Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Βιβλίο / 26.04.22 ]Με μια επιστολική ωδή σε μια μητέρα που δεν ξέρει να διαβάζει, ένα υβρίδιο συμβατικής αφήγησης και λυρικού δοκίμιου, με μη γραμμική, κατακερματισμένη αφήγηση, ο Ocean Vuong εξερευνά την εμπειρία του αφηγητή του από την φυγή της οικογένειάς του από το Βιετνάμ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πρώτη εισβολή του στη μυθοπλασία είναι ποιητική με την βαθύτερη έννοια - όχι μόνο στο επίπεδο της γλώσσας, αλλά και στη δομή. «Σου γράφω σε μια προσπάθεια να σε πλησιάσω... μέσα από ένα σώμα που ήταν δικό σου», γράφει στη μητέρα του, «που σημαίνει, γράφω ως γιος».
Η οικογένεια του Ocean Vuong εκδιώχθηκε από το Βιετνάμ όταν ήταν βρέφος, ως αποτέλεσμα του καθεστώτος που ανακάλεσε την άδεια της μητέρας του να εργαστεί λόγω της μικτής φυλετικής καταγωγής της (ήταν κόρη μιας Βιετναμέζας και ενός Αμερικανού που γνωρίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ στη δεκαετία του 1960). Μετά από σχεδόν δύο χρόνια σε ένα στρατόπεδο προσφύγων στις Φιλιππίνες, τους χορηγήθηκε άσυλο στις Ηνωμένες Πολιτείες, κι έφτασαν στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ, την πόλη του Mark Twain και του Wallace Stevens, όταν ο συγγραφέας ήταν δύο ετών. Ο αφηγητής του που λέγεται «μικρός σκύλος» -ψευδώνυμο που του έδωσε η γιαγιά του-, μεγαλώνει εκεί με την μητέρα και τη γιαγιά του τη δεκαετία του 1990.
Ο Vuong παρέχει μια σαφή απεικόνιση του αντίκτυπου που μπορεί να έχει ο πόλεμος στη ζωή των ανθρώπων καθώς ο αφηγητής ανακαλύπτει ότι η κακοποίηση που αντιμετώπισε κατά την παιδική του ηλικία δεν προήλθε από έλλειψη αγάπης, αλλά από το τραύμα του πολέμου. Αναφέρεται στην εμπειρία των μεταναστών, στον ρατσισμό, στην queer ταυτότητα, στα ναρκωτικά, στην ψυχική νόσο, στην οικογένεια, στη μνήμη, στη φτώχεια, στις τραυματικές επιπτώσεις του πολέμου και κυρίως στην αναζήτηση ταυτότητας. Σε μια συνέντευξή του γράφει ότι είναι ένα μυθιστόρημα για την αποτυχία - την αποτυχία της επικοινωνίας, την αποτυχία της γλώσσας, την αποτυχία του αμερικανικού ονείρου, την αποτυχία του "ιδανικού" της αρρενωπότητας.
Ο αφηγητής επιθυμεί να καταλάβει τις εμπειρίες της μητέρας του, τις εμπειρίες της γιαγιάς του, και τη ζωή του. Η ιστορία του περιγράφει λεπτομερώς την εμπειρία ενός γκέι, βιετναμεζο-αμερικανού εφήβου που ήρθε στην Αμερική χωρίς να γνωρίζει αγγλικά και προσπαθεί να καταλάβει τον εαυτό του και την οικογένειά του. Είναι μια ιστορία ενηλικίωσης καθώς και μια πολιτική ιστορία που παραπέμπει στη δυσκολία να είσαι ένας μη λευκός πρόσφυγας στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην απόγνωση που προκαλείται από τη φτώχεια και στην ανάγκη να διεκδικήσει μια ομοφυλοφιλική σεξουαλικότητα σε μια τιμωρητική ετεροκανονική κουλτούρα.
Η μητέρα του δεν έμαθε ποτέ να διαβάζει, επειδή ένας αεροπορικός βομβαρδισμός κατέστρεψε το σχολείο της όταν ήταν 5 ετών. Ωστόσο, δεν ξεχνάει τον πόλεμο. Ο γιος της θυμάται μια στιγμή, όταν την είχε τρομάξει παιχνιδιάρικα φωνάζοντας «Μπουμ», κι εκείνη άρχισε να ουρλιάζει. Είναι βίαιη παρότι τον αγαπά. Ακόμα και το όνομα του γιου της είναι μια πράξη αγάπης τυλιγμένη σε σκληρό περιτύλιγμα (για να τον προστατεύσουν από τη ζηλότυπη οργή των κακών πνευμάτων, τον ονόμασαν «μικρό σκυλί»). Αφού έφυγε από το Βιετνάμ ως μικρό παιδί, ο αφηγητής, που ταυτίζεται με τον συγγραφέα, δεν έχει άλλη επιλογή από το να γίνει η φωνή της οικογένειάς του, μαθαίνοντας αγγλικά στο σχολείο, ενώ η μητέρα του εργάζεται σε σαλόνι νυχιών: «Οι παλάμες σου είναι ροζιασμένες από τη δουλειά, Μισώ και λατρεύω τα τσακισμένα σου χέρια», γράφει.
