Η αθανασία είναι το νέο αμερικανικό όνειρο

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 03.03.22 ]

«Όχι πια μπανιστήρι από τις κλειδαρότρυπες», γράφει ο Χένρι Μίλερ*. Ο Άλντους Χάξλεϊ, η Γερτρούδη Στάιν, ο Χεμινγουέι, ο Ντον Πάσος, ο Ντράιζερ, όλοι μαζί πρέπει να πάνε στο βόθρο, αφού τα κείμενά τους δεν κάνουν «καμιά καμπάνα να χτυπάει εντός μου».

Ο Μίλερ είναι επίγονος του Γουίτμαν και πρόγονος του Κέρουακ. Είναι η γέφυρα της αμερικανική ατομικότητας, η λατρεία του Εγώ και του Χρήματος. Ο Μίλερ παραθέτει τον Γουίτμαν που δηλώνει «Εγώ, ο Γουόλτ… Βαίνω προς το όραμά μου…Λατρεύω τον εαυτό μου… Εγώ ο Γουόλτ Γουίτμαν, ένα σύμπαν, του Μανχάταν ο υιός, θυελλώδης, ανυπόταχτος, σαρκώδης, αισθησιακός, να τρώω, να πίνω, να γεννοβολάω… Βγάλτε τις κλειδαριές από τις πόρτες!... υπάρχω, όπως υπάρχω, κι είν’ αρκετό αυτό…». Ο Μίλερ λατρεύει τα μεγάλα Εγώ, αλλά στέλνει στον απόπατο τα μικροεγώ των «επιτυχημένων»: «Τους άλλους, τους πετυχημένους, τους είχα δει με τα βρακιά κατεβασμένα, είχα δει τις στρεβλωμένες ραχοκοκαλιές τους… Ναι, όλους αυτούς τους αργόστροφους με τις μεταξωτές τους φόδρες… Και τι πύον και τι λέρα όταν άνοιγαν τα βρωμερά τους στόματα!... Μια ζωή «εγώ» και «εγώ» και «εγώ»…», γράφει.

Αρνείται την «ευτυχία» που είναι εγγεγραμμένη στο ίδιο το αμερικανικό Σύνταγμα ως βασική επιδίωξη του ανθρώπου. Αντίθετα, καταφάσκει στο δρόμο και την περιπέτεια, όχι για να την κοπανήσουμε από τον εαυτό μας, αλλά για να τον βρούμε. Προς τούτο ο Μίλερ λέει Όχι στα έρημα νησιά και τις «πολιτισμένες ερήμους». Λέει όχι στις κλασικές φυγές του Μέλβιλ, του Ρεμπώ, του Γκογκέν, του Τζακ Λόντον, του Χένρι Τζέιμς, γιατί «κανένας τους δεν βρήκε την ευτυχία», αυτή την Πανούκλα της «σύγχρονης προόδου». Γι’ αυτό «όχι πια έρημα νησιά. Όχι Παράδεισος. Μήτε καν σχετική ευτυχία πια». Αυτή είναι η «Μαύρη Άνοιξη» του 1936. Τότε που οι άνθρωποι στις ΗΠΑ είχαν ήδη γίνει «μισοί άνθρωποι, μισοί σελιλόιντ… μισότρελοι, με τα δόντια γυαλισμένα, με τα μάτια παγωμένα. Οι γυναίκες να φοράνε ενδύματα ωραία, καθεμιά τους εφοδιασμένη με ένα παγερό ετοιματζίδικο χαμόγελο. Οι άντρες να χαμογελάνε κι αυτοί… Οι ζωντανοί ποδοπατούσαν τους νεκρούς, χαμογελώντας όλη την ώρα για να διαφημίσουν τα κατάλευκα καθαρά ωραία δόντια τους. Είναι αυτό το σκληρό χαμόγελο που μένει κολλημένο στη μνήμη μου… Η Αμερική να χαμογελάει στην ένδεια».

Από την άλλη πλευρά, η Ευρώπη μοιάζει στα μάτια του Μίλερ σαν την πόρνη που έχει χαραγμένη στο πρόσωπό της όλη την «πάλη του πολιτισμού. Οι μεταναστεύσεις, τα μίση και οι διωγμοί, οι πόλεμοι…». Εδώ(στην Ευρώπη) «δεν χαμογελάνε», τα πρόσωπα «είναι συντεθειμένα… με όρους φυλής, χαρακτήρα, ιστορίας», με τους όρους της ακόπαστης σύγκρουσης «ανάμεσα στον άνθρωπο και την πραγματικότητα».

