Ο Δημήτρης Τάρλοου μιλάει για τη βία που εκτρέφει η ελληνική κοινωνία

[ ARTI news / Ελλάδα / 19.02.18 ]

Το Ευχαριστημένο», η μυθοπλαστική αφήγηση της Μαρίνας Καραγάτση που είναι μια αναφορά στην παιδική της ηλικία και στη δύσκολη σχέση με τον πατέρα της, τον λογοτέχνη Μ. Καραγάτση (το βιβλίο απέσπασε το Βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω» το 2009), θα παρουσιαστεί στο Θέατρο Πορεία, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου, από τις 22 Φεβρουαρίου.

Ο σκηνοθέτης μιλάει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για την παράσταση, σημειώνοντας πως βασικός της στόχος είναι να μιλήσει για τη βία που γίνεται ανεκτή (αν δεν εκτρέφεται) από την ελληνική κοινωνία. Και δεν πρόκειται μόνο για τη βία, αλλά και για τη μοναξιά και την απομόνωση μέσα στην οποία ζει η Ελλάδα, που έχει μέχρι και σήμερα «την ικανότητα να προκαλεί απανωτούς θανάτους». Ο σκηνοθέτης μιλάει ακόμα για το οικογενειακό περιβάλλον των Καραγάτσηδων, εξηγώντας ότι αποφάσισε να ασχοληθεί μαζί τους μόνο όταν ωρίμασε μέσα του το ανάλογο καλλιτεχνικό αίτημα.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του Δημήτρη Τάρλοου στο Αθηναϊκό/ Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και στον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου:

 «Το Ευχαριστημένο» περνά στο θέατρο και το πρώτο που σκέφτομαι να σας ρωτήσω είναι ποιο είναι το στοιχείο που θέλει πρωτίστως να αναδείξει η παράσταση.

Εκείνο που κυρίως με ενδιαφέρει είναι η ιαματική λειτουργία της εξοικείωσης με μια σειρά από τραυματικά γεγονότα, που οδηγεί μέσω κάποιων μυθοπλαστικών στοιχείων στην ανασύσταση όχι μόνο των προσώπων του Καραγάτση και της Μαρίνας, αλλά και της εποχής τους: εποχή που φέρει επίσης πολλά τραύματα, παραπέμποντας ως εκ τούτου και στη δική μας. Πρόκειται για την έκφραση της βίας, της βίας που ασκείται πριν απ’ όλα εις βάρος του γυναικείου φύλου και αν δεν εκτρέφεται, γίνεται πάντως ανεκτή από την ελληνική κοινωνία, της δίνεται άφεση με διάφορα προσχήματα, όπως το πρόσχημα της καλλιτεχνικότητας ή της οικονομικής ανάγκης. Δεν μιλώ, βεβαίως, για ένα φεμινιστικό μανιφέστο, αλλά για την ερημιά που υπονοείται σε κάθε σημείο του έργου. Όταν, παραδείγματος χάριν, ο Καραγάτσης διαμαρτύρεται για την προσωπική του μοναξιά, χωρίς να κατανοεί ότι ευθύνεται ο ίδιος για τις συνέπειές της, ή όταν η υπηρέτρια του σπιτιού, η Λασκαρώ, αφηγείται ένα παραμύθι από την Άνδρο με μια νεράιδα, και η μοναξιά που νιώθει είναι τόσο αφόρητη ώστε η νεράιδα το βάζει στα πόδια. Όλοι οι χαρακτήρες του έργου αποπνέουν μιαν αίσθηση μοναξιάς και απομόνωσης, που θυμίζει τη μοναξιά και την απομόνωση μέσα στην οποία ζει η Ελλάδα. Κι όταν ο Καραγάτσης κρεμάει στον τοίχο το πορτρέτο της μικρής του κόρης δίπλα στο πορτρέτο του νεκρού Παλαμά με μια ελληνική σημαία ανάμεσά τους, η Μαρίνα απορεί γιατί τη βάζει ο πατέρας της δίπλα στον νεκρό Παλαμά. Απορίες ανθρώπων σε έναν τόπο όπου έχουν επικρατήσει η βία και η νέκρα. Ως σκηνοθέτης δεν κάνω κανένα σχόλιο για όλα αυτά. Αφήνω, αντιθέτως, τους ήρωες να κινηθούν με χιούμορ και ελευθερία στη σκηνή, σε ένα μόνιμο κλίμα ονείρου. Η παράσταση κάνει λόγο για μια χώρα που θαυμάζει τον νεκρό ή που έχει την ικανότητα να προκαλεί απανωτούς θανάτους.

