Κ. Καρυωτάκης: Δεσποινίς Bovary

[ ARTI news / Ελλάδα / 17.01.20 ]

        

Στη μέση της γιορτής προχωρούσε αργά. Καθώς όλοι βιάζονταν γύρω της, ήταν σαν ένα μαύρο στίγμα σε πανί κινηματογράφου. Συντροφιές από νέους περνούσαν. Αλλοι την έβλεπαν κ' εξακολουθούσαν το δρόμο τους, άλλοι της εσφύριζαν ένα κομπλιμέντο, άλλοι της έλεγαν διστακτικά μια φράση περιμένοντας απάντηση. Όπου ο συνωστισμός ήταν μεγαλύτερος, η τόλμη ελευθερώνοταν και δεν αρκούσαν τα λόγια. Κάποιος εστάθηκε γελώντας μπροστά της, πρόσωπο με πρόσωπο, ώρα πολλή. Ναύτες επέρασαν δίπλα, κι όλοι επρόσεξαν να την σπρώξουν. Κάτι σκοτεινοί τύποι την ακολουθούσαν βήμα προς βήμα.

Ένιωθε τον εαυτό της κέντρο όλου αυτού του πλανόδιου ερωτισμού. Χωρίς να το καταλάβει επηρεαζόταν από την άγρια θέληση τόσων ανδρών. Εκνευρισμένη ακόμη από τον θόρυβο, τη ζέστη και την προσπάθεια να προχωρεί, στάθηκε σ' ένα κύκλο ανθρώπων. Σε λίγο κάποιος ήρθε σιμά της. Δεν τον έβλεπε, αισθανόταν όμως να σφίγγεται ολοένα πάνω της. Έπεφτε απότομα, ύστερα έμενε ακίνητος, ύστερα πάλι πλησίαζε, ακριβώς όπως ο λεπτοδείχτης, στα μεγάλα ρολόγια του δρόμου, προχωρεί με αραιά πηδήματα προς τον ωροδείχτη. Το σώμα της τώρα, που το προστάτευε μόλις ένα λεπτό φόρεμα, ήταν ολόκληρο πάνω στο δικό του. Μουδιασμένη, εκμηδενισμένη, έκλεισε τα μάτια, κ' έγειρε ελαφρά. Αυτός τότε, αρπάζοντας με βία το χέρι της, της μίλησε. Εγύρισε και τον είδε. Αλήτης. Κόκκινο, ζαρωμένο πρόσωπο, μάτια αναμμένα, γένια πυρρά. Τα ρούχα του, ξεβαμμένα, είχαν ένα κοκκινωπό χρώμα. Έσκυψε το κεφάλι της κοκκινίζοντας. Ήταν λοιπόν ο Έρως;

Εσυνέχισε το δρόμο της χωρίς ν' απαντήσει. Την έσπρωχνε μέσα στο πλήθος. όταν απομακρύνθηκαν στάθηκε και του είπε να την οδηγήσει όπου ήθελε. Αυτή θα τον ακολουθούσε σε μικρή απόσταση. Εκοίταξε δύσπιστος, αλλά επροχώρησε. Έφτασαν σε δρόμους ερημικούς. Εβγήκαν έξω από την πόλη. Τώρα περπατούσαν δίπλα σ' ένα φράχτη. Ήταν πανσέληνος. Η ευωδιά των κήπων εγέμιζε τα στήθη της. Μέσα στη σιωπή ακούονταν οι γρύλοι και τα γρήγορα βήματα των δύο ανθρώπων. Εγύριζε και την έβλεπε συχνά. Το πρόσωπό του φωτιζόταν από το φεγγάρι, παίρνοντας μια ξένη έκφραση. Και η σιλουέτα του, με τα παλιά, σχισμένα ρούχα, καθώς επήγαινε κουτσαίνοντας λίγο, είχε κάποιον αλλιώτικο, βιβλικό χαρακτήρα. Έφταναν σ' ένα δάσος. «Εδώ» είπε ο άντρας βραχνά.

Από τα μάτια της επέρασαν την ίδια στιγμή εικόνες παιδικών αναμνήσεων. Οι χαλκομανίες με τα ξανθά αγγελούδια που κρατούσαν γιρλάντες από τριαντάφυλλα και χαμογελούσαν, φυλακισμένα στα φύλλα ενός βιβλίου. Οι βασίλισσες και οι ιππότες των παραμυθιών. Το μωβ φορεματάκι της πρώτης κούκλας. Ο θάνατος του αδελφού της...Ύστερα, όταν μεγάλωσε, τα χρόνια που πέρασε μονάχη με την μητέρα της. Έχανε κανείς τον αριθμό τους μέσα σ' ένα σκοτεινό δωμάτιο. Και οι ενοικιαστές. Έχανε κανείς τη σειρά τους...

Ο άλλος ήταν ευτυχής. Σαν πράγμα αφέθηκε στα χέρια του. Την έσχισε σα χαρτί και την πέταξε χάμου με θυμό ασυγκράτητο, με την πρωτόγονη ορμή της διψασμένης του νιότης. Στις ακούσιες και άτονες αρνήσεις της, στις σβησμένες λέξεις που επρόφερε όχι η ίδια αλά το φύλο της, στην ένστικτο υποχώρηση της σάρκας της, αυτός είχε ν' αντιτάξει βλαστήμιες και βρισιές, που εσκέπαζαν, εξιλέωναν με χυδαιότητα όλες τις άσεμνες κινήσεις του. Σκληρό, παγωμένο το στόμα του, με μια αποπνικτική ανάσα, αληθινή πληγή, εσφράγιζε αιματηρά τους ώμους, τα χείλη, το αγνό μέτωπο. Είχε την εντύπωση ότι κάπου αλλού συνέβαινε αυτή η φριχτή ιστορία, κ' έκλεισε τα μάτια της.

Επέρασαν ώρες. Η αυγή έσκυβε στο ίνδαλμά της. Το πελιδνό σώμα της γυναίκας έλαμπε σαν άστρο διαρκώς περσότερο. Μέσα στα δάκρυά της εκοίταξε γύρω έκπληκτη. Εζήτησε να ντυθεί. Δεν ήθελε να την αφήσει. Της μιλούσε τώρα με τρυφερότητα. Ύστερα άρχισε να τραγουδάει. Της είπε κάτι σαν αστείο. Τέλος σηκώθηκε και, χωρίς λόγο, επήδηξε τρεις φορές όσο μπορούσε πιο ψηλα, ξεφωνίζοντας ασυνάρτητες λέξεις. Σε λίγη ώρα την αγκάλιασε πάλι. Ήταν ευτυχής.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