Στις 25 Ιανουαρίου του 1935, ημέρα Παρασκευή και τότε, ο Ανδρέας Εμπειρίκος δίνει στη Λέσχη Καλλιτεχνών στην Αθήνα (επί της οδού Καραγιώργη Σερβίας) μια διάλεξη που θα σημάνει την εισαγωγή στην Ελλάδα του σουρεαλισμού ο οποίος στη συνέχεια θα μετονομαστεί σε "υπερρεαλισμό". Ο όρος «σουρεαλισμός» θα αποκτήσει ιδιαίτερα αρνητική σημασία και θα αντικατασταθεί, κατόπιν προτροπής του Νικήτα Ράντου, από τον ακριβέστερο όρο, «υπερρεαλισμός». Ο Εμπειρίκος μιλάει με ενθουσιασμό για το ποιητικό κίνημα που έχει ταράξει τα διεθνή ύδατα, αλλά παραμένει τελείως άγνωστο στην Ελλάδα. Κάνοντας λόγο για τον υπερρεαλισμό, ο Εμπειρίκος θα αναφερθεί ευθύς εξαρχής σε μιαν εξαιρετικά επικίνδυνη βόμβα: μια μπόμπα που επιζητεί να σαρώσει με το επαναστατικό της πνεύμα όχι μόνο το καλλιτεχνικό αλλά και το πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο.
Για τη διάλεξη του Εμπειρίκου υπήρχαν μέχρι τώρα μόνο κάποιες πληροφορίες: από σχετικές αναφορές του ίδιου ή του Οδυσσέα Ελύτη. Το κείμενο της διάλεξης, που βρέθηκε πριν μερικά χρόνια, έκανε βιβλίο ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, που έχει γράψει και μια κατατοπιστική εισαγωγή.
Ο Εμπειρίκος σπεύδει να καταγράψει τις διαφορές μεταξύ Νταντά και υπερρεαλισμού. Το Νταντά πιστεύει πως η ποίηση οφείλει να πηγάζει από το ασυνείδητο και βασίζεται, υπό την καθοδήγηση του Τριστάν Τζαρά, στη δύναμη της έκπληξης και του τυχαίου, δημιουργώντας έναν εκφραστικό χείμαρρο, που βιάζεται να αποτινάξει κάθε ακαδημαϊσμό και κάθε κανόνα, αλλά δεν διαθέτει την οργανωτική βούληση και την οραματική καθαρότητα του υπερρεαλισμού.
Το Νταντά είναι μια σπουδαία ανταρσία, αλλά δεν έχει τα μέσα και τον τρόπο για να κάνει αποτελεσματική τη δράση του: μοιάζει περισσότερο με ένα «πάθος» και μια «πεποίθηση», με μια χειρονομία η οποία θα μείνει στα μισά του δρόμου λόγω της αοριστίας της και της έλλειψης ενός επαναστατικού προσανατολισμού.
Στη χαλαρότητα και την αμηχανία του Νταντά ο υπερρεαλισμός θα αντιτάξει τον «οργανικό» του χαρακτήρα: τη θεμελιώδη άρνησή του να φτιάξει προμελετημένες παραστάσεις, την ακλόνητη πίστη του στην αποκάλυψη της εσωτερικής ροής της συνείδησης, καθώς και την προσήλωσή του στις ικανότητες του «ψυχικού αυτοματισμού», που θα δαμάσει το τέρας του ορθολογισμού μέσω των υψηλών συνειρμών και της απελευθερωτικής λειτουργίας του ονείρου. Ο υπερρεαλισμός θα γεμίσει με τεράστια ενέργεια την ποιητική λέξη και θα μετατρέψει το περιεχόμενό της σε ένα διαρκές, ακατάλυτο γίγνεσθαι. Η ποίηση θα κατέβει από το θεϊκό βάθρο στο οποίο την τοποθέτησαν ο ρομαντισμός και ο συμβολισμός και θα γίνει ένα με τη ζωή, σ' ένα πεδίο όπου εκ των πραγμάτων θα ενώσει τη φωνή της με τον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό, κηρύσσοντας την επανάσταση.