Μην και αμήν
[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 22.05.24 ]Κλείνω το στόμα. Τις λέξεις μου τουφέκισαν σαν τον τρελό λαγό που το ’σκασε χαράματα μετά το φονικό. Ξεδοντιάστηκα. Θρύψαλα τα σύμφωνα. Τζούφια τα φωνήεντα. Άσφαιρα και τα σκάγια.
Ηπειρώτης. Γανωτζής. Στα ψηλά βουνά πορεύτηκα με μόνη συντροφιά το κουτσό σκυλί μου. Αφέντες δεν προσκύνησα. Κιοτήδες δεν φοβάμαι. Θάλασσα δεν εθώρησα. Τη λίμνη είχα για θάλασσα και το γλυφό νερό για οδηγό.
Και τώρα δώ. Έγκλειστος στη σκιά μου. Μ’ έναν αιώνα τσεκουριά στην πλάτη, ο χάρος με λησμόνησε χωρίς να με δικάσει –της μοίρας ασκαγιά χειρότερη αυτή. Γιωτάς σε Οίκο Αποδημίας. Κάθε πρωί βγαίνω στου πρώτου το μπαλκόνι. Ποτάμι οργής η λεωφόρος. Ρίχνω την πετονιά με δόλωμα ανάγκης. Αν είμαι τυχερός θα πιάσω καλό μπουναμά. Σπάνιο πράγμα. Ματώνει τα δάχτυλα η μεσινέζα της υπομονής. Και τα ανέμελα παιδιά της γειτονιάς ανάρμοστα με το χούι μου γελούν.
Το μεσημέρι αποσύρομαι στη μουγκή γωνιά μου μη με πνίξουν τ’ απόνερα του δρόμου. Μην και αμήν! Να μετρήσω τα κέρδη. Να μετρήσω και τη φύρα. Τις λέξεις να ζυγιάσω. Λογαριάζω. Τι κέρδισα τι έχασα. Σαν τον τρελό λαγό στην τρύπα μου λουφάζω. Οι ώρες σβήνουν με ταχύτητα γόπας.
Νυχτερινό περίπολο. Βγάζω τα σύνεργά μου. Το νου σου! λέω.Το μαχαίρι μην στομώσει! Μην οξειδωθούν οι αντοχές και σπάσουν –κρακ- σε λυγμούς εκτόνωσης, όπως τα κόκαλα μετά τις ακτινοβολίες. Ρίχνω καλάι στη μνήμη. Τροχίζω το μαχαίρι μου. Με σπίρτο αλείβω το κενό και με κουρασάνι το τρίβω. Το νου σου! Μην σε δαγκάσει η λήθη οχιά. Μην και αμήν! Μην ανέβει ο υδράργυρος του μίσους. Μην και αμήν! Πνίγω το νερό στη λεκάνη. Πού και πού η καύτρα θυμιάζει το ταβάνι. Ξεγελιέται η κυρά η Παναγιά και δακρύζει. Στα τυφλά μπαλώνω τις κάλτσες μου. Μη και φανούν οι τρύπες στο νεκροκρέβατο και ζαλιστώ και πέσω μέσα. Μην και αμήν!
Κλείνω το στόμα. Γαβγίσματα και φωνές. Μ’ ένα εισιτήριο ανάμεσα στα δόντια τούς νεκρούς μου καλώ και το κουτσό σκυλί μου.
1-6-2017