Νίκος Καρούζος: Έχω ύπαρξη

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Βιβλίο / 28.09.19 ]

Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε

παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων

ή έστω μνημόσυνα.

Όταν δεν έχετε

μαντέψει τη δύναμη

που κάνει την αγάπη

εφάμιλλη του θανάτου.

Όταν δεν αμολήσατε αϊτό την Καθαρή Δευτέρα

χωρίς να τον βασανίζετε

τραβώντας ολοένα το σπάγγο.

Όταν δεν ξέρετε πότε μύριζε τα λουλούδια

ο Νοστράδαμος.

Όταν δεν πήγατε τουλάχιστο μια φορά

στην Αποκαθήλωση.

Όταν δεν ξέρετε κανέναν υπερσυντέλικο.

Αν δεν αγαπάτε τα ζώα

και μάλιστα τις νυφίτσες.

Αν δεν ακούτε τους κεραυνούς ευχάριστα

οπουδήποτε.

Όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modigliani

τρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος

χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του

γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν

κι άρχισε να τα διαβάζει ώρες δυνατά

ενοχλώντας το σύμπαν.

Όταν λέτε τη φύση μητέρα μας και όχι θεία μας.

Όταν δεν πίνετε χαρούμενα το αθώο νεράκι.

Μη με διαβάζετε

όταν

έχετε

δίκιο.

Μη με διαβάζετε όταν

δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα...

Ώρα να πηγαίνω

δεν έχω άλλο στήθος. (ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ)

Νίκος Καρούζος. Μέγιστος ποιητής! Φιλοσοφικός, μεταφυσικός, μυστικός...

«Υπάρχω»,  έγραφε, « χαρούμενος από άσπιλη θλίψη, σμιλεύοντας τη μοναξιά» ή

 «Το σύμπαν έμοιαζε καμωμένο

για να διασκεδάσω μαζί

με την αιωνιότητα μόνος...»

Γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου του 1926 στο Ναύπλιο. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και ο παππούς από την πλευρά της μητέρας του ιερέας και δάσκαλος και συνέβαλαν σημαντικά στα πρώτα παιδικά του χρόνια στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Ιδιαίτερα η πλούσια βιβλιοθήκη του ιερέα παππού του. Το 1944 ολοκληρώνει τις γυμνασιακές σπουδές στην γενέτειρά του και την ίδια περίοδο εντάσσεται στην Ε.Π.Ο.Ν. Ναυπλίου. To 1945 εισάγεται στη Νομική Σχολή Αθηνών. Τον Ιούνιο του 1946 γλιτώνει από σύλληψη και εκτέλεσή του από την Οργάνωση Χ. Την επόμενη χρονιά εξορίζεται στην Ικαρία για πέντε μήνες. Το 1951 υπηρετεί τη θητεία του στη Μακρόνησο και το 1953 εξορίζεται πάλι, στη Μακρόνησο. Νοσηλεύτηκε στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο όπου απαλλάχθηκε από την στρατιωτική θητεία χωρίς να υπογράψει δήλωση μετανοίας, για λόγους υγείας. Εγκαταλείπει τις σπουδές στη Νομική και την προοπτική να γίνει δικηγόρος. Αρχίζει να συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, δημοσιεύοντας πoιήματα και άλλα πεζά κείμενα (Αθηναϊκά Γράμματα, Επιθεώρηση Τέχνης, Νέα Εστία, Ευθύνη, Σύνορο, Διαγώνιος).

Το 1961 βραβεύεται με το Β' Κρατικό Βραβείο ποίησης και το 1962 με Α΄Βραβείο ποίησης της Ομάδας των Δώδεκα. Τον Μάιο του 1967 συλλαμβάνεται για δηλώσεις που έκανε σε βάρος του Παττακού. Το διάστημα 1983-1984 και το 1986 εργάζεται στο Γ' Πρόγραμμα της Ε.Ρ.Α κάνοντας εκπομπές για την λογοτεχνία. Το 1988 βραβεύεται με το Κρατικό Λογοτεχνικό βραβείο ποίησης. Πεθαίνει στις 28 Σεπτεμβρίου του 1990.

