Μανόλης Αναγνωστάκης: Η ποίηση...

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 23.06.21 ]

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης έγραφε:

«Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε,

Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας».

Ένας από τους κορυφαίους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 9 Μαρτίου του 1925 και πέθανε στις 23 Ιουνίου του 2005.

«Κατά καιρούς», έγραψε, «μ’ έχουν χαρακτηρίσει καθαρά πολιτικό ποιητή. Προσωπικά δεν νομίζω ότι είμαι πολιτικός ποιητής. Είμαι ερωτικός και πολιτικός μαζί. Συνδυάζονται αυτά τα δύο. Είναι η εποχή που τα συνδύαζε αυτά τα δύο. Δηλαδή δεν μπορούσε να είναι κανείς ερωτικός ποιητής, ξεχνώντας το πολιτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής που ήταν φουντωμένα τα πολιτικά πάθη. Υπήρχε το πολιτικό στοιχείο μέσα, η έκφραση της πολιτικής, μέσα από μια ερωτική κατάσταση όμως. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνουμε αυτό το πράγμα εύκολα. Γι’ αυτό αρνούμαι όλα αυτά περί ”ποίησης της ήττας” και τα σχετικά. Δεν είναι ποίηση της ήττας. Είναι μια αγωνία για την εποχή, ένα άγχος για την εποχή. Όταν τελείωσε η εποχή, τελειώνει κι η ποίηση. Δεν μπορείς να γράφεις συνεχώς ποίηση. Δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής. Αισθάνομαι την ποίηση σαν τρόπο έκφρασης επειδή δεν μπορούσα να εκφραστώ διαφορετικά. Δηλαδή ήταν η εποχή τόσο πιεσμένη, τόσο δύσκολη, που μόνο εκφράζοντας τον πόνο του μπορούσε κανείς να την αντέξει».

Τα ποιήματα που ο Μανόλης Αναγνωστάκης άφησε πίσω του δημοσιευμένα είναι 88 και γράφτηκαν από το 1941 έως το 1971. Από το 1979 που κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του και από το 1983 που κυκλοφόρησε ιδιωτικά το  «Y.Γ.» δεν υπήρξε καμία δημόσια παρέμβασή του.

 «Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δεν θα ξαναγράψω», είχε εξηγήσει, γιατί «το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή». «Η ποίηση είναι έργο της νεότητας. Χρειάζεται ενθουσιασμό, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Αυτά τα έχουν οι νέοι. Όσο μεγαλώνεις, κατέχεις καλύτερα τα μέσα σου. Γίνεσαι τεχνίτης, αλλά ένα ποίημα δεν χρειάζεται να είναι τέλειο για να είναι καλό». «Από το 1971 δεν έχω γράψει τίποτα που να εντάσσεται σ’ αυτό που λέμε ποίηση. Από πολλούς αυτό θεωρείται σαν ακατανόητο. Μερικοί μου λένε ότι είναι μια προδοσία της ποίησης κλπ. Πρέπει να πω ότι […] προϊόντος του χρόνου το ενδιαφέρον μου για τον ποιητικό λόγο μειώνεται. Δεν ξέρω γιατί, δεν διαβάζω και πολλή ποίηση, δεν παρακολουθώ και, όπως είχα πει και σε μια συνέντευξη, δεν αισθάνομαι πια σαν αθλητής στον στίβο, αισθάνομαι περισσότερο σαν φίλαθλος στις κερκίδες και συχνά όχι καλός φίλαθλος. […] Η ποίηση σαν μια γλώσσα που δεν αφηγείται, που δεν περιγράφει, που δεν διδάσκει με αυτόν τον χρηστικό τρόπο της διδασκαλίας, αλλά που τείνει στην όσο γίνεται μεγαλύτερη συμπύκνωση, στο να βγάλει το απόσταγμα των πραγμάτων, έχει σαν κυριότερο εχθρό της τη φλυαρία, την πολυλογία, την περιττολογία. Ειλικρινά, θαυμάζω και σέβομαι τους πολυγράφους ποιητές, […] αλλά δεν πιστεύω πως ο ποιητής μπορεί να συγκινείται εξίσου από όλα. […] Η ποίηση είναι μια δυνατότητα έκφρασης. Θα μείνει κανείς μόνο σ’ αυτή τη δυνατότητα; ή θα επιχειρήσει να εκφραστεί και με άλλους τρόπους; ή θα φτάσει κάποτε σ’ ένα σημείο που δεν θα αισθανθεί την ανάγκη της έκφρασης − και αυτό όχι από αδιαφορία ή από παραίτηση, εντελώς το αντίθετο, από την οδυνηρή —αν θες— διαπίστωση της φτώχειας των εκφραστικών δυνατοτήτων, της φτώχειας δηλαδή των λέξεων να αποδώσουν την ουσία της ζωής. Τότε σταματά, τότε επιλέγει τη σιωπή, που και η σιωπή ορισμένες φορές και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι κι αυτή μια έκφραση, εγώ θα ‘λεγα πως είναι και μια πράξη» — λέει ο Μανόλης Αναγνωστάκης, το 1983 σε ντοκιμαντέρ του Λάκη Παπαστάθη.

Ο Αναγνωστάκης είχε προαναγγείλει τη σιωπή του με τους στίχους:

Το θέμα είναι τώρα τι λες.

Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε.

Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ.

Μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας.

