Μίλτος Σαχτούρης: Διψάμε για ουρανό

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 29.03.19 ]

 

Ο Μίλτος Σαχτούρης, ο κληρονόμος των πουλιών, έφυγε από τη ζωή στις 29 Μαρτίου του 2005.

Μπορούμε να τον φανταστούμε, όπως θα το ήθελε να ταξιδεύει στους ουρανούς:

«Ἕνας μπαξὲς γεμάτος αἷμα

εἶν᾿ ὁ οὐρανὸς

καὶ λίγο χιόνι

ἕσφιξα τὰ σκοινιά μου

πρέπει καὶ πάλι νὰ ἐλέγξω

τ᾿ ἀστέρια

ἐγὼ

κληρονόμος πουλιῶν

πρέπει

ἔστω καὶ μὲ σπασμένα φτερὰ

νὰ πετάω.»( Ὁ Ἐλεγκτής)

Είναι αυτός που έγραψε για τους στρατιώτες ποιητές:

«Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα

μέσα σε κρότους

μέσα σε κρότους

κύλησε ἡ ζωή μου

Τὴ μιὰν ἡμέρα ἔτρεμα

τὴν ἄλλην ἀνατρίχιαζα

μέσα στὸ φόβο

μέσα στὸ φόβο

πέρασε ἡ ζωή μου

Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα

δὲν ἔχω γράψει ποιήματα

μόνο σταυροὺς

σὲ μνήματα

καρφώνω»

Γεννήθηκε στην  Αθήνα το 1919 και ήταν γιος του Δημητρίου Σαχτούρη και της Αγγελικής Παπαδήμα. Από το γένος του πατέρα του καταγόταν από την Υδραϊκή οικογένεια των Σαχτούρηδων και ήταν εγγονός του αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού Μιλτιάδη Σαχτούρη και δισέγγονος του ναυμάχου του '21 Γιώργη Σαχτούρη. Με την επίμονη προτροπή του πατέρα του, το 1937 άρχισε σπουδές νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μερικά χρόνια αργότερα (1944), αν και βρισκόταν στο τέταρτο έτος της Νομικής, έκαψε τα βιβλία που διάβαζε, αποφασισμένος να επιδοθεί αποκλειστικά στην ποίηση. Την βιβλιοθήκη του πατέρα του, με τα νομικού περιεχομένου βιβλία, την πούλησε. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έπασχε από φυματίωση με αποτέλεσμα για μεγάλο χρονικό διάστημα να παραμείνει καθηλωμένος στο κρεβάτι. Την εποχή του Εμφυλίου υπηρέτησε στον στρατό.Πρωτοέγραψε ποίηση την άνοιξη του 1941. Το 1943 γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Εγγονόπουλο, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Ως ποιητής στον χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε, ύστερα από παρότρυνση του Ελύτη, το 1944 στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Η Λησμονημένη».Το 1948 εξέδωσε τις «Παραλογαίς». Ακολούθησαν πολλές, ακόμη συλλογές με αποκορύφωμα την συλλογή «Με το πρόσωπο στον τοίχο» (1952), που εκείνη την εποχή πούλησε πέντε αντίτυπα, αν και ήταν το καλύτερο έργο του.Πήρε κακές κριτικές για τα πρώτα του ποιήματα από τους εκπροσώπους της γενιάς του 30.

Στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 οι κριτικοί άρχισαν να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στα ποιήματα του Σαχτούρη, πρώτα ο Αλέξανδρος Αργυρίου και στη συνέχεια η Νόρα Αναγνωστάκη με το άρθρο της «Ο Μίλτος Σαχτούρης και οι δύσκολοι καιροί» στο περιοδικό Κριτική. Με το έργο του αργότερα ασχολήθηκαν οι Δ. Μαρωνίτης, Γιάννης Δάλλας, Χρήστος Μπράβος, Θάνος Κωνσταντινίδης, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Τατιάνα Μιλλιέξ κ.ά.

Χαρακτηρίζεται ως ποιητής του παραλόγου και του συμβολισμού. Απορρίπτει την παραδοσιακή γραφή και στρέφεται στον συμβολισμό και τον υπερρεαλισμό. Η γλώσσα των ποιημάτων του είναι ελλειπτική, λιτή και τραγική. Τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα από την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής και έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Είναι ποιητής μικρής έκτασης αλλά μεγάλου πάθους.Το ποιητικό του έργο του  έχει κυκλοφορήσει στις συλλογές: «Οι Λησμονημένοι» (1945), «Παραλογαίς» (1948), «Με το πρόσωπο στον τοίχο» (1952), «Όταν σας μιλώ» (1956), «Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο» (1958), «Ο περίπατος» (1960), «Τα στίγματα» (1962), «Σφραγίδα ή όγδοη Σελήνη» (1964), «Το σκεύος» (1971), «Ποιήματα 1945-1971», «Χρωμοτραύματα» (1980), «Εκτοπλάσματα» (1986), «Καταβύθιση» (1990), «Εκτοτε» (1996) και «Ανάποδα γύρισαν τα ρολόγια» (1998). Τιμήθηκε με τρία βραβεία: Το 1956 με το Α' Βραβείο του διαγωνισμού «Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές» της RAI για τη συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του «Εκτοπλάσματα».

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ένα μικρό διαμέρισμα της οδού Μηθύμνης στην Κυψέλη γράφοντας ελάχιστα. Επειδή η ποίηση δεν φέρνει πλούτο, ο Σαχτούρης για να επιβιώσει είχε αναγκαστεί να πουλήσει το οικογενειακό του κτήμα στην Αργολίδα, έκτασης 230 στρεμμάτων, το οποίο είχε δοθεί στην οικογένεια Σαχτούρη από τον Καποδίστρια, καθώς και το πατρικό του στην Κυψέλη, στην οδό Καλύμνου. Το Υπουργείο Πολιτισμού του είχε χορηγήσει ωστόσο τιμητική σύνταξη. Απεβίωσε στις 29 Μαρτίου 2005 στην Αθήνα και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη.

Αγαπούσε τους ομότεχνούς του, γι αυτόν ήταν «τ᾿ ἀδέρφια του ποὺ χάθηκαν ἐδῶ κάτω στὸν κόσμο, εἶναι τ᾿ ἀστέρια ποὺ τώρα ἀνάβουν ἕνα ἕνα στὸν οὐρανό». Τους συμπονούσε για την ευαισθησία τους που την πλήρωσαν με τη δυστυχισμένη ζωή τους, όπως φαίνεται από το παρακάτω ποίημα:

ΤΑ ΛΥΠΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

«Εἶναι τὰ λυπημένα Χριστούγεννα 1987

εἶναι τὰ χαρούμενα Χριστούγεννα 1987

ναί, τὰ χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!

σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα...

Ἄ! ναὶ εἶναι πάρα πολλά.

Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε

ὁ Διονύσιος Σολωμὸς

πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε

ὁ Νίκος Ἐγγονόπουλος

πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε

ὁ Μπουζιάνης

πόσα ὁ Σκλάβος

πόσα ὁ Καρυωτάκης

πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα

πέρασε ὁ Σκαλκώτας

πόσα

πόσα

Δυστυχισμένα Χριστούγεννα τῶν Ποιητῶν».

Για αυτόν ο ποιητής καρφώνει τις καρδιές μας, στηρίζει τους ευαίσθητους ανθρώπους να ξεπεράσουν τις δυσκολίες που έχει αυτή η ζωή:

Σήμερα φόρεσα ἕνα

ζεστὸ κόκκινο αἷμα

σήμερα οἱ ἄνθρωποι μ᾿ ἀγαποῦν

μιὰ γυναίκα μοῦ χαμογέλασε

ἕνα κορίτσι μοῦ χάρισε ἕνα κοχύλι

ἕνα παιδὶ μοῦ χάρισε ἕνα σφυρί

Σήμερα γονατίζω στὸ πεζοδρόμιο

καρφώνω πάνω στὶς πλάκες

τὰ γυμνὰ ποδάρια τῶν περαστικῶν

εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι

ὅμως κανεὶς δὲν τρομάζει

ὅλοι μείναν στὶς θέσεις ποὺ πρόφτασα

εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι

ὅμως κοιτάζουν τὶς οὐράνιες ρεκλάμες

καὶ μιὰ ζητιάνα ποὺ πουλάει τσουρέκια

στὸν οὐρανό

Δυὸ ἄνθρωποι ψιθυρίζουν

τί κάνει τὴν καρδιά μας καρφώνει;

ναὶ τὴν καρδιά μας καρφώνει

ὥστε λοιπὸν εἶναι ποιητής»

Αλλού γράφει:

«Ἂς μὴν τὸ κρύβουμε.

Διψᾶμε γιὰ οὐρανό».(Τὸ Ψωμί)

Είναι χαρακτηριστική η χρήση της λέξης «ουρανός»από τις πρώτες δεκαετίες της ποίησής του. Ο Μίλτος Σαχτούρης είναι βαθύς και μεγάλος ποιητής, ευαίσθητος και πονεμένος. Όπως λέει ο Τάσος Λιγνάδης, «Ο Σαχτούρης είναι σαν ένα παιδί που δε μεγάλωσε και παίζει με την κόλαση με παραδείσια χέρια, παίζει με μια συγκινητική αθωότητα». Στην ποίηση, έγραφε, είναι όλοι άγιοι. Γιατί πληρώνουν πολύ ακριβά. Ειδικώς τώρα που η εποχή είναι πολύ σκληρή». Η ποίηση ήταν συνυφασμένη με τη ζωή του,«αιματηρή υπόθεση», αλλά φαίνεται πως τον βοηθούσε να ζήσει και να πεθάνει:

«Σὰ θὰ μὲ βροῦνε πάνω στὸ ξύλο τοῦ θανάτου μου

γύρω θά ῾χει κοκκινίσει πέρα γιὰ πέρα ὁ οὐρανὸς

μιὰ ὑποψία θάλασσας θὰ ὑπάρχει

κι ἕν᾿ ἄσπρο πουλί, ἀπὸ πάνω, θ᾿ ἀπαγγέλλει μέσα

σ᾿ ἕνα τρομακτικὸ τώρα σκοτάδι, τὰ τραγούδια μου».(Ὁ ποιητής, ποιήματα 1980 – 1998)

Γι αυτό και μεις ως μνημόσυνο ξαναθυμόμαστε τα «δώρα» του μεγάλου ποιητή που μίλησε για τη φρίκη αλλά διψούσε για ουρανό....