Λογοτεχνία και ασθένεια

[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 11.02.20 ]

«Η ιατρική είναι η σύζυγός μου,

αλλά πραγματικό έρωτα κάνω με τη λογοτεχνία» Άντον Τσέχωφ

             Πόσοι γιατροί γνωρίζουν ότι υπάρχει μια «Διεθνής Εταιρεία Ιατρών Συγγραφέων» (UMEM, Union Mondiale des Ecrivains Medecins); Η εταιρεία αυτή αντικατοπτρίζει το συχνό πάθος για την τέχνη γενικά, και για τη λογοτεχνία ειδικότερα, απ’ τη μεριά εκείνων που επαγγέλλονται την τέχνη και την ιατρική επιστήμη. Ένα πάθος εξάλλου που ίσως να ίσχυε για γενιές όχι και πολύ παλαιότερες, αν αναλογιστούμε ότι μπορούσε κάποιος να γραφτεί στην Ιατρική Σχολή μόνον αν είχε ακολουθήσει ανθρωπιστικές σπουδές. Ίσως να ισχύει, για πολλούς γιατρούς συγγραφείς, η εξομολόγηση του Τσέχωφ που μόλις ακούσαμε: Ιατρική σύζυγος, Λογοτεχνία ερωμένη. Πού βρίσκεται λοιπόν η αρχή αυτού του μεγάλου έρωτα ανάμεσα στο στηθοσκόπιο και την πέννα; 

            Ο ιταλός συγγραφέας Κάρλο Καττάνεο στα μέσα του 19ου αιώνα εξηγούσε αυτό το διώνυμο, ιατρικό επάγγελμα – λογοτεχνικό πάθος: «Η ιατρική επιστήμη προϋποθέτει εξαιρετικές σπουδές και διορατικό μυαλό, και η ενασχόληση μ’ αυτήν απαιτεί μια ζωή σοβαρή, αφοσιωμένη στο καθήκον, γεμάτη άγχος, χωρίς διαλείμματα και αλλαγές, και η λογοτεχνία πρέπει να είναι το μόνο καταφύγιο όπου ο γιατρός, χωρίς ν’ απαρνηθεί την κλίση του, μπορεί να προστρέξει και να πάρει βοήθεια».  

            Ο γιατρός συναντά χιλιάδες άτομα, χιλιάδες ασθενείς: όλοι διαφορετικοί ως προς την ηλικία τους, την ιστορία τους, την κουλτούρα τους, την κοινωνική τους θέση, τον ψυχισμό τους, και ταυτόχρονα όλοι ίσοι μπροστά στην αρρώστια και το θάνατο. Έτσι λοιπόν, αν ο γιατρός καθημερινά συναναστρέφεται με τους ανθρώπους, και ειδικότερα με τους ασθενείς, θα πρέπει να αγαπά τις τέχνες που μιλούν για τον άνθρωπο: το θέατρο, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική, κλπ. Και πόσα αφηγηματικά ερεθίσματα δεν μπορεί να προσφέρει, για όποιον έχει την ικανότητα να τα συλλάβει, ένας διάδρομος νοσοκομείου, ανάμεσα στον πόνο και την ελπίδα, το κουράγιο και το φόβο, τη ζωή και το θάνατο;

            Επίσης, ο κλινικός γιατρός που αφιερώνει το χρόνο του και το έργο του στη θεραπεία των άλλων, εμψυχώνεται από ένα αληθινό πάθος για τον άνθρωπο, όταν τον θεωρεί στην μοναδικότητα της ψυχής και του σώματος, του πνεύματος και του ψυχισμού, του συναισθήματος και της λογικής. Ο γιατρός συναντά τον άνθρωπο τη στιγμή της αδυναμίας του και της ευθραυστότητάς του, της μοναξιάς του και του φόβου του: η αρρώστια φέρνει στην επιφάνεια τις αλήθειες της ψυχής και ο γιατρός, σε συνεχή επαφή μ’ αυτή την αλήθεια, μπορεί να προσφέρει κατανόηση κι αγάπη. 

