Η ψυχίατρος Κατερίνα Μάτσα, πρώην διευθύντρια της Μονάδας Απεξάρτησης 18 ΑΝΩ του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής (Ψ.Ν.Α.), συγγραφέας, εκδότρια του περιοδικού "Τετράδια Ψυχιατρικής" και από τους πρώτους γιατρούς που συμμετείχαν στην πρωτοβουλία των Κοινωνικών Ιατρείων, συνεχίζει να μάχεται τις προκαταλήψεις που καλλιεργούνται συστηματικά μέσα στην κοινωνία, υποστηρίζοντας ότι η τοξικομανία δεν είναι νόσος, αλλά κοινωνικό φαινόμενο.
Η Κατερίνα Μάτσα μιλάει στο vice.com για το προφίλ του τοξικομανή σήμερα, για τoν τρόπο που η τοξικομανία χρησιμοποιείται ως μέσο κοινωνικού ελέγχου και για τη σημασία του να παραμένει κανείς δημιουργικός, μαχητικός και αισιόδοξος.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του τοξικομανή σήμερα; Το προφίλ του εξαρτημένου ατόμου αλλάζει από δεκαετία σε δεκαετία;
Κατερίνα Μάτσα: Σίγουρα αλλάζει, άλλωστε η τοξικομανία είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο και από αυτήν την άποψη οι αλλαγές που έχουν γίνει στην κοινωνία επηρεάζουν και το φαινόμενο της τοξικομανίας. Τα παιδιά σήμερα δεν παίρνουν ναρκωτικά για να πεθάνουν, αλλά για να καταφέρουν να ζήσουν, να καταφέρουν να επιβιώσουν σε έναν αβίωτο κόσμο, σε μια αβίωτη πραγματικότητα. Τα παιδιά που βρίσκονται στις πιάτσες σήμερα και παίρνουν ό,τι βρουν μπροστά τους, ανακατεύουν όλες τις ουσίες και επιπλέον χρησιμοποιούν τα λεγόμενα «ναρκωτικά της κρίσης», δηλαδή ουσίες πολύ τοξικές, αλλά πολύ φθηνές, δεν είναι αντίστοιχα με τα παιδιά της δεκαετίας του ’80, για παράδειγμα. Τότε, είχαμε ένα μεγάλο κύμα τοξικομανίας στην Ελλάδα, αλλά ήταν πολύ διαφορετικό.
Εκείνα τα παιδιά -σε εκείνη τη γενιά ανήκει και ο Σιδηρόπουλος- είχαν βασικά απογοητευθεί από το τέλος της μεταπολίτευσης, το τέλος των προσδοκιών για μια πραγματική κοινωνική αλλαγή και αυτή η ματαίωση, κάποιους, τους πιο ευαίσθητους, τους έστρεψε προς τον κόσμο των ουσιών, σε μια φυγή από μια πραγματικότητα που δεν τους έκανε. Τα σημερινά παιδιά παίρνουν τις ουσίες μέσα στην απελπισία και την απόγνωση. Δεν οραματίζονται, δηλαδή, έναν άλλον κόσμο, δεν πιστεύουν σε μιαν άλλη πραγματικότητα, αλλά θέλουν απλά να ξεφύγουν από αυτή που ζουν. Αυτά τα παιδιά δεν παίρνουν ναρκωτικά για να πεθάνουν, αλλά για να καταφέρουν να ζήσουν, να καταφέρουν να επιβιώσουν σε έναν αβίωτο κόσμο, σε μια αβίωτη πραγματικότητα. Μέσα στην κίνησή τους αυτή εκφράζεται μια απελπισία που χαρακτηρίζει και την κοινωνία της μεγάλης στέρησης, της φτώχειας, της ματαίωσης, των φόβων που κυριαρχούν.
Πώς γίνεται να υπάρχουν πιάτσες σε τόσο κεντρικά σημεία; Είναι συνειδητή επιλογή των Αρχών να το επιτρέπουν; Καθώς είναι αδύνατο να μην το βλέπουν.
Η Αστυνομία γνωρίζει πολύ καλά τις πιάτσες των τοξικομανών. Παρεμβαίνει, μόνο όταν θέλει να τις μετακινήσει -π.χ. από την Τοσίτσα στη Νομική- οργανώνοντας τις γνωστές «επιχειρήσεις-σκούπα», για πολιτικούς πάντα λόγους.
