Ηρωισμοί (απολογισμός μιας χρονιάς)
[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 28.12.20 ]Πνέοντας τα λοίσθια το 2020, νομίζω πως στα καθ’ ημάς το γεγονός που μένει ανεξίτηλο στη μνήμη μας είναι η καταδικαστική απόφαση για την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής. Μένουν ακόμα η αγόρευση του Θανάση Καμπαγιάννη, η συμπαράσταση του κόσμου, τα δάκρυα από ικανοποίηση της Μάγδας Φύσσα -συνεκδοχικά η μάνα όλων μας σ’ αυτόν τον αντιφασιστικό αγώνα. Μένει το πείσμα. Μένει η αξιοπρέπεια της οικογένειας Λουκμάν. Μένει η υπόσχεση. Nα νικήσουμε μια για πάντα το τέρας και τις παραφυάδες του. Η νίκη ωστόσο του αντιφασιστικού κινήματος απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια όσων εμπλεκόμαστε, από κάθε πόστο, στη μαθησιακή διαδικασία. Γιατί φασισμός είναι και οι σιδηρολοστοί στα χέρια ανηλίκων και ο πρόσφατος βιασμός ανήλικης από συμμαθητές της· φασισμός είναι και το bullying σε παιδιά με διαταραχή ταυτότητας φύλου, αλλά και ο υφέρπων ρατσισμός τόσων και τόσων διανοουμένων «υπεράνω υποψίας» εντός και εκτός Βουλής. Ήδη ο μη κερδοσκοπικός οργανισμός «Σημείο για τη μελέτη και την αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς» έχει ήδη ξεκινήσει μια σημαντική πρωτοβουλία.
Στο πλαίσιο αυτό, πιστεύω πως είναι ανάγκη να αναδείξουμε ένα έργο που μέχρι στιγμής δεν έχει τύχει της προσοχής που του αξίζει.
Στα συγκλονιστικά είκοσι δύο «Χρονικά της Αντίστασης» που έγραψε ο Σωτήρης Πατατζής –με αφορμή την επανέκδοση των διηγημάτων του Ματωμένα Χρόνια (1965)– αναφέρεται μεταξύ άλλων σε δύο είδη ηρωισμού: τον ηρωισμό του ύψους ή της απόγνωσης και τον ηρωισμό του βάθους. Στον πρώτο εμπίπτει η περίπτωση των Λάκη Σάντα και Μανόλη Γλέζου· στον δεύτερο η περίπτωση του Ναπολέοντα Σουκατζίδη –ονόματα γνωστά σε όλους.
«Στους ηρωισμούς ύψους, βρισκόμαστε μπροστά σε μια κατακόρυφη εκτίναξη της ψυχής που δίνει στον άνθρωπο τη δύναμη ν’ αναμετριέται με τον θάνατο, να τον δέχεται, να τον περιφρονεί και να τον προκαλεί ακόμα. Αλλά σ’ αυτές τις περιπτώσεις, οι ήρωες έχουν κάτι το «αντιανθρώπινο», είναι πλάσματα φανταστικά και άυλα σχεδόν που δεν μπορούμε να τα κατανοήσουμε εύκολα στην ανθρώπινη υπόστασή τους και μας συγκλονίζουν μόνο σαν ιδέες ή σαν σύμβολα» (σ. 174).
Για παράδειγμα, τον Σεπτέμβρη του ’44, 135 ψυχωμένοι εβραίοι Θεσσαλονικιώτες οι περισσότεροι, ανατίναξαν τους φούρνους του Μπιργκενάου. Μπορεί να πιάστηκαν και να τουφεκίστηκαν στη στιγμή, αλλά η πράξη τους γέννησε την ελπίδα της αντίστασης. Και μια άλλη φορά, μια 19χρονη εβραιοπούλα βύθισε ένα μαχαίρι στην κοιλιά ενός φρουρού που βασάνιζε κάτι εβραίους. Στο πλαίσιο του ίδιου ηρωισμού μπορεί να κατανοήσει κανείς την πράξη της επονίτισσας Παναγιώτας Σταθοπούλου που σύρθηκε τραυματισμένη κάτω από τις ερπύστριες του τανκ ή την περίπτωση της Κούλας Λίλη που σκαρφάλωσε σε άρμα μάχης χτυπώντας με το παπούτσι της τον Γερμανό οδηγό. «Πρέπει να βγεις από τις ανθρώπινες διαστάσεις κι από τα πλαίσια της λογικής για ν’ αρχίσεις να καταλαβαίνεις κάτι από τον τυφώνα του πάθους που στροβίλιζε εκείνες τις νεανικές ψυχές» (σ. 174).
