Οι «κανονικοί-φυσιολογικοί» και οι άλλοι

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 04.03.21 ]

«Είσαι κανονικός;» Το νόημα που προκύπτει σε μία ερώτηση σαν κι αυτήν και οι συνειρμοί που προκαλούνται από την αντίθεσή του, το παθολογικό: νοσηρό, αποκλίνον, επικίνδυνο, παραπέμπουν σε σχέσεις εξουσίας που περιέχουν συστήματα αντικειμενικής φυσικότητας. Η επίκληση στην κανονικότητα λειτουργεί στην πραγματικότητα προς όφελος του αντίθετου: στην εγκαθίδρυση της ισχύος του κράτους διακρίσεων, το οποίο αποφασίζει ποιος ανήκει και ποιος δεν ανήκει στην τάξη αυτών που έχουν το δικαίωμα να βρίσκονται εδώ, στη δύναμη, εν ολίγοις, να χορηγεί και να αφαιρεί ταυτότητες, να διαλύει ζωές.

Η ανθρώπινη επιθυμία βρίσκεται σε σταθερό διάλογο με την εξουσία αφού κάποιες φορές εκπορεύεται μέσα από τις κανονικότητες, που αφορούν τη σεξουαλικότητα, το φύλο, την κοινωνική και εθνολογική ταυτότητα. Ο ίδιος ο καπιταλισμός στηρίζει τη λειτουργία του στην απονέκρωση των πραγματικών μας επιθυμιών για χάρη της οποιασδήποτε μορφής παραγωγής -οικονομικής, κοινωνικής αλλά και σεξουαλικής. Αυτή η δύναμη έχει το επακόλουθό της: την ισχύ να εξαναγκάζει τα άτομα να είναι αναγνωρίσιμα ανά πάσα στιγμή, να βρίσκονται εντός ενός πανοπτικού ορατού από το κράτος. Οι αποκλεισμοί είναι σύμφυτοι με την ίδια τη δομή του πολιτικού σώματος. Αυτοί και αυτές που αποκλείονται είναι όσες δεν χωρούν στον στρέιτ, λευκό, ανδρικό χαρακτήρα του. Όταν αυτή η ένταξη με τους όρους των άλλων δεν είναι πια υποφερτή, οι παραπάνω μετακινούνται σε άλλες πόλεις και χώρες προκειμένου να βρουν δομές πιο φιλικές στην υποκειμενική τους λειτουργία. Ωστόσο, η υπεράσπιση των έμφυλων ταυτοτήτων και η αναγνώριση των υποκειμένων που διεκδικούν δικαιώματα που απορρέουν από αυτές τις ταυτότητες δεν αποτελεί μέρος «ενός ατομικιστικού και νεοφιλελεύθερου πολιτικού λόγου που ακυρώνει ή υπονομεύει ταξικές πολιτικές και κοινωνικές διεκδικήσεις», όπως φρονούν κάποιες πολιτικές παρατάξεις με αριστερό πρόσημο, και δεν ανήκουν αποκλειστικά στη σφαίρα της ατομικότητας αλλά διαθέτουν σημαντική πολιτική διάσταση. Η πολιτικοποίηση αυτών των ζητημάτων αποτελεί διαρκές ζητούμενο.