            Και η μοναδικότητα του κάθε ασθενή μπορεί να κάνει τον γιατρό όχι μόνο να γνωρίσει καλύτερα τον άλλο, αλλά και να πλησιάσει το φανταστικό της τέχνης. Συχνά λοιπόν η ανάγκη να γράψεις και να διηγηθείς γεννιόνται από την επιθυμία να κατανοήσεις, να γνωρίσεις και να ανακουφίσεις  από τα τραύματα της καθημερινότητας.

            Και η διάγνωση τι άλλο είναι αν όχι μια έμπνευση και μια αναζήτηση που απορρέει από το πραγματικό; Το ίδιο και η λογοτεχνία, όπου έμπνευση και καλλιτεχνική φαντασία συναντιούνται με την πραγματικότητα και με τους κανόνες του γραπτού λόγου. Γιατρός και συγγραφέας, δυο φιγούρες που διαπαιδαγωγήθηκαν από τη μοίρα και το θάνατο, που αγγίζουν την πιο βαθιά ηθική των ανθρώπινων αξιών: και καμιά φορά αυτές οι δυο φιγούρες ταυτίζονται στο ίδιο πρόσωπο, που διπλά προσφέρεται στους άλλους, ακριβώς όπως ο γιατρός-συγγραφέας.

            Η ασθένεια είναι ένα θέμα τόσο διαδεδομένο στη λογοτεχνία ώστε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε, στην κυριολεξία, για έναν λογοτεχνικό τόπο. Σε ένα κείμενο μπορεί να είναι παρούσα με διαφορετικούς τρόπους: μπορεί να είναι η ασθένεια ορισμένων πρωταγωνιστών ή μιας ολόκληρης κοινότητας, μπορεί να είναι ασθένεια σωματική ή ψυχική, μπορεί να έχει μια δική της αξία, θα λέγαμε «τυχαία», ή, πιο συχνά, μια συμβολική αξία.

            Στο παρελθόν, οι άνθρωποι βίωναν την ασθένεια σαν μια τιμωρία που επέβαλαν οι θεότητες.

            Η τιμωρία μπορούσε να αφορά ένα μεμονωμένο άτομο, ένοχο για κάποια φοβερή πράξη προς κάποια άλλα άτομα ή, πιο συχνά, επειδή παραβίασε απαραβίαστα ταμπού. Και όχι μόνον οι ασθένειες και οι επιδημίες (η λέπρα, η πανούκλα), αλλά και οι φυσικές παραμορφώσεις (η καμπούρα, ο ραχιτισμός, κ.ά.) συνδέονται και αποδίδονται σε ηθικές «παραμορφώσεις» του ατόμου. Για τον λόγο αυτό, σχεδόν σε όλες τις πρωτόγονες ή αρχαίες κοινωνίες οι καμπούρηδες και οι παραμορφωμένοι αντιπροσωπεύουν ένα στοιχείο φόβητρου και διατάραξης της τάξης, ίσως επειδή είναι κατατρεγμένοι από τις ίδιες τις θεότητες και δεν μπορούν να είναι μέλη της κοινότητας όπως όλοι οι άλλοι.

            Άλλες φορές η τιμωρία είναι συλλογική και μαζική. Σ’ αυτή την περίπτωση, μια ολόκληρη πόλη ή ένας ολόκληρος πληθυσμός γίνεται αποδέκτης της οργής των θεών. Ανάμεσα στα πιο γνωστά, προς αυτή την κατεύθυνση, παραδείγματα έχουμε πολλές θείες τιμωρίες στην αρχαία Ελλάδα, στη μυθολογία και στην Παλαιά Διαθήκη, όπου ολόκληρες πόλεις καταστρέφονται από τους θεούς γιατί είναι ένοχες ανυπακοής ή ηθικής προσβολής (η Θήβα, στον Οιδίποδα Τύραννο, τα Σόδομα και τα Γόμορρα) ή πληθυσμοί που εξαφανίζονται είτε από φυσικές καταστροφές είτε από ασθένειες. Και στον Όμηρο, στην Ιλιάδα, είναι γνωστές οι ανατομικές αναφορές. Ακόμη, σε λατινικά και μεσαιωνικά κείμενα, όπως στην Αινειάδα του Βιργίλιου και στη Θεία Κωμωδία, και συγκεκριμένα στην Κόλαση, του Δάντη. 

