Ο φίλος μου ο Αντρέας

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 28.12.17 ]

 

Ας τον πούμε «Αντρέα». Ο Αντρέας, λοιπόν, φίλος και συνάδελφος στο σχολείο, είναι από εκείνους που χωρίς να έχουν ιδιαίτερη σχέση με τα θεία ή την εκκλησία, κατέχουν μια περίοπτη θέση στο εικονοστάσι των νεομαρτύρων, των ανθρώπων που το συναξάρι τους είναι μια αποθήκη κλειδωμένη «αχ και βαχ» παροπλισμένων από τον χρόνο υπάρξεων.

«Ησύχασε! Καλό σου βράδυ και όνειρα γλυκά.» Τον πήρε αγκαλιά, τον έβαλε στο κρεβάτι, τον φίλησε στο μέτωπο, τον τελευταίο καιρό δεν κοιμάται εύκολα, όλο εφιάλτες, και θέλει να του διηγείται κάθε βράδυ τις ίδιες ιστορίες, το λούνα παρκ και τα συγκρουόμενα, το καλοκαίρι στο νησί, το ψάρεμα με τη βάρκα, και τα άρρωστα περιστέρια… Ωραία πού ήταν τότε! Είναι, βλέπεις, στιγμές που όταν έρθει η ώρα, πέφτουν και οι άμυνες και όλα.

Ο φίλος μου, ο Αντρέας, δεν ήρθε σήμερα στο σχολείο. Τηλεφώνησε του διευθυντή, ξανά τα γνωστά, πώς να τον αφήσει μόνο του και έχει κάποιο κρύωμα τις τελευταίες μέρες, βάζει τα κλάματα όταν ανοίγει την πόρτα και φεύγει. Δεν μπορεί, σπαράζει η καρδιά του. Έχει ευθύνη. Δεν βρίσκει άνθρωπο να τον προσέχει όσο αυτός είναι στο σχολείο. Σήμερα θα τον αναπληρώσω εγώ. Αύριο;

Φοβάται μήπως το σκάσει. Κατεβαίνει από το κρεβάτι και θέλει να βγει έξω στον δρόμο. Είναι επικίνδυνο. Μέχρι πέρυσι είχε μια κοπέλα από τη Ρουμανία τα πρωινά, αλλά πού λεφτά πια μετά τις περικοπές! Είπε να τον φροντίζει αποκλειστικά ο ίδιος. Το είχε αποφασίσει. Δεν θα τον έστελνε πουθενά. Δεν υπάρχει και κανένας γνωστός να του δώσει ένα χεράκι. Σκέφτηκε την κυρία Όλγα, αλλά κι αυτή μεγάλη γυναίκα είναι. Ούτε ένας συγγενής. Καθένας έχει τις σκοτούρες του. Πού να φυλάξεις ένα μωρό. Είναι ευθύνη, όσο να ’ναι.

Χθες, αργά το βράδυ, την ώρα που διόρθωνα τις εκθέσεις των μαθητών μου, με πήρε στο τηλέφωνο. Ακουγόταν αγχωμένος. Του είπα να ηρεμήσει. Πάρε βαθιές αναπνοές! Μαλακίες του έλεγα. Αλλά τι να πεις σε τέτοιες περιπτώσεις «όλα θα φτιάξουν!», «όλα καλά!» και άλλες τέτοιες κοινοτοπίες;

«Ρε, Τάκη, και το νερό με το καλαμάκι του το δίνω. Αν δεν τον ταΐσω εγώ, μένει νηστικός. Όλη μέρα στο κρεβάτι, να βλέπει παιδικά. Πότε χάνει μια κάλτσα, πότε ένα παπούτσι. Μεγάλωσες πια, του κάνω τρυφερά. Σε λίγο θα πας σχολείο. Έτσι του λέω –τι να του πω- κι αυτός γυρίζει πλευρό και κλαίει που τον μαλώνω. Τον χαϊδεύω τότε τρυφερά στην πλάτη και ησυχάζει. Του λέω -για πολλοστή φορά- το αγαπημένο του παραμύθι που τόσο του αρέσει. Αν είσαι φρόνιμος, την Κυριακή θα πάμε με το αμάξι μια μεγάλη βόλτα, όπου θες εσύ. Είναι τόσος δα! Με κοιτάζει παραπονεμένα. Κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι και δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια του.»

Ήθελε σε κάποιον να τα πει, να ξεσπάσει o άνθρωπος και ξέρει πως εγώ διαθέτω για όλους τους φίλους μου ευήκοον ους.

«Προχθές, ήταν στις καλές του, όλο γέλια κι αστεία. Μπα-μπά, μου κάνει σε μια στιγμή, θέλω να πάω σχολείο! Πάρε με μαζί σου. Τα ’χασα. Δεν τον αποπήρα. Όταν μεγαλώσεις, του λέω. Πρώτα πρέπει να τρως όλο το φαγητό σου για να δυναμώσεις. Δεν μίλησε, έμεινε για ώρα σιωπηλός, και γύρισε στο κρεβάτι του.»

 Το κουδούνι χτύπησε. Σε λίγο σχολάω. Δύο η ώρα. Δεν κατάλαβα πώς πέρασε και σήμερα η μέρα. Ανοίγω το κινητό μου, ψάχνω μηχανικά στις επαφές και…

- Έλα, του κάνω. Πώς είσαι; Όλα καλά;

Είναι ο δικός μου πατέρας. Έχω καιρό να του μιλήσω.

- Γιατί, με πεθύμησες; μου λέει γελώντας.

- Θα είσαι εκεί;

- Ρούπι δεν το κουνάω από δω!

- Τώρα που χειμώνιασε για τα καλά, λέω να περάσω να πάμε να μαζέψουμε πικραλίδες που σ’ αρέσουν.

- Τα συνήθισα πια, μου λέει. Όλο χόρτα βλέπω από δω, κι η μοναξιά είναι απέραντη, κι ο ύπνος βαρύς. Είσαι για καμιά τσικουδιά, να πιω να πυρωθώ; Τέτοια δεν πουλάνε στα μαγαζάκια τ’ ουρανού.

…………………………………………………………………

- Σ’ αφήνω τώρα, έχω δουλειά. Τα ξαναλέμε.

…………………………………………………………………

- Μείνε λιγάκι σε παρακαλώ, να μου θυμίσεις όλα εκείνα που έζησα… κάτσε να κουβεντιάσουμε, έχουμε τόσα να πούμε… Η φύση είναι σκληρή. Κοιτάζω το μέλλον κι ανατριχιάζω. Μας περιμένουν άγρια χρόνια, κι η φωτιά στο παραγώνι σώνεται.

Ο Αντρέας, απόψε, θα ξαναπεί την ίδια ιστορία, για να μπορούν να βρουν παρηγοριά αυτοί που φεύγουν και κουράγιο όσοι μένουν: Μια φορά κι έναν καιρό…