Υπάρχουν, φυσικά, και οι επιστρωματώσεις της αλήθειας. «Το Ευχαριστημένο» είναι ο τρόπος που θυμάται την παιδική της ηλικία η Μαρίνα. Και ανακαλεί κατά πάσα πιθανότητα τα γεγονότα όπως το κάνουμε σε ένα όνειρο: γεγονότα αναμεμιγμένα με φαντασιώσεις, που παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εντυπώσεις. Εντύπωση, ωστόσο, είναι και η δική μου θεατρική έκφραση: εντύπωση για κάτι το οποίο αφηγήθηκε κάποιος άλλος. Αλλά αυτό είναι το θέατρο. Όταν τα πρόσωπα αποκτούν σάρκα και οστά επί σκηνής, παύουν να έχουν την ακρίβεια του πραγματικού. Και αυτόν ακριβώς τον ρόλο παίζει το τούλι που περιβάλλει σε όλη τη διάρκεια της παράστασης τους χαρακτήρες (τους βλέπουμε αλλά δεν μας βλέπουν) – τον ρόλο του φίλτρου. Ένα φίλτρο για την αχλή του χρόνου, αλλά και για τη μνήμη ή και το ανάποδό της, τη λήθη.

Έχει καταβληθεί προσπάθεια να εκφραστεί στην παράσταση η καλλιτεχνικότητα, η οποία αποτελεί θεμέλιο λίθο της ύπαρξης του Καραγάτση, με εικαστικό τρόπο. Όλες οι μορφές των προσώπων υπακούουν σε χρωματικούς κανόνες και υπό αυτή την έννοια τα πρόσωπα είναι ψεύτικα και άρα απολύτως αληθινά. Και νομίζω ότι βοηθάει εδώ και ο συμβολισμός της σκηνογραφίας. Το γραφείο και η πολυθρόνα του Καραγάτση παρουσιάζονται σε τεράστιες, εξωπραγματικές διαστάσεις ενώ οτιδήποτε άλλο τριγύρω τους μοιάζει με μινιατούρα. Η γιγαντοσύνη του Καραγάτση είναι κάτι σαν έπος, αλλά δίπλα του βλέπουμε και την καλλιτεχνική καρτερία, τη γενναιότητα και την τόλμη της γυναίκας του, της Νίκης, που συνέχισε, αν δεν επέτεινε, τη ζωγραφική της δουλειά και μετά τον θάνατό του – και μέχρι το τέλος της δικής ζωής.

 Πώς περάσατε από το πεζό της Μαρίνας Καραγάτση στην παράσταση που θα παρακολουθήσουμε; Ποια ακριβώς ήταν η μέθοδος της εργασίας σας;

Η συνεργασία μου με την Έρι Κύργια, που υπογράφει ένα πλήρες θεατρικό έργο, βασίστηκε στο ότι δεν ήθελα παράλληλους μονολόγους, εκτός κι αν τέμνονταν, πράγμα ούτως ή άλλως πολύ δύσκολο. Ήθελα ένα έργο συμπυκνωμένο σε ένα τριήμερο, αλλά χωρίς κανέναν άλλο χρονικό προσδιορισμό. Έτσι φτιάχτηκαν οι διαλογικές σκηνές ανάμεσα στη Λασκαρώ και τα πρόσωπα της οικογένειας Καραγάτση. Η Λασκαρώ αφηγείται σε τρεις μονολόγους τη ζωή της, η οποία προσδιορίστηκε από τη βία: πρώτα οι διαδοχικοί βιασμοί της από έναν Ανδριώτη της Αλεξάνδρειας, στον οποίο την έστειλε να δουλέψει ο πατέρας της, ύστερα το ξυλοφόρτωμα από τη μεριά του συζύγου της, όταν επέστρεψε και τον παντρεύτηκε στην Άνδρο. Η Λασκαρώ φτάνει στο σπίτι των Καραγάτσηδων ως ελεύθερη πολιορκημένη, αναζητώντας την ανεξαρτησία της και τον εαυτό της. Και η Μαρίνα, όμως, υφίσταται τη βία του πατέρα της. Όσο για τα διαλογικά μέρη της παράστασης, παρακολουθούμε τις απιστίες του Καραγάτση, που αποτελούσαν καθεστώς για την οικογένεια, τα νεύρα και τις αγρυπνίες του, όλη τη νευρολογική του υπερδιέγερση. Κι αυτά όχι μελοδραματικά, αλλά με έναν κωμικό τρόπο ο οποίος διαθέτει και πολλά στοιχεία παραλόγου. Στο δεύτερο μέρος του έργου, που είναι παρμένο από το μονόπρακτο το οποίο υπάρχει στο κείμενο του «Ευχαριστημένου», η ατμόσφαιρα γίνεται πιο ανάλαφρη, χωρίς το φίλτρο της μνήμης και με την προσδοκία μιας ζωής χωρίς καταθλίψεις.