            Στη σύγχρονη εποχή, το θέμα της ασθένειας γίνεται ακόμη πιο σημαντικό. Κατά τον 19ο αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου, είναι κυρίως η φυματίωση και η σύφιλη που προσλαμβάνει μεταφορικές έννοιες στη λογοτεχνία. Κι αυτό γιατί είναι ασθένειες των οποίων τα αίτια και οι θεραπείες ανακαλύφθηκαν πολύ αργά: ασθένειες που εύκολα συνδέονταν με μια δεύτερη ερμηνεία. Δίπλα στη φυματίωση και τη σύφιλη βρίσκονται, αργότερα, οι ψυχασθένειες και ο καρκίνος, και πρόσφατα το AIDS.

            Στη λογοτεχνία η ασθένεια, η νεύρωση, κ.ά., μεταμορφώνονται μέσα από μια διαδικασία εξαγνισμού: οι πιο ταπεινωτικές, οι πιο αποκρουστικές μορφές αυτών των παθήσεων μένουν στο περιθώριο, ενώ έχει προτεραιότητα η συμπτωματική τους αξία με την οποία εκδηλώνεται το μεγαλείο της ψυχής. Εν κατακλείδι: η ασθένεια βρίσκεται μπροστά στην υγεία όπως ο καλλιτέχνης, η ευγενική ψυχή, μπροστά στον μέσο άνθρωπο, στον αστό.

            Η ασθένεια παίρνει λοιπόν τη μορφή μιας άρνησης της τάξης και της εξουσίας, δραπετεύει από τη νοσηρή οργάνωση των κοινωνικό-οικονομικών σχέσεων: γίνεται σύμπτωμα μιας καχεξίας, μιας ανεκπλήρωτης ενσωμάτωσης του ατόμου στην κοινωνία.

            Θα πρέπει όμως να κάνουμε και ορισμένες διακρίσεις: το θέμα αντιμετωπίστηκε είτε ως πλαίσιο στις αφηγήσεις και εκφράσεις των καιρών, είτε ως ιατρικό-επιστημονική μαρτυρία, αλλά το πιο σημαντικό είναι κυρίως η άμεση εμπειρία, και ο τρόπος με τον οποίο αντικατοπτρίζεται στους πρωταγωνιστές. Έτσι, συχνά η ασθένεια γίνεται μεταφορά που παραπέμπει κάπου αλλού, αλλά παραμένει η ίδια κρυμμένη κάτω από τη φόρμα της μεταφοράς και της αλληγορίας. 

            Είναι πολλοί οι συγγραφείς που έχουν περιλάβει το θέμα της ασθένειας στα έργα τους. Μερικές αναφορές:

            Αλεσσάντρο Μαντζόνι: Στο μυθιστόρημα Οι μελλόνυμφοι υπάρχουν τρία κεφάλαια αφιερωμένα στην πανούκλα του 1600. Εδώ, η ασθένεια που καταστρέφει την τάξη και τη ζωή ολόκληρης της πόλης του Μιλάνου, είναι μια μεταφορά του ανορθολογισμού και της κακής διακυβέρνησης. Γράφει ο Μαντζόνι στο κεφάλαιο 32: «Μαζί με την διαφθορά, αυξήθηκε και ο παραλογισμός: όλα τα λάθη που λίγο ως πολύ κυριαρχούσαν κάτω από την καθοδήγηση του πανικού και την ταραχή του νου, προσέλαβαν μια εκπληκτική δύναμη... Η καλή διάθεση υπήρχε, αλλά έμενε κρυμμένη, από τον φόβο της κοινής διάθεσης».