Ποιους πολιτικούς σκοπούς μπορεί να εξυπηρετεί η μετακίνηση των τοξικομανών μέσα στην πόλη;
Η πολιτική εξουσία εκμεταλλεύεται τους διάχυτους φόβους, τη δυσφορία του πληθυσμού σε συνθήκες κρίσης, για να διαμορφώσει με τη βοήθεια των ΜΜΕ ένα κλίμα που στοχοποιεί κοινωνικές ομάδες (τοξικομανείς, παράνομους μετανάστες κ.α.) ως αιτία του κακού. Ο διωγμός, λοιπόν, αυτών των αποκλεισμένων, από μια περιοχή όπου είναι μαζεμένοι, παρουσιάζεται ως επιχείρηση σωτηρίας του πληθυσμού από τους κίνδυνους μετάδοσης μολυσματικών ασθενειών, από την παραβατικότητά κτλ, σκοπεύοντας σε πολιτικά οφέλη. Όπως, χαρακτηριστικά, είχε συμβεί το 2012, από τον πρώην υπουργό Προστασίας του Πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και τον πρώην υπουργό Υγείας Ανδρέα Λοβέρδο.
Τι μαθαίνει κανείς προσφέροντας;
Μαθαίνεις ότι ακόμη και εκείνοι που έχουν ισοπεδωθεί από τη ζωή μπορούν να σηκωθούν ξανά όρθιοι, όταν τους αντιμετωπίσεις ισότιμα, με σεβασμό στην ανθρώπινη αξία τους και τους δώσεις την ευκαιρία να ξεπεράσουν τα δικά τους προβλήματα προσφέροντας και οι ίδιοι σε αυτούς που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα -ένα από τα πολλά- είναι οι πολύμορφες παρεμβάσεις σε πρόσφυγες και μετανάστες από τα μέλη της συλλογικότητας Συλλογικές Δράσεις Κοινωνικής Αλληλεγγύης του 18 ΑΝΩ. Είναι εξαιρετικά σημαντικό για αυτά τα παιδιά να υπάρχουν άνθρωποι που τα κοιτάζουν όχι με ένα βλέμμα που ντροπιάζει, αλλά με ένα βλέμμα που δίνει κουράγιο.
Ποια είναι η διαφορά προσφοράς και φιλανθρωπίας;
Η λογική της φιλανθρωπίας δεν θέτει σε αμφισβήτηση το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, όπως κάνει η έννοια της αλληλεγγύης. Στη φιλανθρωπία, ο φιλάνθρωπος βοηθά αυτόν που έχει ανάγκη, από μια θέση ισχύος, μια θέση ανωτερότητας. Στην κοινωνική προσφορά και την αλληλεγγύη, η βοήθεια προσφέρεται σε μια βάση ισοτιμίας, με στόχο τη σύναψη κοινωνικού δεσμού, μέσα από την υπέρβαση των διακρίσεων στις κοινωνικές σχέσεις.
Υπάρχει κάποια ιστορία που σας έχει επηρεάσει;
Θυμάμαι μια περίπτωση που μου περιέγραφε μια θεραπεύτρια του 18 ΑΝΩ και νομίζω ότι είναι ενδεικτική του καταλυτικού ρόλου που παίζει η θεραπευτική σχέση στο να προχωρήσει το άτομο στη ζωή του. Πριν δύο εβδομάδες, λοιπόν, έγινε η δίκη ενός παιδιού που είχαμε στο πρόγραμμα έως το 2009, όταν και ολοκλήρωσε. Το 2008, όσο ήταν ακόμη στο πρόγραμμα, συνέβη η δολοφονία του Γρηγορόπουλου και ακολούθησε ο Δεκέμβρης και η εξέγερση. Το παιδί αυτό βρέθηκε στον χώρο του Πολυτεχνείου, στον χώρο των γεγονότων, όπως χιλιάδες παιδιά. Η Αστυνομία έπιασε κάποιους, όποιους βρήκε μπροστά της τέλος πάντων, ανάμεσα στους οποίους ήταν και αυτός και του φόρτωσαν φοβερές κατηγορίες. Βρέθηκε να κατηγορείται για εγκληματικές ενέργειες και να κινδυνεύει να πάει ισόβια. Ο άνθρωπος αυτός τότε είχε ήδη δύο παιδιά, ενώ η γυναίκα του, που ήταν και εκείνη εξαρτημένη, απεξαρτήθηκε επίσης, μέσα στο πρόγραμμα για τις μητέρες. Από τότε, έχουν περάσει δέκα χρόνια. Στο δικαστήριο που έγινε, λοιπόν, η στάση των δικαστών ήταν πάρα πολύ σκληρή, δεν αναγνώριζαν τίποτα, πάρα μόνο τον λόγο των αστυνομικών. Στη δίκη ήταν παρούσα και η ατομική του θεραπεύτρια η οποία τον υπερασπίστηκε πολύ θαρραλέα και εξήγησε πώς εκείνη την περίοδο ο άνθρωπος αυτός έμενε σε έναν ξενώνα του 18 ΑΝΩ στη Μιχαήλ Βόδα, που ήταν ουσιαστικά μέσα στα γεγονότα.