Το 1949 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο των γραμμάτων με τη δημοσίευση του ποιήματός του "Σίμων ο Κυρηναίος" στο περιοδικό Ο Αιώνας μας. Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Η επιστροφή του Χριστού" εκδόθηκε το 1954. Στους λογοτεχνικούς κύκλους έγινε πιο γνωστός στη δεκαετία του ’60 με τις συλλογές "Η έλαφος των άστρων", "Ο υπνόσακκος" και "Πενθήματα". Ακολούθησαν πολλές ακόμη συλλογές και συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων του ως τη συγγραφή του τελευταίου του ποιητικού έργου "Αιώρηση".

Ο Ηλίας Πετρόπουλος έγραψε γι αυτόν:

«Μὲ τὸν ἀξέχαστο Νῖκο Καροῦζο εἴμασταν φιλαράκια. Ὁ Καροῦζος μίλαγε (ἤ, μᾶλλον ἀγόρευε) ὑπέροχα. Ὅταν ἤθελα νὰ τὸν ἀκούσω, κατηφόριζα ὡς τοῦ Λουμίδη, ὅπου ἦταν βέβαιο πώς θὰ τὸν εὕρισκα πάντα ἐκεῖ. Κάποτε-κάποτε, καταλήγαμε σὲ καμιὰ ταβέρνα. Ὁ Καροῦζος, πρὶν ἀρχίσει νὰ πίνει, ἔτρωγε στὰ γεμάτα. Ἔτρωγε σιωπηλός. Μετὰ ζήταγε ἂπ' τὸ γκαρσόνι νὰ μάσει τὰ μπάζα, δηλαδὴ τὰ ἄδεια πιάτα καὶ τὰ πιρούνια. Καί, τότε, μόνον τότε, ξεκίναγε νὰ πίνει καὶ νὰ μιλάει. Ὁ Καροῦζος ἦταν ὡραῖος ἄντρας, ἀλλὰ δὲν τόξερε. Εἶχε μεγάλη μόρφωση καὶ ἀκόμη μεγαλύτερη πνευματικότητα. Μίλαγε ἐπὶ παντὸς θέματος: ἀπὸ τὰ ποιήματα τοῦ Καβάφη μέχρι τὴν ζωγραφική τοῦ Δέρπαπα. Καὶ ὅταν μίλαγε, ἦταν σχεδὸν γοητευτικός.

Καμιὰ φορά ἐρχότανε σπίτι μου καὶ μὲ ψιλορώταγε γιὰ τὰ βιβλία πού ἑτοίμαζα. Συνήθως, σκάλιζε τὰ χρωματιστὰ στυλὸ τοῦ γραφείου μου. Καὶ ἔπειτα καθότανε κι ἔγραφε μικρὰ ποιηματάκια, χρησιμοποιώντας πάντοτε ἕνα στυλὸ μὲ διαφορετικὸ χρῶμα. Μιὰ μέρα κάθισε καὶ μοῦ ἔγραψε κάτι λακωνικὲς συμβουλές. Θυμᾶμαι πώς ἔγραφε κατ' εὐθείαν, δίχως κομπιάσματα, δίχως νὰ διορθώνει τίποτε. Τώρα, ἔπειτα ἀπὸ σχεδὸν τριάντα χρόνια, ψάχνοντας τὸ ἀρχεῖο μου, ὅλο καὶ βρίσκω τέτοια χαρτάκια τοῦ Καρούζου. Καὶ ὁμολογῶ ὅτι, συγκινοῦμαι πολύ.

Ὁ Νῖκος Καροῦζος πέθανε, μὰ πάντα τὸν ἀκούω νὰ μοῦ μιλάει μ' ἐκείνη τὴν πεντακάθαρη προφορὰ τοῦ Ναυπλίου.

«Ο Καρούζος περιγράφει τα δευτερόλεπτα με την ίδια παραξενιά που άλλοι ποιητές περιγράφουν τα λουλούδια», γράφει ο Ευγένιος Αρανίτσης (Ιστορία των Ηδονών).  Ενώ ο ποιητής γράφει : «…Ο χρόνος είναι κοροϊδευτικός. Είναι αμέτοχος σαν τα περίπτερα στην κίνηση.»

