Περιττές συζητήσεις για τη γλώσσα και τη λογοτεχνία
[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 07.05.18 ]Στον «Αισώπου βίο» υπάρχει ένα επεισόδιο όπου ο έξυπνος δούλος, ακολουθώντας την παράδοση των σοφιστών, διασκεδάζει με το να δείχνει ότι η γλώσσα είναι το καλύτερο πράγμα του κόσμου, πηγή σοφίας, ομορφιάς, καλών πράξεων, ύστερα να αποδείξει ότι είναι το χειρότερο πράγμα του κόσμου, πηγή ψεύδους, κακίας και συκοφαντιών∙ σήμερα μπορούμε να διασκεδάσουμε με το να αποδείξουμε ότι η γλώσσα είναι τα πάντα και δεν είναι τίποτε ή σχεδόν τίποτε. Ο λόγος, πριν από τις απορίες της γενικής γλωσσολογίας και τις δυσκολίες στις οποίες εμπλέκονται οι συζητήσεις πάνω στη φύση και την πεμπτουσία της γλώσσας, είναι ότι η χρήση της γλώσσας (που μιλάμε ή γράφουμε ή ακόμη μόνο σκεπτόμαστε) ενώνεται στενά με μεγάλο μέρος των εξειδικευμένων ανθρώπινων δραστηριοτήτων και εκδηλώσεων. Είναι λάθος να περιλαμβάνουμε στη γλώσσα τις φωνητικές εκφράσεις (δεν είναι ακόμη λέξεις) ευχαρίστησης και πόνου που αναδίδουν και οι άνθρωποι και τα ζώα: αν δεν επιθυμούμε να καταστήσουμε τον όρο ακόμη πιο γενικό από αυτό που δεν είναι, είναι σημαντικό ν’ αρχίσουμε να μιλάμε για γλώσσα μόνον από τότε που επιχειρούμε μια διάκριση ανάμεσα σε αρθρωμένο σημείο και έννοια∙ αλλά, η δραστηριότητα της γλώσσας ανοίγεται σαν μια τεράστια βεντάλια, που αρχίζει από μια στοιχειώδη ψυχοφυσιολογική κατάσταση ως την πιο αφηρημένη σκέψη, που τείνει να απελευθερωθεί από τη γλώσσα ως σημείο. Σ’ αυτή την βεντάλια εκείνο που αλλάζει, από την ενστικτώδη ώθηση ως την πιο ραφινάτη λογική, είναι πολύ περισσότερο και πολύ πιο σημαντικό από αυτό που παραμένει σταθερό∙ και αυτό που είναι μεταβλητό, αλλάζει λόγω πολλών παραγόντων, από τις κλιματικές συνθήκες ως την κοινωνική οργάνωση: μπροστά σ’ αυτές τις προφανείς σκέψεις σε τι χρησιμεύει ν’ αναζητάμε φόρμουλες όπως τη γλώσσα-έμπνευση ή τη γλώσσα-επικοινωνία; Δεν χρησιμεύει να μιλάμε για τη φύση της γλώσσας ανεξάρτητα από την ψυχολογική και κοινωνική της λειτουργία. Κι όχι μόνο δεν χρησιμεύει, αλλά δημιουργεί βλαβερές ψευδαισθήσεις το να υπερεκτιμούμε την επιρροή του γλωσσικού παράγοντα: δεν μπορούμε ν’ αρνηθούνε ότι η χρήση της γλώσσας μπορεί να επιταχύνει την ανάπτυξη ορισμένων ψυχικών και πνευματικών ιδιοτήτων, ούτε ότι οι γλωσσικές συνθήκες μπορούν να επιταχύνουν ή να επιβραδύνουν ορισμένες πολιτικές ή κοινωνικές διαδικασίες∙ αλλά αυτή η επιρροή είναι ελάχιστη μπροστά στην πληθώρα των λειτουργιών και των μεταλλάξεων που καθορίζονται στη γλώσσα από την ανάπτυξη της σκέψης και την κοινωνική οργάνωση: η παρουσία της γλώσσας είναι ευρεία, αλλά τόσο ευρεία όσο και τόσο λίγο καθοριστική.
