Κωστής Παπαγιώργης: Ο Εαυτός ως περιπέτεια του Εγώ
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 05.02.21 ]Κωστής Παπαγιώργης,
Ο Εαυτός,
Εκδόσεις Καστανιώτης, 2016
Η ενασχόληση με τον «εαυτό» εκδηλώνεται ήδη από τις πρώτες υπαρξιακές αναζητήσεις του Παπαγιώργη και κορυφώνεται στο τελευταίο ημιτελές έργο του με τον τίτλο «Ο Εαυτός». Το βιβλίο περιέχει μια εκτενή, περιεκτική και κατατοπιστική εισαγωγή από τον Θάνο Χατζόπουλο. Στον «Εαυτό» ο Παπαγιώργης γράφει για τη σωματικότητα και το άυλο μέρος του εαυτού, το πνεύμα, τα πάθη, τις αισθήσεις, τις ψυχικές διακυμάνσεις, την περιπέτεια του «εγώ». Παραπέμπει σε νευροψυχιάτρους (όπως οι Ζαν Λερμίτ, Φρόυντ), ψυχολόγους (όπως ο Ντιντιέ Ανζιέ, ο Ουίνικοτ), φιλοσόφους (όπως ο Αριστοτέλης, ο Καντ, ο Κίρκεγκωρ ή ο Χιουμ), αλλά και σε λογοτέχνες και ποιητές (όπως οι Τολστόι, Σταντάλ, Τζέημς Τζόις).
«Ουσιαστικά», γράφει, «δεν έχουμε καμιά δυνατότητα να αλλάξουμε στο παραμικρό το σώμα μας. Το αποδεχόμαστε όπως είναι, όσο κι αν οι εγχειρήσεις, οι παρεμβάσεις των αισθητικών, οι ατυχίες της ζωής ενδέχεται να αφήσουν ανεξάλειπτα ίχνη. Ισχύει, με άλλα λόγια, ένα αόρατο συμβόλαιο ανάμεσα στη συνείδησή μας και τη σαρκική ύπαρξη που αποδεικνύεται μοίρα, ιδιωτικό πεπρωμένο και γρίφος αμετάθετος. Άλλωστε πρόκειται για ένα περικαλλές συγκρότημα που ταχέως μπολιάζει τον ψυχισμό, συνταυτίζεται μαζί του καταλήγοντας άθροισμα άνευ προσθέσεως. Πάσα ψυχική κατάσταση ενδοπροβάλλεται στη σωματικότητα με τα γνωστά επαμφοτερίζοντα συμπτώματα».
Στο βιβλίο ερευνάται η προσωπική ταυτότητα και το μυστήριό της. Το κατέχουμε; Και αν ναι, τι ακριβώς κατέχουμε; Ένα σώμα, μια συνείδηση, μια μνήμη; Ή μήπως όλα αυτά μέσα στις μεταμορφώσεις του χρόνου; Στο επίκεντρο βρίσκεται «η ενδοσωματική μας συνθήκη» ως εκείνο «που δεν εκφράζεται, ούτε μεταδίδεται, η σωματικότητα ως ανεξήγητο σκήνωμα». Ποιο τελικά ηγείται, το σώμα ή η συνείδηση, το έξω ή το μέσα, το ορατό ή το αόρατο;
«Η σάρκα είναι «ενσαρκωμένη ιστορία, υποστασιοποιημένος χρόνος, εξωτερικότητα που δεν της λείπει η εσωτερικότητα», μας λέει. «Πόσο δικό μας είναι το σώμα «μας»;», ρωτάει. «Ασφαλώς, κρατώντας στην παλάμη μας ένα μήλο, μπορούμε να δοκιμάσουμε την ίδια ερώτηση: Πόσο δικό μου είναι το μήλο που ετοιμάζομαι να φάω; Πόσο δικό μου να είναι το είδωλο που διακρίνω πάνω στην επιφάνεια του νερού; Πόσο δικό μου είναι το σάλιο που έχω μέσα στο στόμα μου; Το σακάκι, το δαχτυλίδι, το καπέλο που φοράω; Η απορία εν προκειμένω δεν αφορά μόνο το εκάστοτε πράγμα που μπορεί να αντικαθίσταται ελεύθερα από κάτι άλλο, όσο την έννοια της κατοχής και αυτόν που την ασκεί. Μπορούμε για παράδειγμα να ρωτήσουμε: Πόσο δικό «μου» είναι το δικό «σου; [...]