Μετά το δικαστήριο, εκείνος της έγραψε ένα γράμμα στο οποίο κατέληγε ότι όταν την κοιτάζει στα μάτια, ακόμη και όταν λυγίζει και αισθάνεται ότι η θέση του είναι στη φυλακή, αυτό που διαβάζει στο βλέμμα της είναι εκείνο το «Πρέπει να ζήσεις, βρε», που του έλεγε. Αυτή η πίστη στο ότι πρέπει να ζήσει και να συνεχίσει να δίνει τη μάχη του είναι που τον κρατάει όρθιο. Όλη η θεραπεία βασίζεται σε αυτήν τη σχέση. Η θεραπευτική σχέση είναι μια σχέση πολύ βαθιάς κατανόησης, είναι μια σχέση αγάπης και σεβασμού στο πρόσωπο του άλλου και γι’ αυτό έχει ρόλο καταλυτικό. Είναι εξαιρετικά σημαντικό για αυτά τα παιδιά να υπάρχουν άνθρωποι που τα πιστεύουν, άνθρωποι που τα κοιτάζουν όχι με ένα βλέμμα που ντροπιάζει, αλλά με ένα βλέμμα που δίνει κουράγιο.
Έχετε περάσει όλη σας τη ζωή να αγωνίζεστε για κάτι, αυτήν την περίοδο δράτε κυρίως μέσω των Κοινωνικών Ιατρείων και άλλων αυτοοργανωμένων δομών. Σκεφτήκατε ποτέ να καθίσετε σπίτι σας και να τα αφήσατε όλα αυτά;
Δεν σκέφτηκα ποτέ να ιδιωτεύσω, να καθίσω στο σπίτι. Ο αγώνας για τα κοινά, με επαναστατικούς πάντα ορίζοντες και όραμα, δίνει το αληθινό νόημα στη ζωή, στις μεγάλες και τις μικρές στιγμές της. Άλλωστε, τα Κοινωνικά Ιατρεία και Φαρμακεία δεν προσφέρουν μόνο φροντίδα υγείας και δωρεάν φάρμακα σε όλους όσοι έχουν ανάγκη, είτε είναι ασφαλισμένοι είτε ανασφάλιστοι, αλλά λειτουργούν και ως χώροι συλλογικότητας και κοινής δράσης, στη βάση της αλληλεγγύης, σε σύγκρουση με την εξατομίκευση και την αποξένωση που έχουν σήμερα αποκτήσει δραματικές διαστάσεις. Λειτουργούν, δηλαδή, ως εστίες αντίστασης στην κοινωνική καταστροφή. Αποτελούν, θα λέγαμε, έναν φάρο ελπίδας μέσα σ' ένα κλίμα γενικευμένης κοινωνικής απόγνωσης.
Έχετε αμφισβητήσει ποτέ τον εαυτό σας; Τις ιδέες σας; Υπάρχει κάτι στο οποίο πιστεύατε νεότερη και πλέον το έχετε ξεπεράσει;
Κάνω συχνά αυτοκριτική για τα λάθη μου, προσπαθώ να μαθαίνω απ' αυτά.
Ποια είναι η μεγαλύτερη μάχη που έχετε δώσει;
Μια από τις μεγαλύτερες μάχες δόθηκε για να γίνει δυνατή η ανθρωπιστική αποστολή της Κοινωνικής Επανένταξης του 18 ΑΝΩ τον Μάη του 1999 στο Βελιγράδι, που βομβαρδιζόταν από το ΝΑΤΟ: Ένα πούλμαν γεμάτο με θεραπευτές και θεραπευόμενους που βρίσκονταν στη φάση της κοινωνικής επανένταξης διέσχισε τη βαλκανική, υπερπηδώντας πολλά εμπόδια και έφτασε στο Βελιγράδι, όπου όλοι μαζί συναντήσαμε Γιουγκοσλάβους συναδέλφους στο Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας Βελιγραδίου, συμμετείχαμε σε καλλιτεχνικές δημιουργίες μαζί με θεραπευόμενους του Ινστιτούτου, διαδηλώσαμε ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο στους δρόμους του Βελιγραδίου, ζήσαμε τους βομβαρδισμούς δύο μεγάλων νοσοκομείων -το ένα μαιευτήριο- κατά τη διανυκτέρευσή μας εκεί και στο τέλος του τριημέρου επιστρέψαμε στην Αθήνα συγκλονισμένοι, με τους θεραπευόμενους ακόμη πιο αποφασισμένους να ολοκληρώσουν την απεξάρτησή τους και όλους μας με την κοινή απόφαση να συνεχίσουμε τη μάχη ενάντια στην κοινωνική αδικία, τον παραλογισμό και τις θηριωδίες του πολέμου.
