Η Κοινωνία της κόπωσης

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 23.12.21 ]

Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν

Μετάφραση: Ανδρέας Κράουζε

Εκδ. Opera, 2015

Ο Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν θεωρεί ότι η κοινωνία του21ου αιώνα δεν είναι πια κοινωνία της πειθαρχίας αλλά κοινωνία της επίδοσης: «Σήμερα η υπερβολική εργασία και επίδοση οξύνονται και καταλήγουν να γίνουν αυτοεκµετάλλευση, η οποία είναι αποτελεσµατικότερη της εκµετάλλευσης από τρίτους, γιατί συνοδεύεται από ένα αίσθηµα ελευθερίας. Εκµεταλλευτής και εκµεταλλευόµενος είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Θύτης και θύµα, το ίδιο.»

Οι απαγορεύσεις και οι κανόνες έχουν δώσει τη θέση τους στα πρότζεκτ, στις πρωτοβουλίες και στα κίνητρα. Ενώ η κοινωνία της πειθαρχίας με την αρνητικότητα της παράγει τρελούς και εγκληματίες, η κοινωνία της επίδοσης, αντιθέτως, γεννά καταθλιπτικούς και αποτυχημένους.

 Η θετικότητα του «μπορώ» είναι πιο αποτελεσματική από την αρνητικότητα του «πρέπει». Το επιδοσιακό υποκείμενο είναι ταχύτερο και παραγωγικότερο από το υπάκουο υποκείμενο αλλά η υπερδραστηριότητα τον καταστρέφει. Ο κύριος γίνεται δούλος. Η vita active έχει αρθεί σε απόλυτη αρχή.

 Σε αυτό το βιβλίο, ο Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν τεκμηριώνει πώς «ο σύγχρονος σκλάβος έχει σε μεγάλο βαθμό επιλέξει ο ίδιος την υποδούλωσή του», προκειμένου να εξασφαλίσει την ελάχιστα ενδιαφέρουσα και απολύτως κενή επιβίωσή του.

Ακριβώς όπως η «κοινωνία της πειθαρχίας» του Φουκώ παράγει τρελούς και εγκληματίες, έτσι και η «κοινωνία της θετικότητας», υιοθετώντας το σλόγκαν Yes we can, ανάγει την αυτοεκμετάλλευση σε κυρίαρχη συμπεριφορά.

Στην "Κοινωνία της κόπωσης" (best seller σε πολλές χώρες), ο διάσημος κορεάτης φιλόσοφος εκθέτει τους λόγους αυτής της  συμπεριφοράς και εξηγεί με ποιον τρόπο οι κοινωνίες μας έχουν πέσει θύματα της κατάχρησης της «θετικότητας». Η έννοια αυτή, υποβοηθούμενη από την ψευδαίσθηση της «ελευθερίας επιλογής», παράγει κουρασμένους, αποτυχημένους και καταθλιπτικούς ανθρώπους, γράφει. Όταν η κοινωνία της πειθαρχίας έγινε κοινωνία της επίδοσης, το Υπερεγώ άρχισε να θετικοποιείται, για να γίνει ένα ιδεώδες Εγώ. Το ιδεώδες Εγώ επιβάλλει στο Εγώ ένα θετικό εξαναγκασμό, την ανάπτυξη της αυτοεπιθετικότητας. Το επιδοσιακό υποκείμενο εκμεταλλεύεται τον εαυτό του ώσπου να αναλωθεί εντελώς, να καεί (Burn–out).

Το επιδοσιακό υποκείμενο της ύστερης νεωτερικότητας δεν έχει ως αρχές το καθήκον, ή την υπακοή αλλά την ελευθερία και την επιθυμία. Δεν δρα πλέον υπό τις διαταγές του Άλλου και η ελευθερία από τον Άλλο μετατρέπεται σε μια ναρκισσιστική σχέση με τον εαυτό που ευθύνεται για πολλές ψυχικές διαταραχές. Ενώ η υστερία είναι μια ψυχική ασθένεια της κοινωνίας της πειθαρχίας, η κατάθλιψη είναι η σημερινή ασθένεια. Συνυπεύθυνη της κατάθλιψης είναι η υπερελεγκτική σχέση που αναπτύσσεται με τον Εαυτό. Το υποκείμενο φθείρεται σαν να ήταν μέσα σε ένα τροχό του χάμστερ που γυρίζει όλο και πιο γρήγορα γύρω από τον εαυτό του.

Ασκούμε βία λοιπόν στον εαυτό μας και αυτή η βία είναι πιο μοιραία γιατί το θύμα της νομίζει ότι είναι ελεύθερο. Ο κυρίαρχος της κοινωνίας της επίδοσης είναι ο homo sacer του εαυτού του. Η βία της θετικότητας δεν είναι στερητική αλλά κορεστική. Αυτό που μας αρρωσταίνει είναι η επιταγή της επίδοσης, αυτή η νέα εντολή της μετανεωτερικής κοινωνίας της εργασίας. Το καταθλιπτικό άτομο είναι το animal laborans που εκμεταλλεύεται τον εαυτό του οικειοθελώς. Είναι ταυτόχρονα θύτης και θύμα.

Ο συγγραφέας καταλήγει στην εξύμνηση της vita contemplativa που προϋποθέτει μια «παιδαγωγική του βλέμματος». Είναι πλάνη, γράφει να πιστεύουμε ότι όσο πιο δραστήριοι γινόμαστε, τόσο πιο ελεύθεροι είμαστε. Η κόπωση επιτρέπει μια ήρεμη απραξία, μια ιδιαίτερη ορατότητα. Η εξαντλητική κόπωση είναι κόπωση της θετικής δύναμης ενώ η κόπωση που εμπνέει είναι η κόπωση της αρνητικής δύναμης, δηλαδή του να μην κάνω τίποτα. Αν και στην εποχή της πανδημίας η κοινωνία της επίδοσης συνιστά φαινομενικά αναχρονισμό, το δοκίμιο εξακολουθεί να έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς η 'αυτοεκμετάλλευση' συμπίπτει με την προώθηση της ουμπεροποιημένης κοινωνίας, της κοινωνίας των 'αυτο-απασχολούμενων', δηλαδή των εργαζόμενων χωρίς κανένα εργασιακό δικαίωμα...