Σκέψεις όπως αυτές για τη γλώσσα, μου έρχονται στο νου και για τη λογοτεχνία.
Υπάρχουν εκείνοι που απαιτούν από τη λογοτεχνία μια «άποψη για τον κόσμο» ή ένα ηθικό μήνυμα∙ υπάρχουν εκείνοι που απαιτούν ένα μήνυμα, όχι ανοιχτά προπαγανδιστικό, όχι «ρητορικό», αλλά σιωπηρό ή «λυρικό»∙ υπάρχουν εκείνοι που ζητούν από τη λογοτεχνία την πιστή απεικόνιση, και άλλοι την ερμηνεία της κοινωνικής πραγματικότητας∙ άλλοι αναζητούν στη λογοτεχνία τα σύμβολα της αλήθειας, άλλοι την φανταστική μεταμόρφωση που οδηγεί στην ενατένιση, άλλοι πάλι λίγη ώρα διασκέδασης. Και για τη λογοτεχνία όμως θα ήταν σημαντικό να αντιλαμβάνεται, πάνω απ’ όλα, την πολυπλοκότητα των λειτουργιών της, από τη μαγική φόρμουλα που δημιουργεί ή μεταβάλλει την πραγματικότητα ως την επιφανειακή, της διασκέδασης, από εκείνη που αναλύει τον κόσμο ως εκείνη που μας οδηγεί στο όνειρο, από την σχεδόν ενστικτώδη διαφυγή στην πιο ήρεμη ενατένιση: να αντιλαμβάνεται και να ελαττώνει όσο το δυνατόν την γενική αισθητική (που από τους αυστηρούς κριτικούς πάντα αξιολογήθηκε ελάχιστα). Στην αξιολόγησή του ο κριτικός θα προβάλει τις δικές του καλλιτεχνικές και ηθικές προτιμήσεις∙ αλλά, σχετικά με τα καλλιτεχνικά του γούστα, θα είναι μάταιο να απαιτούμε το απόλυτο: αν κάτι κοινό μένει στις πολλαπλές λειτουργίες της λογοτεχνίας, είναι η ευχαρίστηση που προέρχεται από τις παραστάσεις και τους ήχους, κι αυτή η ευχαρίστηση είναι σχετική όπως οι άλλες, δεν είναι αδιάφορη ούτε παγκόσμια, όπως αποδεικνύει η ιστορία και η καθημερινή πραγματικότητα.
Αν δηλώσουμε μία από τις τόσες λειτουργίες της λογοτεχνίας ως τη μοναδική άξια λόγου, θα μας οδηγούσε στο να περιορίσουμε την αποτελεσματικότητα της ίδιας της λογοτεχνίας. Αν η λογοτεχνία είχε μέχρι τώρα (το σήμερα και το αύριο είναι αβέβαια) υψηλότερη διάδοση και αποτελεσματικότητα από τις άλλες τέχνες, αυτό οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι η λογοτεχνία μπορεί να σε διασκεδάσει όπως μπορεί να σε κάνει να σκεφτείς, μπορεί να είναι ενστικτώδης ή συναρπαστική όπως μπορεί να είναι αυστηρά λογική. Επειδή δεν αναγγέλλει για τον εαυτό της ούτε τα ένστικτα ούτε τη φιλοσοφία, είναι ακόμη η τέχνη που μπορεί καλύτερα να εκφράζει τον άνθρωπο στην πολυμορφία του και στην ατομικότητά του. Μπορεί να το κάνει και ο κινηματογράφος αλλά χρησιμοποιώντας, ακριβώς, τη θεατρική συνιστώσα του, δηλαδή τη λογοτεχνία.
*Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