Πότε βρεθήκατε τελευταία φορά στον δρόμο; Γιατί κατεβαίνετε ακόμη σε διαδηλώσεις; Ποια η σημασία τους σήμερα;
Συμμετέχω πάντα σε διαδηλώσεις. Η τελευταία διαδήλωση που πήρα μέρος ήταν στις 15 Γενάρη, ενάντια στο απεργοκτόνο πολυνομοσχέδιο. Οι διαδηλώσεις δεν είναι ξεπερασμένες μορφές πάλης, έστω και αν δεν είναι πια τόσο μαζικές. Έχουν σημασία, επειδή εκφράζουν ένα πνεύμα συλλογικής αντίστασης, συνενώνοντας ανθρώπους από διάφορους χώρους που αρνούνται να σκύψουν το κεφάλι και να αποδεχτούν τα τετελεσμένα.
Πώς σχετίζεται ο αγώνας κατά της εξάρτησης με τον αγώνα για την κοινωνική αλλαγή;
Η εξάρτηση ως κοινωνικό φαινόμενο έχει τις ρίζες της βαθιά στην κρίση της κοινωνίας και του πολιτισμού. Δεν σχετίζεται μόνο με το ευάλωτο ψυχολογικό υπόστρωμα κάποιου συγκεκριμένου ατόμου, αλλά και με την κοινωνική ευαλωτότητα, τη ρήξη των κοινωνικών δεσμών. Εκφράζει τη δυσφορία του ατόμου μέσα σ’ έναν πολιτισμό παρακμής, για να παραφράσω την έκφραση του Freud, για τον πολιτισμό ως πηγή δυστυχίας. Μια δυσφορία που ωθεί τα πιο ευάλωτα άτομα στην αναζήτηση δρόμων φυγής από αυτήν την αβίωτη πραγματικότητα. Έτσι, εγκαθιδρύεται η σχέση αυτού του ατόμου με την ουσία, το αντικείμενο της εξάρτησής του. Πρόκειται για μια σχέση αποκλειστικότητας που το αποξενώνει από την κοινωνική πραγματικότητα, τους άλλους, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του, την ανθρώπινη ουσία του, δηλαδή από το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων, όπως ορίζει ο Marx την ουσία του ανθρώπου. Αποτελεί, λοιπόν, μια πρόκληση η εμβάθυνση σ’ αυτό το φαινόμενο της ακραίας κοινωνικής αλλοτρίωσης και η αντιμετώπισή του στο επίπεδο της θεραπείας απεξάρτησης του εξαρτημένου ατόμου.
Γιατί τότε κάποιοι μιλούν για νόσο και ασθενείς;
Το 18 ΑΝΩ έχει μια πολύ μεγάλη ιστορία μάχης με αυτήν την αντίληψη. Από τότε που πρωτοδιατυπώθηκε, ακόμη προτού έρθει ο ΟΚΑΝΑ και εφαρμοστεί αυτή η πολιτική της χορήγησης υποκαταστάτων. H τοξικομανία δεν είναι νόσος. Η αντίληψη της τοξικομανίας ως νόσου καταρχάς απενοχοποιεί την κοινωνία, στη συνέχεια απενοχοποιεί την οικογένεια και βέβαια απενοχοποιεί και τον χώρο της φροντίδας, γενικά.
Η μάχη για την αντιμετώπιση του φαινομένου της εξάρτησης ως κοινωνικό φαινόμενο απαιτεί μια σοβαρή σύγκρουση με το ακαδημαϊκό, το ψυχιατρικό κατεστημένο και τον ρόλο του στην ψυχιατρικοποίηση της εξάρτησης και την κατάταξή της στις ψυχικές διαταραχές, όπως αναλύεται ιδιαίτερα στο τελευταίο μου βιβλίο Παρίες Ανάμεσα στους Παρίες. Τοξικομανείς και ψυχοπαθολογία. Η ιατρική και η ψυχιατρική κοινότητα, όπως και οι φαρμακευτικές εταιρείες, έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τον ορισμό της τοξικομανίας ως χρόνια, υποτροπιάζουσα νόσο του εγκεφάλου και μάλιστα ανίατη, υπηρετώντας και με αυτόν τον τρόπο τη βιοεξουσία, που χρησιμοποιεί την τοξικομανία ως μέσον κοινωνικού ελέγχου.