            Τόμας Μανν: Κυρίως στο μυθιστόρημα Το μαγικό βουνό αναπτύσσεται το θέμα της ασθένειας. Εδώ γίνεται ένα στοιχείο που διαχωρίζεται από τον κόσμο της παραγωγικότητας, της εργασίας, του πολέμου, και που επιτρέπει έναν φιλοσοφικό-υπαρξιακό στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη συνθήκη και την ωρίμανση του ατόμου. Γράφει στο κεφάλαιο 5: «Η ασθένεια είναι μια αναίσχυντη μορφή της ζωής. Κι η ζωή με τη σειρά της; Μην είναι μόνο μια λοιμώδης ασθένεια της ύλης;» και παρακάτω «Η ασθένεια σου δίνει την ελευθερία. Σε κάνει... να, τώρα μου έρχεται η λέξη που δεν χρησιμοποίησα ποτέ! Σε κάνει ιδιοφυή».

            Φραντς Κάφκα: Σημαντικό θέμα, κυρίως σε βιογραφικό επίπεδο. Ο Κάφκα διαρκώς σημειώνει σκέψεις πάνω στη σχέση ανάμεσα στη δική του ασθένεια (φυματίωση) και τον δύσκολο δεσμό με τον πατέρα του και την αρραβωνιαστικιά του. Σ’ αυτή την περίπτωση, η ασθένεια ερμηνεύεται άμεσα ως η απόρροια και το σύμβολο των καταστάσεων του εσωτερικού ψυχισμού: αίσθηση γενικής αποτυχίας και επιθυμία ενσωμάτωσης στην οικογένεια και αποδοχής από την πατρική εξουσία. Αυτά τα δύο στοιχεία απαντώνται ως σταθερές σε ολόκληρη τη λογοτεχνική του παραγωγή, από τη Δίκη στον Πύργο, από τη Μεταμόρφωση στα διηγήματα.

            Λουίτζι Πιραντέλλο: Εκτός από την φυματίωση, συχνή ασθένεια και σύμβολο μιας διαφορετικής από την αστική προσωπικότητας, στον Πιραντέλλο είναι σημαντικό και το θέμα της παραφροσύνης, που αναπτύσσεται στα μυθιστορήματα και στα διηγήματά του. Ο άνθρωπος ανάμεσα στο λογικό και το παράλογο, ανάμεσα στην αντικειμενικότητα του πραγματικού και την υποκειμενικότητα της ανάμνησης και του ονείρου, ανάμεσα στην ολότητα του κόσμου και τον κατακερματισμό του εγώ, είναι μερικά από τα πιο συχνά  πιραντελλικά θέματα, που καταδεικνύουν την αμηχανία του ορθολογικού ανθρώπου μπροστά στην αποσύνθεση και την αβεβαιότητα της σύγχρονης κοινωνίας. Γράφει στο διήγημα Μια ημέρα: «Από ποια απόμακρη ανάμνηση τα μάτια  μου, εκείνα των παιδικών μου χρόνων, κοιτούν τώρα, τρομοκρατημένα, δίχως καμιά αμφιβολία, αυτό το γερασμένο πρόσωπο; Εγώ, γέρος πια; Τόσο γρήγορα; Πως είναι δυνατόν;» Και στο θεατρικό του έργο Ένας, κανένας κι εκατό χιλιάδες: «Και οι άλλοι; Και οι άλλοι μήπως δεν βρίσκονται μέσα μου; Για τους άλλους που κοιτούν απ’ έξω, οι ιδέες μου, τα συναισθήματά μου έχουν μια μύτη. Τη μύτη μου. Έχουν κι ένα ζευγάρι μάτια, τα μάτια μου, που εγώ δεν βλέπω αλλά τα βλέπουν οι άλλοι. Τι σχέση υπάρχει ανάμεσα στις ιδέες μου και τη μύτη μου;».

