της Σύρας, από κει στις προσφυγικές παραγκουπόλεις του Πειραιά, στους συνοικισμούς της Σαλονίκης, σ’ όλες τις περιφερειακές πόλεις, τα νησιά και τα νησάκια μας, κι αργότερα και την ύπαιθρο.
Η Ανατολή γεννιέται κάθε αυγή και λούζει με τα φώτα της το Κάστρο. Νοερά ταξιδεύει κανείς μέσα απ’ τα νησιά και τα κύματα του Αρχιπελάγους μέχρι το Αγιονόρος, τον Αι Στράτη, τη Σαμοθράκη και την Τένεδο, τα κάστρα του Τσανάκκαλε, την Τροία και τα αιγαιακά παράλια της Τουρκίας. Απ’ την «Ανατολή» της Σκοπέλου στην Ανατολή του κόσμου.
Ο Ξηντάρης μας ξεναγεί σ’ όλους τους δρόμους του ρεμπέτικου : οργανικά χασάπικα, ταξίμια και ταξιμάκια, μανεδάκια, τα δοξαστικά ζεϊμπέκικα, αυτούς τους απέθαντους ύμνους που χορεύονται σαν φόρος τιμής στην αδιαπέραστη αντρική μοναξιά, τα λάγνα τσιφτετελάκια, τα προοίμια της ερωτικής παραφοράς.
Φόρος τιμής στα νιάτα! Ο Θοδωρής Ξηντάρης! Ο Αντώνης Ξηντάρης! Οι γιοί του. Αγόρια λαμπρά! Ωραίοι τεχνίτες! Όλους τους θαμώνες μας ενθουσιάζει η παρουσία τους. Από τέτοια παιδιά έχω να πιαστώ, απ’ αυτούς που θα φυλάξουν την τιμή του λαϊκού τραγουδιού μας, τώρα που οι στυγνοί γραφειοκράτες και οι μαριονέτες του γιαπισμού –αλλά και σεβαστό κομμάτι του λαού μας που δυστυχώς όλο και ενδίδει στην αλλοτρίωση της ταυτότητάς του- έχουν βαλθεί να μας αποκόψουν απ’ την παράδοση που μας έδωσε πνοή, έθρεψε τα νιάτα μας και κράτησε την ψυχή μας ζεστή!
* Ένα αδημοσίευτο ιδιαίτερο κείμενό μου από τη νέα συλλογή αφηγημάτων μου που θα κυκλοφορήσει στα τέλη της χρονιάς από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ με τίτλο "ΘΕΣΑΛΟΝΙΚΗ - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ- ΑΝΑΤΟΛΗ".
Πρόκειται για μια ανθρωπογεωγραφική περιδιάβαση στους τόπους που ορίζουν τη μυθολογία μου.