ποιοι μου κληροδότησαν το σώμα μου; Τι μεταλλαγές υπέστη το αρχέγονο κορμί επί αλογάριαστους αιώνες και χιλιετίες μέχρι να φτάσει στη δική μου αναγνωρίσιμη μορφή; Άλλωστε το σώμα ουδεμία σχέση έχει με όλα αυτά. Λαός ασωμάτων δεν υπάρχει, μόνο πλατεία «Ασωμάτων». Δεν είναι κάτι που το ενδύεσαι ή το απεκδύεσαι, που το ξεχνάς ή το αναθυμάσαι, που το έχεις ή δεν το έχεις, που το προβάλλεις ή το κρύβεις, τέλος πάντων δεν είναι κάτι που απέχει από το εγώ μας, όσο κι αν κρυφοπιστεύουμε ότι ο εαυτός μας διαθέτει πρωτογενή βαθύτητα, πολύ διαφορετική από την κοινή εξωτερικότητα της σάρκινης παρουσίας. Κατά συνέπεια η απορία εγείρεται φυσιολογικότατα: τι είναι το σώμα μας; Αν αποπειραθεί κανείς να απαντήσει, η ίδια η συνήθεια εμφανίζεται πανέτοιμη να του κλείσει το στόμα με δέκα παλάμες».
Η σχέση με το σώμα αποδεικνύεται δραματική τόσο στην προφάνειά της όσο και στην εσώτερη και ανεξιχνίαστη λειτουργία της, «οικεία εικόνα, παράφραση του εγώ μας και ισόβια μοίρα». Για τον Παπαγιώργη, ο εαυτός, δεν αποτελεί δεδομένο παρά επώδυνη ευρεσιτεχνία, αυτοανακάλυψη που συχνά γειτονεύει με την παράνοια.
Ο όρος «επιμέλεια εαυτού» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Σωκράτη, στο Διάλογό του «Αλκιβιάδης», όπου ο Αλκιβιάδης εκφράζει την επιθυμία να διοικήσει την πόλη και έτσι με αυτόν τον τρόπο να μπορέσει να προσφέρει στους συμπολίτες του. Τότε είναι που ο Σωκράτης για πρώτη φορά λέει στον Αλκιβιάδη ότι για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ευθύνης, που θέλει να αναλάβει, θα πρέπει να μάθει πρώτα να επιμελείται του εαυτού του. Το ερώτημα «ποιος είμαι» αποτελεί τη λυδία λίθο της φιλοσοφικής σκέψης. Το υποκείμενο της φιλοσοφίας μετατρέπεται στο αντικείμενό της όταν ο άνθρωπος στοχάζεται τον κόσμο και συνομιλεί με τους άλλους. Το ερώτημα αυτό συνοδεύει την αναζήτηση μιας ταυτότητας, αλλά όχι αποκλειστικά με τη στενή έννοια της σύμπτωσης ενός υποκειμένου με μία σειρά ιδιοτήτων. Οι ιδιότητες παραπέμπουν σε μια δυνητικότητα, σε μια ανοιχτότητα ή σε μια ελλειπτικότητα σχηματισμών. Ο εαυτός νοείται ως το υποκείμενο, ο ρόλος ή η ταυτότητα. Γι’ αυτό ο συγγραφέας ονομάζει τον Εαυτό «προκατάληψη και αναχρονισμό». Η δική μας αίσθηση της ευημερίας, του νοήματος, το πώς αντιλαμβανόμαστε την προσωπική μας ταυτότητα - όλα αυτά σχετίζονται άμεσα με την αντίληψη του εαυτού. Χωρίς αυτή την αίσθηση του εαυτού δεν υπάρχει τίποτα. Ωστόσο, όταν κοιτάξουμε τη δική μας αίσθηση της ατομικότητας, διαπιστώνουμε ότι η κατανόησή μας είναι κάπως επισφαλής κατά τον Παπαγιώργη. Είναι ο εαυτός μας η εκδήλωση του μυαλού και του σώματος; Υπάρχει στην πραγματικότητα ή είναι απλώς μια κοινωνική κατασκευή, ή είναι ίσως μια ψευδαίσθηση και πώς σχετίζεται με τη συνείδηση;