 Ο Καραγάτσης είναι ο παππούς σας, η Νίκη η γιαγιά σας και η Μαρίνα η μητέρα σας. Πώς αντιμετωπίσατε ως σκηνοθέτης αυτό το εκρηκτικό οικογενειακό υλικό;

Με απολύτως καλλιτεχνικό τρόπο. Αυτό που κάνω είμαι εγώ. Δεν πρόκειται για το βιβλίο της μητέρας μου, αλλά για την οπτική μου ως προς αυτά που διαβάζω. Και επιπροσθέτως δεν ασχολούμαι αποκλειστικά με τους Καραγάτσηδες. Είναι μια παράσταση ιδιαιτέρως ιαματική τόσο για μένα όσο και για τη σχέση μου με τη μητέρα μου. Και, ξέρετε, οι καλλιτεχνικές αποφάσεις λαμβάνονται πάντοτε με γνώμονα ένα εσωτερικό αίτημα. Σε ένα τέτοιο αίτημα ανταποκρίθηκα όταν καταπιάστηκα με τη «Μεγάλη χίμαιρα». Σε ένα τέτοιο αίτημα ανταποκρίνομαι και τώρα με το «Ευχαριστημένο» και σε ένα ανάλογο αίτημα ανταποκρίνομαι και με τον «Γιούγκερμαν» που θα ανέβει του χρόνου. Με αφορούν όλα αυτά σε ένα πολύ προσωπικό επίπεδο. Είναι η δική μου θεώρηση για τη βία, κάτι το οποίο φοβόμουν επί πολλά χρόνια (τόσο εντός μου όσο και εξωτερικά). Και η βία είναι παρούσα και στα τρία έργα. Στη «Μεγάλη χίμαιρα» και στον «Γιούγκερμαν» χρειάζεται να προσθέσουμε την αδυναμία προσαρμογής σε ένα ξένο τόπο, έναν τόπο που αποβάλλει όσους έρχονται από έξω. Όσο για την Ελλάδα, είναι ένας εξαιρετικά αφιλόξενος τόπος – είναι κάτι που ξέρω κι από την εμπειρία του πατέρα μου (σ.σ. αναφέρεται στον Αμερικανό ζωγράφο Φίλιπ Τάρλοου).

 Πώς κάνατε τα πρόσωπα να λειτουργήσουν ως σκηνικοί χαρακτήρες;

Οι ηθοποιοί είδαν φωτογραφίες, άκουσαν αφηγήσεις και φωνές, αλλά χρειαζόταν κάτι παραπάνω: η προσωπική τους κατάθεση σε σχέση με τα ζητήματα που απασχολούν τους σκηνικούς χαρακτήρες. Ο ηθοποιός πρέπει να κάνει την προσωπική του εξομολόγηση, αλλά αυτό είναι κάτι το οποίο δεν του το ζητάει κανείς. Στις πρόβες όλοι οι ηθοποιοί αποκάλυψαν προσωπικές εμπειρίες βίας και κακοποίησης. Ήταν εντελώς απαραίτητο αν θέλαμε να έχουμε μια παράσταση με ενότητα ύφους και ειλικρίνεια. Εκείνο που ζήτησα ήταν πραγματικές εξομολογήσεις και όχι παιγμένες καταστάσεις. Τα πρόσωπα ζωντανεύουν μόνο όταν υπάρχει αληθινή επικοινωνία. Αλλιώς περιορίζονται στον ρόλο της χαλκομανίας.

ΑΠΕ-ΜΠΕ