O προβληματισμός γύρω από τις έννοιες του φυσιολογικού, του κανονικού, της συμμόρφωσης, της απόκλισης, της παραβατικότητας-εγκληματικότητας, της ψυχικής υγείας και αρρώστιας, σημείο συνάντησης ανάμεσα σε επιμέρους επιστημονικά πεδία (κοινωνιολογία, φιλοσοφία, ψυχολογία, ψυχανάλυση, ψυχιατρική-αντιψυχιατρική, εγκληματολογία, παιδαγωγική...) και στα κινήματα κοινωνικής κριτικής του 20ου αιώνα, είναι πολύ σημαντικός. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο λόγος περί φυσιολογικότητας, κανονικότητας και παρέκκλισης είναι ο κατά εποχή και περιοχή κυρίαρχος λόγος, δηλαδή ο λόγος της εξουσίας. H διάκριση ανάμεσα στο δέον και το μη δέον, το επιτρεπόμενο και το μη επιτρεπόμενο, το υγιές και το μη υγιές είναι ισχυρότατο εργαλείο κοινωνικού ελέγχου: αντικατοπτρίζει, επεκτείνει και εξειδικεύει την εκάστοτε θεμελιώδη σχέση κυριαρχίας. Eφόσον λοιπόν ο κυρίαρχος λόγος ορίζει κάθε φορά την έννοια του φυσιολογικού, τα όσα λέγονται για την ανεκτικότητα τις πιο πολλές φορές συσκοτίζουν την ουσία που προσδιορίζεται από το τρίπτυχο: ταξικότητα-επιβολή/εξουσία-ιδεολογική κυριαρχία. Η ταυτότητά μας σχηματίζεται από κυρίαρχες κοινωνικές κατασκευές. Ωστόσο, κάθε άτομο είναι διαφορετικό.

Η Μπάτλερ καταφάσκει, μαζί με τον Φουκώ, τη ριζική αμφισημία του υποκειμένου η οποία προκύπτει από το γεγονός ότι, αφενός, το ίδιο το υποκείμενο είναι το προϊόν εξουσίας που επιδρά πάνω του, αλλά, αφετέρου, η εξουσία αυτή μπορεί να δρα μόνο εάν τα υποκείμενα την ενσωματώνουν και την αναπαράγουν. Η Μπάτλερ, μέσω της γραφής της, μας προτρέπει να κάνουμε ένα βήμα πιο πέρα από την κατανόηση αυτής της αμφισημίας, ωθώντας μας να εντοπίσουμε τις ρωγμές αυτού του κλειστού αναπαραγόμενου σχήματος, οι οποίες μπορούν να επιτρέψουν την ανάδυση ενός ανα-στοχαστικού υποκειμένου (Η ψυχική ζωή της εξουσίας. Θεωρίες καθυπόταξης).

Η συζήτηση για κανονικότητες αρχίζει πίσω από τα δράματα και τις χαρές που παίζονται στους κλειστούς τοίχους των σπιτιών μας. Τι ρόλο παίζει η οικογένεια στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία; Κατ’ επέκταση: πόσο συντηρητικοί είμαστε ή, αντίστοιχα, πόσο έτοιμοι να δεχτούμε τη διαφορετικότητα; Ο Maurice Godelier, ένας από τους κορυφαίους επικεφαλής του τομέα της γαλλικής ανθρωπολογίας με τη δουλειά του («μεταμορφώσεις της συγγένειας»), έχει δείξει ότι η οικογένεια δεν ήταν, αντίθετα με τη δημοφιλή πεποίθηση, το θεμέλιο οποιουδήποτε κοινωνικού συστήματος. Επισημαίνει ότι ποτέ και πουθενά οι σχέσεις συγγένειας και οικογένειας δεν ήταν οι βάσεις της ανθρώπινης κοινωνίας. Είναι το πολιτικο-θρησκευτικό που κάνει την κοινωνία και όχι η οικογένεια. Και είναι αλήθεια ότι η ελληνική οικογένεια είναι βαθύτατα συντηρητική και απαίδευτη.

