Μαρία Πολυδούρη

[ / Ελλάδα / 01.04.22 ]

Στη μυθιστορία του Γκιμοσούλη «Βρέχει φως», η Μαρία Πολυδούρη και ο Κώστας Καρυωτάκης, ανακαλύπτουν ότι μπορούν να αισθάνονται «ατελείωτα», δηλαδή απόλυτα, μέσω της φαντασίας και του «διπλού» βλέμματός της. Κατ’ αυτό τον τρόπο υπερβαίνουν την απλή αισθητηριακή εντύπωση και προχωρούν στις αθέατες πλευρές, εκεί όπου βρίσκεται όλη η ομορφιά και η χάρη των πραγμάτων. Η γραφή, τα επιδομένα ή τα ανεπίδοτα γράμματα και ποιήματα των δύο νέων θα λειτουργήσουν προς αυτή την κατεύθυνση.

Μολοντούτο, δημιουργείται μία καίρια παρενέργεια. Καθώς η ποιητική φαντασία αναρριπίζει την επιθυμία και την καθιστά πιο έντονη, δημιουργεί ένα ανεξάντλητο ρεπερτόριο επιθυμούμενων επιθυμιών, καθώς και την ακύρωση του ερωτευμένου Εγώ, την κένωσή του, γεγονός που καταλήγει σε μια «οδυνηρή ηδονή». Σ’ αυτό το σημείο επιστρατεύονται οι περισπασμοί για να ξαναστήσουν στα πόδια του το τσακισμένο Εγώ. Η Πολυδούρη καταφεύγει στις εφήμερες διασκεδάσεις και ο Καρυωτάκης στο αλκοόλ.

Εδώ ισχύει ο Τζιάκομο Λεοπάρντι που διερωτάται «Πως είναι δυνατόν μία και μόνη απόλαυση να ισοδυναμεί με χίλιες οδύνες;». Απάντηση δεν μπορεί να υπάρξει, παρά μόνο η διαπίστωση: «κι όμως έτσι προχωρεί η ζωή», ως εική. Πέρα από την τύχη, όμως, υπάρχει και μια μαγική αρχή της ζωής, όπως είναι η πίστη σε κάτι, σ’ ένα ιδανικό, σ’ έναν έρωτα, σ’ έναν άνθρωπο. «Μην πάρεις τα μάτια σου από μένα και πνιγώ μες στο σκοτάδι», γράφει στον Καρυωτάκη, η Πολυδούρη. Εκείνος απέτυχε να πιαστεί από κάπου: «... για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανέναν ιδανικό στη ζωή τους... κ’ εθεώρησαν την ύπαρξή τους χωρίς ουσία», θα πει φεύγοντας κάτω από εκείνη τη λεύκα στην παραλία της Πρέβεζας…