Ας μιλήσουμε και για την επανάσταση, όταν οι μάζες έρχονται στο προσκήνιο της Ιστορίας ως πρωταγωνιστές της. Στο βιβλίο σας αναφέρεστε στο διπλό στίγμα που αντιμετωπίζουν οι τοξικομανείς που έχουν κάποια ψυχοπαθολογία. Είναι εκείνοι οι άνθρωποι που όλοι τους γυρίζουν την πλάτη;
Σε αυτές τις περιπτώσεις οι άνθρωποι έχουν διπλό στίγμα. Στην εποχή μας, που ο ρατσισμός έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις και ο κοινωνικός ρατσισμός έχει φωλιάσει μέσα στην κοινωνία συνολικά, ακόμη και στον χώρο της υγείας, οι άνθρωποι αυτοί αντιμετωπίζονται με ρατσισμό. Για παράδειγμα, ένας τοξικομανής που έχει κατάθλιψη και κάνει απόπειρα αυτοκτονίας δεν θα αντιμετωπιστεί με τον ίδιο τρόπο που θα αντιμετωπιστεί ένας άνθρωπος που δεν έχει πρόβλημα ναρκωτικών. Υπήρξαν περιπτώσεις που δεν κρατήθηκαν καν στα εφημερεύοντα ψυχιατρικά νοσοκομεία. Αυτοί οι άνθρωποι βιώνουν μια αντιμετώπιση αποκλεισμού, περιφρόνησης και ταπείνωσης. Με λίγα λόγια, αφήνονται στη μοίρα τους, αφήνονται να πεθάνουν.
Ποια θεωρείτε αποτελεσματική μορφή αντίστασης;
Είναι αποτελεσματική οποιαδήποτε μορφή αντίστασης αποφασίζεται μέσα από συλλογικές, δημοκρατικές διαδικασίες αυτοοργάνωσης. Θεωρώ, όμως, ότι δεν πρέπει να περιορίζουμε τον αγώνα μας στην αντίσταση, παρόλο που είναι αναγκαία. Ας μιλήσουμε και για την επανάσταση, όταν οι μάζες έρχονται στο προσκήνιο της Ιστορίας ως πρωταγωνιστές της.
Πιστεύετε ότι η κοινωνική επανάσταση είναι ένα ρεαλιστικό ζητούμενο;
Το καπιταλιστικό σύστημα, έχοντας εξαντλήσει όλο το δυναμικό του, βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στην κρίση και την παρακμή. Η άρχουσα τάξη δεν έχει πια καμιά στρατηγική διεξόδου από την κρίση. Ζούμε μια τεράστια κοινωνική καταστροφή σε όλα τα επίπεδα, ένα ζοφερό παρόν χωρίς ορίζοντα στο μέλλον. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, η κοινωνική επανάσταση και η ανατροπή αυτού του συστήματος που γεννά διαρκώς πόνο και δυστυχία, συσσωρεύοντας ερείπια επί ερειπίων, δεν είναι μόνο αναγκαία, αλλά είναι και η μόνη ρεαλιστική δυνατότητα να βγούμε από την κρίση και να οικοδομήσουμε ένα φωτεινό μέλλον για όλη την ανθρωπότητα. Ο άνεμος της Ιστορίας μας σπρώχνει προς τα εμπρός, όπως ερμηνεύει ο Walter Benjamin τον καταπληκτικό πίνακα του Paul Klee «Angelus Novus».
Είστε αισιόδοξη για το μέλλον; Σε τι ελπίζετε;
Θεωρώ ότι ένα από τα πιο ωραία συνθήματα που ακούγονται στις διαδηλώσεις είναι το «Σ’ αυτούς τους δρόμους, σ’ αυτήν την κοινωνία, η επανάσταση δεν είναι ουτοπία». Η επανάσταση, λοιπόν, θα γίνει και θα είναι διαρκής, όπως το ανέλυσε ο Leon Trotsky, μέχρι την οριστική απελευθέρωση του ανθρώπου. Η επανάσταση, έλεγε ο Saint-Just, δεν πρέπει να σταματήσει, παρά μόνο με την κατάκτηση της ευτυχίας για όλους.