            Ίταλο Σβέβο: Εδώ δεν έχουμε μια πραγματική ασθένεια αλλά μια γήρανση ή μια γενικότερη αδράνεια. Οι πρωταγωνιστές του Σβέβο είναι διαφορετικοί από τους άλλους γιατί, στην ουσία, είναι άτομα χρεοκοπημένα στη ζωή. Στη Συνείδηση του Ζήνωνα, η αντίθεση ανάμεσα στην ασθένεια και την υγεία βασίζεται στην αντίθεση ανάμεσα στην αδράνεια και την σιγουριά, όπου τα «υγιή» άτομα είναι εκείνα που είναι σίγουρα για τον εαυτό τους, δυνατά, αποφασισμένα και γεμάτα εμπιστοσύνη στη ζωή.  Επειδή όμως η δραστηριότητα και η σιγουριά δεν διαρκούν για πάντα, η ασθένεια εμφανίζεται στο τέλος σαν έσχατο αληθινό στάδιο ολόκληρης της κοινωνίας. Γράφει στη Συνείδηση του Ζήνωνα, στο κεφάλαιο 6: «Αναλύω την κατάσταση της υγείας (της Αουγκούστα), αλλά δεν τα καταφέρνω γιατί αντιλαμβάνομαι ότι, αναλύοντάς την, την μετατρέπω σε ασθένεια. Και γράφοντας γι’ αυτήν, αρχίζω να αμφιβάλω αν εκείνη η υγεία δεν χρειάζεται μια θεραπεία ή μια εκπαίδευση για να γιατρευτεί».  

            Μαρσέλ Προυστ: Η ασθένεια στον Προυστ είναι, τις περισσότερες φορές, αποτέλεσμα μιας απομόνωσης από τον υπόλοιπο κόσμο, άρα και από τη φυσιολογική παραγωγική ζωή. Αυτό το θέμα αναπτύσσεται από την αρχή στην Αναζήτηση του χαμένου χρόνου μέσα από τη φιγούρα της θείας του πρωταγωνιστή, την Λεονί, που μένει διαρκώς κλεισμένη στο δωμάτιό της.

            Ζαν-Πωλ Σαρτρ: Η ασθένεια του Σαρτρ είναι Η ναυτία του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος ανακαλύπτει την «συγκυρία» της ύπαρξης, δηλαδή την αδικαιολόγητη συμπεριφορά του και τον ανορθολογισμό του. Είναι η ναυτία μπροστά στην αυθαιρεσία της ζωής, στη μη χρησιμότητα του ανθρώπου, στους ψεύτικους τρόπους ύπαρξης της αστικής κοινωνίας, που βασίζεται στην εργασία, στην παραγωγικότητα, στην ανάμνηση, στην οικογένεια, στην εξουσία και στα υλικά αγαθά (την ιδιοκτησία). Γράφει στο μυθιστόρημα  Η ναυτία: «Το σημαντικό είναι η συγκυρία. Θέλω να πω ότι, εξ ορισμού, η ύπαρξη δεν είναι ανάγκη. Να υπάρχεις είναι να ζεις, τόσο απλά. Εδώ βρίσκεται η ναυτία. Να λοιπόν αυτό που οι αστοί –εκείνοι του Κοτ Βερ και οι άλλοι- προσπαθούν να κρύψουν με την ιδέα τους για το δίκαιο. Αλήθεια, τι ψέμα: κανείς δεν έχει κανένα δικαίωμα. Είναι εντελώς αυθαίρετοι, κι όπως οι άλλοι άνθρωποι, δεν καταφέρνουν να νιώσουν χρήσιμοι».   

            Αλμπέρ Καμύ: Η Πανούκλα είναι ένα σύγχρονο παράδειγμα επαναφοράς ενός αρχαίου θέματος, εκείνου της συλλογικής ασθένειας που κτυπά μια ολόκληρη πόλη. Σ’ αυτό το μυθιστόρημα, η ασθένεια συμβολίζει μεταφορικά τον πόλεμο (παγκόσμιοι και εμφύλιοι πόλεμοι που καταστρέφουν ολόκληρο τον κόσμο στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα), με ό,τι αυτός προκαλεί: τον απομονωτισμό, την απομάκρυνση από τα αγαπημένα πρόσωπα, το πρόβλημα της επιλογής ανάμεσα στην κοινωνική προσφορά και τις ατομικές ανάγκες, το θέμα του θανάτου και της εξορίας. Γράφει ο Καμύ στην αρχή του τρίτου μέρους: «Μερικοί απ’ αυτούς, όπως ο Ραμπέρ, φτάνουν στο σημείο να πιστέψουν, και είναι προφανές, ότι ενεργούσαν ακόμη ως ελεύθεροι άνθρωποι, ότι μπορούσαν ακόμη να επιλέξουν. Αλλά, στην ουσία, σ’ αυτό το σημείο, στα μέσα του Αυγούστου, η πανούκλα είχε κατακλύσει τα πάντα. Έτσι δεν υπήρχε πια το ατομικό πεπρωμένο, αλλά μια συλλογική ιστορία που ήταν η πανούκλα και συναισθήματα που όλοι συμμερίζονταν».      