Στην Αμερική το διακύβευμα των συγκρούσεων δεν είναι οι συγκρούσεις αλλά η εικόνα τους. Εδώ το πραγματικό έχει σβήσει από τη θεατρικοποίησή του. Ο αμερικάνικος πολιτισμός είναι η διαρκής θεατρικοποίηση (η προσομοίωση) της ύπαρξης. Η ατομικότητα εκτός από το σπίτι ή το αυτοκίνητο προσδιορίζεται από το ένδυμα (μόδα), τα ψιμύθια (κοσμετική), και μια συμπεριφορά που κάνει διακριτό το άτομο από το πλήθος. Γι’ αυτό οι δρόμοι της Νέας Υόρκης είναι μια μεγάλη πασαρέλα, όπου ο καθένας σκηνοθετεί και στήνει ενδυματολογικά τον εαυτό του, συστήνοντας το θέαμά του. Έτσι, το άτομο, η ατομικότητα δεν είναι παρά το θέαμά της, η προσομοίωση της σχετικής ευτυχίας. Τα Malls (εμπορικά κέντρα. Το πρώτο δημιουργήθηκε το 1954 στη Μιννεάπολη) είναι το έμβλημα της κοινωνίας της κατανάλωσης και είναι ένα σε μικρογραφία υποκατάστατο της πόλης χωρίς να είναι πόλη. Η Ντίσνεϋλαντ (1955) συμπυκνώνει και θεαματικοποιεί τη φύση και την ιστορία, τη λογοτεχνία και τις φαντασιώσεις των ανθρώπων. Και το θέμα δεν είναι ότι εν προκειμένω το αληθινό με το επινοημένο συγχέονται, αλλά ότι η ζωή βιώνεται είτε «μέσα από τις κλειδαρότρυπες» είτε ως ομοίωμα, ως προσομοίωση, ως ριάλιτι σόου. Η θεατρικοποίηση της καθημερινότητας συνδέεται με τη θρησκευτική εμπειρία, η οποία στην αμερικανική της εκδοχή έχει εκκενωθεί από την τραγικότητα της ύπαρξης, καθώς ο παράδεισος και η σχετική ευτυχία (σ.σ. κομμάτια της πουλιούνται στις υπεραγορές) είναι εδώ στη γη, είναι στις θρησκευτικές τελετουργίες, είναι στα malls, είναι στη Ντίσνεϊλαντ. Δεν είναι τυχαίο ότι οι εκκλησίες έχουν εγκατασταθεί μέσα στα Malls (Ντακότα, Μιννεάπολις), ή έχουν γίνει οι ίδιες εμπορικά κέντρα. Σε κάθε περίπτωση η προσφερόμενη ευτυχία δεν είναι συλλογική, αλλά ατομική. Ακόμη και μέσα στις συλλογικές τελετουργίες ο καθένας είναι μόνος του. Ακόμη και οι διογκούμενες ανισότητες και η φτώχεια αιτιολογούνται ως αποτέλεσμα της κατάπτωσης των ατομικών αξιών (Myron Magnet: Το όνειρο και ο εφιάλτης, 1994). Αλλά όταν μιλούν για ατομικές αξίες οι συντηρητικοί Αμερικανοί δεν εννοούν κάποιες ποιοτικές ιδιότητες και χαρακτηριστικά, αλλά την ποσότητα, τις περισσότερες πωλήσεις. Τα κριτήρια της Αναγνώρισης ενός ατόμου είναι οι «αξίες» που μεταφράζονται σε οικονομική επιτυχία, σε χρήμα.

Αλλά αν το 1936 ο Μίλερ έγραφε για το μαζικό «σκληρό χαμόγελο» των Αμερικανών, το 1970 ο Μποντριγιάρ και το 2004 ο Σορμάν γράφουν για το τζόκινγκ και το μπόντι-μπίλντινγκ. Το τζόκινγκ και οι αίθουσες γυμναστικής έχουν γίνει μια εθνική ανάγκη. Το να μην τρέχεις είναι κατά κάποιο τρόπο αντιδημοκρατικό! Από αυτή την εθνική ανάγκη της φροντίδας του σώματος γεννήθηκε η βιομηχανία της υγιεινής του σώματος, των αθλητικών ρούχων, των εργαλείων "εθελοντικού βασανισμού" κ.ά. Το σώμα τοποθετεί στον κόσμο το «δημοκρατικό» άτομο, η γυμναστική το αναδημιουργεί. Αυτή η δημοκρατία όμως μοιάζει να απελευθερώνει το άτομο για να το εξαναγκάσει καλύτερα στον κομφορμισμό (αυτό είναι ένα είδος ήπιου δεσποτισμού σύμφωνα με τον Τοκβίλ). Το προζάκ, οι αμφεταμίνες, το βιάγκρα θα αποτελέσουν τα συμπληρώματα επιδίωξης της ατομικής ευτυχίας. Αυτή η χημική ευτυχία θα ενδυθεί το σελοφάν μιας δήθεν ευτυχίας για «αθάνατους» (αιώνια νεότητα) καταναλωτές. Ήδη οι κροίσοι της Silicon Valley επενδύουν στο "όνειρο της αθανασίας". Δεν πρόκειται για την πραγματική «αθανασία» αλλά για το «όνειρο», την αύξηση του προσδόκιμου χρόνου ζωής και προπάντων για την καταπολέμηση της γήρανσης και των ασθενειών που σχετίζονται μ’ αυτή. Διαβάζουμε ότι ο Τζεφ Μπέζος της Amazon έχει επενδύσει στη νεοφυή εταιρεία Altos Labs που διεξάγει έρευνες «επαναπρογραμματισμού» του ανθρώπινου οργανισμού, με στόχο «την επαναφορά των ανθρώπων σε καθεστώς νεότητας»! Ο Λάρι Έλισον της Oracle επενδύει σε έρευνες για την καταπολέμηση της γήρανσης. Το ίδιο και ο Πίτερ Θίελ, συνιδρυτής της PayPal και της περίφημης Palantir. Δεν αποκλείεται η "αθανασία" να αποτελέσει τη νέα "εμπνέουσα αξία", που αναζητούν οι ελίτ στις ΗΠΑ, το νέο "αμερικανικό όνειρο". Και ο Χ. Μίλερ θα συνεχίζει να κραυγάζει «Όχι πια μπανιστήρι από τις κλειδαρότρυπες»! 

*Χ. Μίλερ, Μαύρη Άνοιξη, 1991