Οι παρελάσεις...

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 25.03.21 ]

 "Καὶ ἔτσι ὅπως τὸν ἔβλεπα νὰ κάθεται πάνω στὴν καρέκλα, θυμήθηκα, δὲν ξέρω τὸ γιατί, τὶς παρελάσεις ποὺ μὲ πήγαινε ὁ παππούς μου· «γιὰ νὰ μαθαίνεις», ἔλεγε, «γιὰ νὰ μαθαίνεις τὴν ἱστορία μας, τὸ ἔνδοξο ᾿21 καὶ τοὺς Μακεδονομάχους, καὶ τὸν πόλεμο τοῦ ᾿40 καὶ τὴν Ἀντίσταση καὶ τὴν Κύπρο.» Κι ὁ παπποὺς ὅλο καμάρι μὲ τὴν πλαστικὴ σημαιούλα στὸ χέρι· ἐγὼ πεισματικὰ ἀρνιόμουνα νὰ τὴν κρατήσω· δάκρυζε ὅταν περνοῦσαν οἱ ἀνάπηροι πολέμου μὲ τὰ καροτσάκια ποὺ τὰ ἔσερναν ἐκεῖνες οἱ νοσοκόμες μὲ τὰ λευκὰ σὰν γλάρους καπέλα ποὺ νόμιζες πὼς ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ θὰ ἀπογειώνονταν στὸν οὐρανό. «Δές τους ἀγόρι μου πόσο περήφανοι εἶναι, χειροκρότησε κι ἐσὺ ὅπως ὅλος ὁ κόσμος, κάτσε προσοχὴ γιὰ τοὺς νεκρούς μας», ἔλεγε ὁ παππούς, ἀλλὰ ἐγὼ ἔπαιζα μὲ τὸ γιογιὸ ποὺ μοῦ εἶχε ἀγοράσει ἐκεῖνος καὶ μὲ τὸ μαλλὶ τῆς γριᾶς (γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε πήγαινα μαζί του στὶς παρελάσεις) καὶ ὑπολόγιζα τὰ κομμένα πόδια καὶ τὰ ἀκρωτηριασμένα χέρια ὅλων αὐτῶν ποὺ πολέμησαν, ἂν φτιάχναμε, λέει, μ᾿ αὐτὰ ἕνα σκοινί, πόσο μακριὰ θὰ ἔφτανε - αὐτὸ μᾶς τὸ ρώτησε κάποτε ἡ δασκάλα στὸ σχολειὸ· καὶ πίστευα πὼς δυὸ φορὲς θὰ κάνανε τὸ γύρο τῆς γῆς, μπορεῖ καὶ παραπάνω, ποιὸς ξέρει. Καὶ σκεφτόμουνα… ἄν, λέω, ἄν, κάποια στιγμὴ καθιερωθοῦν παρελάσεις καὶ παράτες γιὰ ἀνθρώπους σὰν τὸν Ἀθάνατο καὶ γιὰ ὅλους τοὺς Ἀθάνατους τοῦ κόσμου, ποὺ ζοῦνε - χωρὶς μπατζάκια ἢ μανίκια - σὲ σοφίτες καὶ σὲ χαρτόκουτα, σὲ ἄσυλα καὶ σὲ στοές, κυνηγημένοι καὶ ἐξόριστοι ἀπὸ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους, γιατὶ πολέμησαν καὶ ἔπεσαν ὑπὲρ χρημάτων καὶ βωμῶν. Γι᾿ αὐτὸ μισοῦσα ἀπὸ μικρὸς τὶς παρελάσεις καὶ τὶς σημαῖες. Γι᾿ αὐτό."

(West side story, Σπουδή στὸ κίτρινο, Τὸ Ροδακιὸ, 2018)