Από μικρή ηλικία, ως το μόνο αγγλόφωνο μέλος της οικογένειάς του, φέρει την ευθύνη να γνωστοποιεί τις ανάγκες της μητέρας του στον κόσμο, να την εκπροσωπεί: «Έτσι ξεκίνησα την καριέρα μου ως επίσημος διερμηνέας της οικογένειάς μας. Από τότε, θα γέμιζα τα κενά μας, τις σιωπές μας, τα τραύματα, όποτε μπορούσα... Φόρεσα τα αγγλικά μου, σαν μάσκα, έτσι ώστε οι άλλοι να βλέπουν το πρόσωπό μου και επομένως το δικό σας». Το μικρό σκυλί, η μητέρα του η Rose και η γιαγιά του παλεύουν με τους δικούς τους τρόπους με τη γλώσσα και τη μνήμη. Η σχέση τους χαρακτηρίζεται από την απουσία γλώσσας, από την αδυναμία έκφρασης αν και οι γυναίκες αφηγούνται ιστορίες στα βιετναμέζικα. Το γράμμα δίνει φωνή σε όλους. Ο συγγραφέας βάζει εδώ όλη την πληγή, την ευτυχία, τις αναμνήσεις και εμπειρίες, την αυτοανακάλυψή του, τη συμφιλίωσή του με το παρελθόν.
Όταν συναντά τον Trevor, κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη, βλέποντας για πρώτη φορά ένα σώμα που μπορεί να αγαπήσει. Πρόκειται για ένα έργο που έχει πολλά να πει για την αγάπη, της μάνας, της γιαγιάς, των αγοριών. Παράλληλα έχει να κάνει με τη βία στον πόλεμο και στο σπίτι στο Κονέκτικατ. Η μητέρα και η γιαγιά του στοιχειώνονται από τις εμπειρίες τους κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, από τον ψυχικό πόνο και την μετανάστευση αλλά ο αφηγητής δεν δέχεται τη βία: «Όλο τούτο τον καιρό έλεγα στον εαυτό μου ότι γεννηθήκαμε από τον πόλεμο- όμως έκανα λάθος. Γεννηθήκαμε από την ομορφιά».
Προς το τέλος του έργου ο Vuong οραματίζεται συγκινητικά τη μητέρα του σε μια άλλη ζωή: «Ίσως να είσαι κορίτσι και ίσως το όνομά σου να είναι και πάλι Rose», γράφει, «και να έχεις ένα δωμάτιο γεμάτο βιβλία με γονείς που θα σου διαβάζουν παραμύθια για να κοιμηθείς, σε μια χώρα που ο πόλεμος δεν έχει αγγίξει. Ίσως τότε, σε εκείνη τη ζωή και σ’ αυτό το μέλλον, να βρεις αυτό το βιβλίο και να μάθεις τι μας συνέβη. Και να με θυμηθείς. Ίσως.»
Το πρώτο μυθιστόρημα του Ocean Vuong, είναι τόσο υποβλητικό όσο και ο τίτλος του, μια οδυνηρή αλλά και αισιόδοξη ιστορία για την επιβίωση μετά το τραύμα που μετατρέπει το προσωπικό σε πολιτικό και διερευνά την ικανότητα των ιστοριών να θεραπεύουν τραύματα γενεών. Ο μυθιστοριογράφος Max Porter χαρακτήρισε το έργο «εντυπωσιακά όμορφο», παρατηρώντας ότι «φαίνεται προφανές τώρα ότι ένας γκέι νέος ποιητής που γεννήθηκε στη Saigon θα έγραφε το μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα».
Μέσα από την αυτοβιογραφία του ο Vuong καταλήγει στην συμφιλίωση και την αποδοχή. «Ένα από τα πράγματα που έμαθα ως γιος, ίσως και ως συγγραφέας, είναι ότι η αγάπη αφορά την αποδοχή» είπε σε συνέντευξή του.
«Πρέπει να αποδεχτείτε τους ανθρώπους με όλες τις ατέλειές τους, όλες τις χαρές τους, την ομορφιά τους. Δεν μπορούμε να είμαστε επιλεκτικοί. Η αγάπη απαιτεί το θάρρος να αποδεχτούμε τις αποτυχίες και τα ελαττώματα τόσο των ανθρώπων που νοιαζόμαστε όσο και των εαυτών μας.»