 Ο αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών και εταίρος του Κολεγίου St Cross στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Δημήτρης Παπανικολάου, αναφέρεται στα υπόγεια ρεύματα που διατρέχουν την κοινωνία μας στο τελευταίο του βιβλίο «Κάτι τρέχει με την οικογένεια/έθνος, πόθος και συγγένεια στην εποχή της κρίσης» (εκδ. Πατάκη). Γι αυτόν η ελληνική οικογένεια θεωρείται “αγία” με τις συνδηλώσεις που έχει το “άγιος” όχι μόνο με την έννοια του θαύματος, αλλά κυρίως με την έννοια του τραύματος. Επισημαίνει την άνοδο του ρατσισμού, του σεξισμού, της ομοφοβίας, την ανάδυση νεοσυντηρητικών και νεοεθνικιστικών απόψεων στα πλαίσια της ελληνικής οικογένειας. Στο βιβλίο του, χρησιμοποιεί τη θεωρητική έννοια, της «βιοπολιτικής». Θεωρεί ότι το να αναλογιζόμαστε την οικογένεια ως ένα “απλό κομμάτι” της κοινωνίας, κρύβει συχνά το βαθύ βιοπολιτικό της ρόλο. Δεν μας αφήνει δηλαδή να δούμε πόσο η οικογένεια συνεργάζεται με το σχολείο και το κράτος για να δημιουργήσει υγιή μα και ευπειθή σώματα, λειτουργικά άτομα αλλά  και συγκροτημένους πληθυσμούς.

Βιοπολιτική είναι ακριβώς αυτή η συμπλοκή της πολιτικής με τη διαχείριση της ζωής, η οποία στην αρχή φαίνεται απλή αλλά πάνω της στηρίζονται και τόσοι περιορισμοί, αποκλεισμοί, ρατσισμοί, περίπλοκες σημασιοδοτήσεις και σύνδρομα. Η έννοια της προστατευτικότητας παρουσιάζεται ως σύμφυτη με την ελληνική οικογένεια ενώ τονίζει ότι υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που αρνείται πεισματικά να δεχτεί τη διαφορετικότητα. Φαίνεται, δε, να είναι ισχυρό γιατί, όσο κι αν δεν φαίνεται, στηρίζεται όχι μόνο από φυσικοποιημένες ιδεολογίες (από την “μπέσα”, τη “μαγκιά” και τον “ανδρισμό” ώς την “ανωτερότητα της φυλής (μας)” και τον “ιστορικό της ρόλο”) αλλά και από συμφέροντα συγκεκριμένα, οργανωμένα συμφέροντα που δεν θέλουν να αλλάζουν οι βασικές κατηγορίες διανομής του συμβολικού, του κοινωνικού, του πολιτικού και του υλικού κεφαλαίου. «Φοβάμαι», λέει, «πως το “Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια”, υπό άλλες συνθήκες βεβαίως, ανασύρεται ξανά ως το ύστατο ανάχωμα απέναντι σε λογής «επιθέσεις». Παραπέμπει στον Λάνθιμο στον Αστακό, στον Κυνόδοντα και στην Ιβ Κοσόφσκι Σέτζγουϊκ που έλεγε κάποτε ότι η ιστορία νέων ανθρώπων που δηλώνουν μια διαφορετική σεξουαλικότητα είναι πάντα “η ιστορία μιας συγκλονιστικής επιβίωσης”. Μας λέει ότι η βία της ελληνικής οικογένειας δεν είναι απωθημένη. Βρίσκεται μάλλον κρυμμένη και ασκείται από ανθρώπους που δρουν συχνότερα στο σκοτάδι και ευθυνόφοβα. Όμως, παραμένει δυνατή, διότι παραμένει ανεκτή. Και πολλαπλασιάζεται, διότι παραμένει φυσικοποιημένη. (Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/dimitris-papanikolaou-ellhnikh-oikogeneia/ )

Το ερώτημα περί κανονικότητας χωρίζει το άτομο, σπάει τους δεσμούς του με τους άλλους, διασπά τη ζωή της κοινότητας, αναγκάζει το άτομο να επιστρέψει στον εαυτό του και τον συνδέει με την ταυτότητά του με έναν περιοριστικό τρόπο. Ίσως ο στόχος σήμερα δεν είναι να ανακαλύψουμε τι είμαστε αλλά να αρνηθούμε τι είμαστε. Πρέπει να προωθήσουμε νέες μορφές υποκειμενικότητας με την άρνηση αυτού του είδους της ατομικότητας που μας επιβλήθηκε για αρκετούς αιώνες...