Ο  Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης σημειώνει:

«Ο μεγάλος μας ποιητής Νίκος Καρούζος κατόρθωσε τόσο στην ποίησή του όσο και στην προσωπική του ζωή να είναι με τη μεριά της υπερβάσεως. Αναμετριόταν πάντα –ο ίδιος συχνά χρησιμοποιούσε τη λέξη «κονταροχτύπημα»– με μεγάλες ιδέες, μεγάλες μορφές, μεγάλες αφηγήσεις, δίχως ποτέ να τις αφήνει ως έχουν, μα μπολιάζοντάς τες με δικά του διανοήματα, με δικές του σκέψεις, με δικούς του στοχασμούς, με δικές του strong opinions.

Σε αυτό το, κατ᾽ εμέ, κολοσσιαίο επίτευγμα, το μπόλιασμα των όσων πρεσβεύει και λέγει ο μαρξισμός, ας πούμε, ο ζεν βουδισμός ή η χριστιανική ορθοδοξία, συνέβαλλαν τόσο οι τερατώδεις γνώσεις που είχε συσσωρεύσει, και εξακολουθούσε νυχθημερόν να συσσωρεύει ο Καρούζος (γνώσεις φιλοσοφικές, θεολογικές, επιστημονικές, μουσικολογικές, ακόμα και σκακιστικές) όσο και το απίθανο χιούμορ του, που του επέτρεπε να αποδομεί και να ανασυνθέτει τα όποια θέσφατα και τις όποιες καταστάσεις κατά βούλησιν. Το χιούμορ στον Καρούζο διαδραματίζει ρόλο στοχαστικού σχολιασμού, αλλά και λυτρωτικής επαναφοράς στη χθόνια πραγματικότητα ύστερα από υψιπετείς περιπλανήσεις στους ουρανούς των ιδεών».

Ήξερε, όπως έγραφε στο ποίημα «η έναστρη φωτεινότητα»,

 ότι είμαστε 

καθημαγμένοι ερασιτέχνες του Πραγματικού... Όλα κοστίζουν ένα παίξιμο.

Πάρε μαζί σου τον έρωτα κι εκείνα τα όνειρα

έλα στην κάτω γειτονιὰ και πες: Κορόνα γράμματα...

Κορόνα γράμματα να παίξεις

Τις ώρες καὶ τὰ χρόνια

μόνος με τον έρημο ἀντίπαλο.

Και στη «Νεολιθικὴ νυχτωδία στὴν Κρονστάνδη»:

-Η εξουσία είναι της Ιστορίας η ευκοιλιότητα.

- Στο χωριό μου τη λένε γλεντοκώλα.

Έγραψε επίσης στη «Δεύτερη εποχή»:

Ξόδεψα μακρινούς περίπατους για να καταλάβω:

Η ζωή δεν έχει τόση ζωή μέσα της.

όλο το ζήτημα είναι, να δούμε μονάχα

πού βγάζει τις φλόγες.

Τότε προσεχτικά πλησιάζουμε

κρατώντας μια χαρτοσακκούλα

Σε ένα ιδιόχειρό του σημείωμα, που βρέθηκε στο Αρχείο του Σίμου, γραμμένο σε ταβέρνα, και «περί ώραν δωδεκάτην», χαρακτηρίζει ο ίδιος τον εαυτό του Υπαρξιστή...

Στον Υπέροχο φίλο της χαράς Σίμο.

Πίνουμε, σκεφτόμαστε, μεθούμε!

Πλάι στον Αρχηγό μας.

Αλήθεια, τι ποθούμε; Τι ποθούμε;

Πλαταίνουμε ωραία το εγώ μας.

 Η ποίησή του, μιλά από μόνη της. Και όπως είπε η ποιήτρια, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ:

«Όλη η ποίηση του Καρούζου είναι Ύπαρξη και μόνο Ύπαρξη...»

Όπως λέει ο περίφημος στίχος του

“- Δεν σε βλέπω απόψε καλά τι έχεις;…

- Έχω ύπαρξη…”

Ή Πιστεύω εις έναν Ποιητήν εκτός ουρανού και επί γης εξόριστο που λέει η τρέλα μ’ αρέσει

Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει:

η τρέλα μ’ αρέσει, γελοιοποιεί την ύπαρξη.

(Νίκος Καρούζος, C R E D O)