Η νομιμότητα της έννοιας του εαυτού έχει αμφισβητηθεί τόσο από νευροεπιστήμονες και από φιλοσόφους τα τελευταία χρόνια. Με τον εαυτό ασχολήθηκαν φιλόσοφοι από τον Πλάτωνα, τον Επίκουρο, τον Επίκτητο, τους κυνικούς, τους Στωϊκούς και Σκεπτικιστές, τον Σενέκα, τον Μάρκο Αυρήλιο έως τουςHusserl, Heidegger, Σαρτρ, Merleau-Ponty ή τον Metzingerο οποίος επεξεργάζεται ένα σύνολο ιδιοτήτων που προσιδιάζουν στην φαινόµενη συνείδηση: ολισµός, συνεκτικότητα, δυναµικότητα, προοπτικότητα, εστιασµός, διαφάνεια, οµοιογένεια, προσαρµοστικότητα. Αυτή η συνείδηση νοείται ως µια νευροµήτρα (neuromatrix) που προσδιορίζεται γενετικά και είναι φανερή σε µαρτυρίες ασθενών που αισθάνονται πόνο σε φανταστικά µέλη, αλλά και σε απλούστερες περιπτώσεις που σχετίζονται µε την καθηµερινή µας αυτοαντίληψη. Αναµφίβολα, η αντίληψη του εαυτού ή της «εαυτότητας» είναι µια ανώτερη λειτουργία της συνείδησης, της οποίας προηγούνται στοιχειωδέστερες µορφές λειτουργίας. Σε κάθε περίπτωση, και κυρίως εκεί εστιάζει ο συγγραφέας, κεντρικής σηµασίας είναι η παραδοχή ότι η αντίληψη του εαυτού υπόκειται σε µιαν αφελή ρεαλιστική παρανόηση: ο άνθρωπος δεν αναγνωρίζει το µοντέλο του εαυτού ως τέτοιο, ενώ λειτουργεί, στην συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, µε την εντύπωση ότι βρίσκεται σε ευθεία, άµεση γνωσιακή επαφή µε τον εαυτό του. Η νοητική παράσταση του εαυτού θεωρείται ως ένας ιδιαίτερος τύπος νοητικής παράστασης, καθώς προϋποθέτει την κατασκευή µιας πρόσθετης εσώτερης παράστασης του εαυτού από ένα σύστηµα που έχει ήδη επιδοθεί σε µια διεργασία εσώτερης παράστασης: «κατανοείται εξωχρονικά, δηλαδή στο εσωτερικό του ορίζοντα που θέτει το cogito». Η εσωτερικότητα προσεγγίζεται σε διάφορα επίπεδα αναφοράς, ως φυσική, λειτουργική ή φαινόµενη ιδιότητα. Στην τελευταία θεµελιώνεται κάθε προ-αναστοχαστική σχέση µε τον εαυτό, καθώς αυτή καθιστά δυνατή την συνειδητή εµπειρία του εαυτού ως «δικού µου» αλλά και η ιστορία, η μνήμη, η αντίληψη, η κρίση και οι άλλοι. Για τον Παπαγιώργη «ο άνθρωπος από μόνος του δεν είναι τίποτα καθώς το εγώ και το εσύ αλληλοδιαμορφώνονται. Οι άλλοι είναι η ζωή του και η χαρά του. Και η ισόβια λύπη του», γράφει.