Στον ηρωισμό του βάθους τα πράγματα είναι γαλήνια και κατανοητά. «Δεν υπάρχει έκρηξη. Και η “τρικυμία” παραμένει στον βυθό της ψυχής. Πεθαίνει και εδώ ο ήρωας, αλλά ξέρει πολύ καλά γιατί πεθαίνει, το έχει συνειδητοποιήσει απόλυτα. Ζύγισε από τα πριν σχολαστικά όλες τις αντίρροπες δυνάμεις, πάλεψε μεθοδικά με τα ένστικτά του, τα έπεισε πως έτσι πρέπει να γίνει και πήρε την τελική του απόφαση» (σ. 175). Ο Σουκατζίδης αρνήθηκε την πρόταση του βασανιστή του Ραντόφσκυ, να σώσει τη ζωή του με αντάλλαγμα άλλον κρατούμενο, γιατί μετά θα σιχαινόταν τον ίδιο του τον εαυτό. «Προτίμησε λοιπόν να του την πετάξει στα μούτρα σα φτυσιά» (σ. 175). Γιατί αυτό που ουσιαστικά ήθελε ο Ραντόφσκυ δεν ήταν μια ακόμα ζωή, αλλά η ψυχή του Σουκατζίδη, που συνεκδοχικά ήταν η ψυχή της αντίστασης του ελληνικού λαού.
Ο θάνατος σε αυτές τις περιπτώσεις συνιστά συμφιλίωση μαζί του αλλά συγχρόνως και στενή πρόσδεση του ανθρώπου με τη ζωή. «Γιατί ο άνθρωπος που παίρνει ψύχραιμα την απόφαση ότι είναι καλύτερο να πεθάνει, πλημμυρίζεται την ύστατη στιγμή του από τη λυτρωτική αίσθηση πως έκανε το χρέος του, πως αφήνει με τον θάνατό του μια “κληρονομιά” που εξασφαλίζει τη συνέχεια και την αρμονία της ζωής, πως υπερασπίζεται έννοιες και αξίες που, κατά τις πεποιθήσεις του, της δίνουν το αληθινό της νόημα» (σ. 175). Τελικά, η μονομαχία Σουκατζίδη-Ραντόφσκυ ήταν μέχρις εσχάτων. «Κι ένας από τους δύο αντιπάλους θα έπεφτε οπωσδήποτε νεκρός. Εκτελέστηκε την Πρωτομαγιά του ’44 ο Σουκατζίδης. Ο “νεκρός” που έπεσε όμως ήταν ο Ραντόφσκυ!» (σ. 180). Όπως και ο διαβόητος Σούμπερτ στο έγκλημα στον Χορτιάτη και ο Γερμανάκης και τόσοι άλλοι συνεργάτες και θιασώτες του ναζισμού και της εθνικοφροσύνης -αλλά και οι επίγονοί τους- βρήκαν τη δικαίωσή τους στη φασιστική ιδεολογία που τάχα φλόγισε την καρδιά τους. Αλλά έρχεται κάποια στιγμή που οι ήρωες της απόγνωσης και του βάθους -οι λίγοι κι απελπισμένοι- γκρεμίζουν με πάταγο όλη αυτή την ψευτιά, και τα ζούμπερα (κτήνη στην κρητική ιδιόλεκτο) «απομένουν γυμνά κι ανυπεράσπιστα κάτω από το σκληρό φως της αλήθειας» (σ. 99), σάρκες που τις τρώνε τα όρνια και τα τσακάλια κι άσπρα κόκαλα που γυαλίζουν κάτω από τον ήλιο, «ώσπου να γίνουν σκόνη και να τα σκορπίσει ο άνεμος» (σ. 99).
Το θέμα είναι εμείς, οι μετρίως ζώντες, να μην επιτρέψουμε ποτέ στον εαυτό μας να γίνουμε επιλήσμονες και πιστέψουμε πως όλοι αυτοί πήγαν άδικα, για ένα πουκάμισο αδειανό, για ένα κυμάτισμα, μιας πεταλούδας τίναγμα, για μια νεφέλη…, αλλά να αφουγκραστούμε τα βογγητά μιας Ελένης κι ενός Κώστα με μια σφαίρα στο μέτωπο, στο Ασβεστοχώρι και αλλού, όχι με τ’ αυτιά μας, «αλλά με κάποια άλλη αίσθηση ή με τη μνήμη που θα σου υπαγορεύει την επιταγή να μην αφήσεις ποτέ να ξαναβγούν στον κόσμο τέρατα σαν τον Σούμπερτ, σαν τον Γερμανάκη» (σ. 152), σαν…
Τουλάχιστον όσοι έπεσαν τότε έζησαν μια ζωή ύψους και βάθους. Και όσοι επέζησαν μια ζωή ήττας, διώξεων και συμβιβασμών.