            Η λογοτεχνία, όπως και η ιατρική, έχουν έναν δικό τους κώδικα σε σχέση με τις άλλες επιστήμες: όλοι έχουμε μια ιδέα αρκετά σαφή γι’ αυτές, αλλά κανείς μας, πιστεύω, δεν μπορεί να πει ακριβώς τι είναι, χωρίς να διακινδυνεύσει να περιορίσει τον ορίζοντά τους. Το γεγονός είναι ότι εκ φύσεως, δεν είναι κάτι το συγκεκριμένο. Όχι μόνον, αλλά ούτε ορισμένες και πολλαπλές είναι και οι διαφορετικές χρήσεις τους.

            Είναι το κλασικό πρόβλημα, η αξιολόγηση του πόση ιδιοφυΐα και γνώση και πόση τεχνική κρύβεται στη λογοτεχνία και στην ιατρική. Μ’ άλλα λόγια: η λογοτεχνία και η ιατρική είναι ένα χάρισμα, μια τέχνη ή ένα επάγγελμα; Ένα ερώτημα, αυτό, άλυτο με την έννοια ότι η λογοτεχνία και η ιατρική είναι όλα αυτά τα πράγματα, είναι ένα ευτυχές μίγμα έμπνευσης, γνώσης και τεχνικής, και ίσως ακριβώς γι’ αυτό, πρέπει να τις θεωρούμε κάτι το θαυματουργό. Παραμένει όμως ένα γεγονός: από μόνες τους, ούτε η έμπνευση, ούτε η γνώση, ούτε η τεχνική μπορούν να τις ερμηνεύσουν.

            Η φροϊδική θεωρία του υποσυνείδητου και της λογοτεχνίας μας δίνει την ευκαιρία να σκεφτούμε και κάτι ακόμη, όχι λιγότερο σημαντικό. Σύμφωνα με τον Φρόιντ, η λογοτεχνία γεννιέται στον άνθρωπο από μια υποσυνείδητη ανάγκη, κάπως όπως τα όνειρα, τα λάπσους και σε ορισμένες περιπτώσεις τα νευρωτικά συμπτώματα. Απλοποιώντας αρκετά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η λογοτεχνία γεννιέται από μια εσωτερική παρόρμηση, από ένα υποσυνείδητο που καταλήγει στη συγγραφική δραστηριότητα, και εδώ βρίσκεται και η συγγενική της σχέση με την ιατρική.

            Από την άλλη μεριά, υπάρχει και μια ιστορική διαδικασία που μπορεί να εξηγήσει, αν όχι τη γέννηση όλης της λογοτεχνίας και όλης της ιατρικής, τουλάχιστον ένα μέρος τους ή των μορφών τους. Αλλά και αυτή τη φορά, παραμένει ένα θέμα: είτε πρόκειται για μια εσωτερική και ανεξέλεγκτη παρόρμηση, είτε για μια ιστορική αναγκαιότητα, είναι εμφανές ότι η λογοτεχνία και η ιατρική έχουν μια αξία ατομική και κοινωνική, που συνδέεται με το παρελθόν και προβάλλεται στο μέλλον.