Το θέμα είναι τώρα τι λες. (Στόχος, 1970)

Το  έργο του διαπνέεται από το οδυνηρό βίωμα του πολέμου, εκφράζει τα οράματα του λαού για τον αγώνα, την ελευθερία και τη δημοκρατία. Πολέμησε για την αριστερά και το 1946  διαγράφεται από το ΚΚΕ, με τους πρώην συντρόφους του να του προσάπτουν τις  κατηγορίες για «τροτσκικιστική νοοτροπία, οπορτουνισμό και ηττοπάθεια». Άλλοι κριτικοί που είχαν την ίδια άποψη για το Άξιον Εστί του Ελύτη, μιλάνε για το έργο του ως σύγχρονη έκδοση του καρυωτακικού μικροαστισμού, μια αντιδραστική «αστική ποίηση». Κάθε άλλο παρά αστός ήταν. Αγωνίστηκε όσο λίγοι, καταδικάστηκε σε θάνατο και εμμένει αμετακίνητα στο όραμά του για μια καλύτερη κοινωνία. Η ποίησή του εξομολογητική, βιωματική, έχει έντονο πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα, φωνή διαμαρτυρίας και μνήμης σε διάλογο πάντα με την Ιστορία που έχει τις ρίζες της στην αντιστασιακή ιδεολογία. Για τον ποιητή η ιδεολογική και πολιτική στάση εναρμονίζεται με την ποιητική του δημιουργία.

Νωρίς ανακαλύπτει την ποίηση του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Βρεττάκου, του Βαφόπουλου, του Εγγονόπουλου· Μα πάνω απ’ όλους τον σαγηνεύει ο Καρυωτάκης αλλά και ο Απολλιναίρ που τυχαία τον ανακαλύπτει στα 17 του χρόνια. Για τον Βαγενά οι στίχοι του βρίσκονται εγγύτερα στην  υπαρξιακή ποίηση και συγκεκριμένα στην «ποιητική κοσμοθεωρία» και στο «όραμα που θεραπεύει η ποίηση του Σεφέρη. Ο Μαρωνίτης γράφει:[…] πιστεύω πως ύστερα από τον Καβάφη, κανένας άλλος ποιητής δεν αποδείχτηκε τόσο βαθιά και επίμονα μοραλιστής, όσο ο Αναγνωστάκης. Θα προχωρούσα: όποιος, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, τρέφει ενδιάθετη αποστροφή για τη μοραλιστική ροπή στην τέχνη γενικά και στην ποίηση ειδικότερα, δεν χρειάζεται καν να δοκιμαστεί με την ποίηση του Αναγνωστάκη. Αυτός ο μοραλισμός του Αναγνωστάκη —συγχρονικός, συντροφικός και πολιτικός— εφευρίσκει στην πορεία του τους χαρακτήρες του, που τον συστήνουν και τον εξειδικεύουν, δίχως ποτέ να του αφαιρούν την αντιπροσωπευτική του σημασία για τις δημόσιες εμπειρίες της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Κέντρο του παραμένει η κρίσιμη δεκαετία 1940-1950.»

Ο λόγος του λιτός και ουσιαστικός στο περιεχόμενο. Η γραφή του, στην οποία κυριαρχεί η ειρωνεία και ο σαρκασμός, πλησιάζει τον Καβαφικό τρόπο. Παράδειγμα σαρκασμού το παρακάτω ποίημα:

Πέθανες — κι έγινες και συ: ο καλός.

Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,

εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.

Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το 'ξερα τι κάθαρμα ήσουν,

τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.

Κοιμού εν ειρήνη δε θα 'ρθω την ησυχία σου να ταράξω.

(Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω

πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).

Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,

ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

Δε θα 'σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.( Στόχος)

Στην ποίησή του μίλησε για τις αγωνίες μιας γενιάς που έζησε την πικρή της εφηβεία μέσα στις φοβερές κοινωνικές αναταραχές. Η απογοήτευση παλεύει μέσα του με την ελπίδα, η μοναξιά με τη συλλογικότητα, η  ιδιωτική περιπέτεια με την καθολική. Ο  ποιητής εκφράζει την συλλογική δράση και μνήμη. Τα βιώματά του: οι νικημένοι στρατιώτες, οι ξυπόλητες μάνες, τα κορίτσια που ζητιανεύουν, οι αφανείς ήρωες της ιστορίας,, δρόμοι, περιστατικά, η Κλαίρη, ο Ραούλ, ο “λοχίας Otto V”,η Μάρθα, η οδός Αίγυπτου, η 3η Μαΐου, το τραμ, η “Αλκινόη”, το σπίτι του Γιώργου, ο Χάρης, ο Γιώργος, ο Δημήτρης το καφενείον “Η Συνάντηση”», άλλα καφενεία. Το βίωμα καθορίζει τα όρια της δράσης, ενώ το ιστορικό πεδίο καθορίζει τα όρια της ποιητικής πράξης.

Πώς να μιλήσω;

[...]

Και τόσα που να στοιβαχθοΰνε γεγονότα

Τόσες μορφές να γίνουν αριθμοί

Πώς να εξηγήσω πιο απλά τι ήταν ο Ηλίας

Η Κλαίρη, ο Ραούλ η οδός Αίγυπτου

Η 3η Μαΐου, το τραμ 8, η “Αλκινόη "

Το σπίτι του Γιώργου, το αναρρωτήριο.

[...]

Το άψογο πρόσωπο της Ιστορίας θολώνει

[··.]

Έχει στηθεί η σκηνή μα δε φωτίζουν οι προβολείς

[...]

Πως τόσα πρόσωπα να γίνουν αριθμοί

Και τόσα γεγονότα απλά βιβλία.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΨΥΧΟΓΙΟΥ