Ούτε που κατάλαβες πως έγινες φασίστας

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 01.03.19 ]

Αναζητούν εναγωνίως τις ρίζες τους για να αγκυρώσουν στον καιρό των μεγάλων ανέμων της Ιστορίας. Θέλουν μία αναφορά για να κρατηθούν. Παντού το ίδιο. Το εκκρεμές από τον πόλο του ισοπεδωτικού παγκοσμιοποιημένου κοσμοπολιτισμού κινείται με ταχύτητα προς τις ρίζες, στην ταυτότητα, σ’ αυτό που θα επιτρέπει στους ανθρώπους «να είναι», να είναι «Εγώ» και «Εμείς», συλλογικότητες μέσα στις οποίες θα βρίσκει ο καθένας τον εαυτό του. Κι έτσι χαμένοι στο χάος, μιλούν για πατρίδα. Πιστεύουν βαθιά. Μισούν μέχρι θανάτου. Το αίμα τούς τρελαίνει. Και ούτε που κατάλαβαν πως έγιναν φασίστες.

Η αγωνία τους όταν πιέζεται, διολισθαίνει σε επικίνδυνες εντάσεις. Η αλήθεια της ανάγκης και η αλήθεια της επιστημοσύνης συγκρούονται σαν οψιδιανοί λίθοι. Τους βλέπω και ξαναθυμάμαι τη φιλόσοφο Σιμόν Βέιλ, τη φιλόσοφο που πέθανε μόλις στα 33 της χρόνια, το 1943. Αυτή που σταμάτησε την από καθέδρας διδασκαλία της και πήγε δύο χρόνια ως απλή εργάτρια στα μεγάλα εργοστάσια για να γνωρίσει στο πετσί της την κατάσταση της εργατικής τάξης. Για την Βέιλ, ο σεβασμός προς τον άλλον, προς τον άνθρωπο είναι η μόνη υποχρέωση. Κι αυτή πληρούται όταν ο σεβασμός είναι πραγματικός και όχι υπερβατικός. Και ο πραγματικός σεβασμός είναι αυτός που καλύπτει τις γήινες ανάγκες του ανθρώπου, που είναι φυσικές(τροφή, στέγη, ζεστασιά κ.ά.), αλλά και αυτός που ικανοποιεί τις ανάγκες ψυχής.

Το ρίζωμα, έλεγε η Βέιλ, είναι η πιο σπουδαία και η πιο παραγνωρισμένη ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής. Γιατί ο άνθρωπος έχει μία ρίζα από την πραγματική, ενεργητική και φυσική συμμετοχή του στην ύπαρξη μιας συλλογικότητας, η οποία κρατάει ζωντανούς κάποιους θησαυρούς του παρελθόντος και κάποια προαισθήματα του μέλλοντος. Η συλλογικότητα έχει τις ρίζες της στο παρελθόν και συνιστά το μοναδικό όργανο διατήρησης των πνευματικών θησαυρών που συγκέντρωσαν οι νεκροί μας, το μοναδικό όργανο μέσω του οποίου οι νεκροί μπορούν να μιλήσουν στους ζωντανούς. Αλλά μερικές συλλογικότητες αντί να προσφέρουν τροφή, κανιβαλίζουν τις ψυχές. Είναι οι συλλογικότητες που μιλούν για άμεση συνέχεια από την αρχαιότητα, για καθαρότητα της φυλής, για «πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια». Είναι οι φασιστικές, οι ρατσιστικές και οι νεοναζί οργανώσεις, που ζουν από το μίσος και ό,τι συνιστά τον πολιτισμό του «φόνου του άλλου ανθρώπου».

Σε μια τέτοια συλλογικότητα ανήκει και το παχύδερμο με το βοδινό σβέρκο που κραύγαζε στο δρόμο της Πτολεμαΐδας. Τον ακούω καθημερινά. Οι λέξεις του είναι από χολή και βία, από μίσος και αίμα. Είναι το νεολαμόγιο της πατριδοκαπηλίας με στοιχεία φαιάς αλαζονείας, ο εγελιανός φασίστας, ό,τι αναπτύσσεται και σαπίζει επί τόπου.

 Φοβάμαι πως η άλλη πλευρά, αυτή που ελαύνει από το πιο ουμανιστικό παρελθόν της ανθρωπότητας, είναι εντελώς αδύναμη μπροστά στην τοξικότητα της σάπιας κοιλιάς, είναι ανίσχυρη για να μεταδώσει το μήνυμα της άλλης οικουμενικότητας, της νέας ευαισθησίας και του ανθρωπισμού. Αλλά να, το τραγούδι των «παλιών», της Βάσως και του Θωμά, να ο υπέροχος λόγος νέων κοριτσιών και αγοριών, που πολιορκούν την «ύβρι» και την απανθρωπιά, που μιλούν για μία ζωή που θα είναι πραγματικό δώρο για όλους, χωρίς πολέμους και σφαγές, χωρίς φτώχεια και όπου όλοι θα μπορούν να θαυμάζουν την ομορφιά, όχι ως αφαίρεση αλλά ως κατοικούσα στα πράγματα και τους ανθρώπους. Εδώ νιώθεις ότι η ελπίδα είναι αληθινή, ότι η ελπίδα μπορεί να ανθίσει στις ρωγμές της βαρβαρότητας.