            Οι σχέσεις ανάμεσα στην ιατρική και τη λογοτεχνία είναι πολύ στενές: ακόμη από την αρχαιότητα, ο Απόλλωνας ήταν μαζί θεός της ιατρικής και της τέχνης, εξάλλου η λογοτεχνία είναι γεμάτη από πρωταγωνιστές που είναι γιατροί ή διάσημοι ασθενείς. Από τη μια η ιατρική έχει, στη σχέση της με τον ασθενή, μορφές έμπνευσης που πλησιάζουν την τέχνη, κι από την άλλη η λογοτεχνία συχνά εμπνεύστηκε από την ιατρική κι αυτό είναι εμφανές στη γλώσσα των δύο επιστημών και στην ιστορία τους. Πολλοί συγγραφείς υπήρξαν γιατροί και αντίστροφα, για παράδειγμα ο Τσέχωφ συνδύασε μεταξύ τους αυτές τις εμπειρίες. Οι διάφορες λογοτεχνικές εκφράσεις με διαφορετικό τρόπο έδωσαν έμφαση στη μία ή την άλλη μορφή του κόσμου της ιατρικής, υπάρχει επίσης και μια σχέση ανάμεσα στην ασθένεια και την καλλιτεχνική έκφραση. Ειδικά η περίπτωση της πνευματικής ασθένειας, όπως στα έργα του Χόλντεριν, του Μοπασσάντ και του Σουίφτ. Η ίδια η λογοτεχνία μπορεί να θεωρηθεί, στην ιατρική λειτουργία της, ως εργαλείο διαμόρφωσης, πέρα από θεραπευτικό βοήθημα, κι από την άλλη μεριά η ιατρική έχει επίσης και μια λογοτεχνική λειτουργία, για παράδειγμα στην κατανόηση κειμένων όπως Ο ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι.

            Όπως οι διάφορες κατευθύνσεις καλλιτεχνικής ψυχοθεραπείας που χρησιμοποιούν το χορό ή τη μουσική, και η βιβλιοθεραπεία είναι τώρα πια αναγνωρισμένη σε διεθνές επίπεδο. Έχει μια παράδοση αρκετά παλιά και αφορά κυρίως  τον προσεκτικό έλεγχο των παθών. Και η ανάγνωση μερικών στίχων μπορεί να έχει ένα ηρεμιστικό ή διεγερτικό αποτέλεσμα. Θα πρέπει βέβαια να διαχωρίσουμε την βιβλιοθεραπεία της αποδοχής ή της παραγωγής και ιδιαίτερα ανάμεσα σε ένα υγιές και ένα ασθενές άτομο. Ο Φρόιντ συνιστούσε στον νευρωτικό ασθενή την επιστημονική λογοτεχνία, ενώ ο Γιούγκ, αντίθετα, δεχόταν την ανάγνωση για τη συμβολική της λειτουργία.  Διαφορετικά βέβαια είναι τα αποτελέσματα της θεραπείας σύμφωνα με τον ασθενή και τα ενδιαφέροντά του.      

            Μέσα από αυτές τις σύντομες σκέψεις γύρω από το ρόλο και τη φύση της λογοτεχνίας και της ιατρικής, δεν μπορέσαμε να δώσουμε έναν ορισμό. Αλλά, ελπίζουμε, η συνειδητοποίηση αυτών των προβληματισμών μπορεί τουλάχιστον να ξεκαθαρίσει την πολυπλοκότητα των συστημάτων που έχουν μια πολύ υψηλή αξία. Διαβάζοντας, μελετώντας, ερευνώντας, ακολουθώντας την αλλαγή των απαιτήσεων και των αναγκών, δεν σημαίνει μόνον να συμβαδίζεις με τον πολιτισμό και την επιστήμη. Σημαίνει, πιο ολοκληρωμένα, να δίνεις στη λογοτεχνία και στην ιατρική μια πανανθρώπινη αξία, με την πιο πλατιά έννοια του όρου. Η λογοτεχνία και η ιατρική φαίνεται να είναι μια αποκλειστικότητα του ανθρώπου. Τον συνοδεύουν από πάντα και σε κάθε στιγμή, μικρό και μεγάλο, μεμονωμένα και ομαδικά, ως μέσον και ως σκοπός.

 *Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