Δύο αναγνώσεις του θρύλου των Ρεντζαίων
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 17.10.20 ]Ένα κόμικ, η νέα εικονογραφημένη νουβέλα (non-fiction graphic novel) του Γιώργου Γούση (σκίτσο - σενάριο) και του Γιάννη Ράγκου (σενάριο), έχει ως ήρωές της τους θρυλικούς ληστές της Ηπείρου, τους αδερφούς Ρέτζου, τους γνωστούς Ρετζαίους, που έδρασαν από το 1909 μέχρι το 1930.
«Έχουμε κάνει μεγάλη έρευνα με τον Γιάννη Ράγκο σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά» λέει ο Γιώργος Γούσης στη Lifo.gr. «Από κει και πέρα, αυτονομούμαστε και γράφουμε μια δική μας ιστορία. Πριν από πολλά χρόνια ήρθε τυχαία στο σπίτι μου το βιβλίο Ρεντζαίοι, οι βασιλείς της Ηπείρου του Νίκου Πάνου, μια αυτοέκδοση ενός ιστοριοδίφη Ηπειρώτη με καταγωγή από το χωριό των αδελφών Ρέντζου –που είναι τα αληθινά πρόσωπα από τα οποία εμπνευστήκαμε τους ήρωες των Ληστών‒, ο οποίος είχε κάνει μια μεγάλη έρευνα με συνεντεύξεις και αρχεία για τη ζωή τους.
Tο στόρι ξεκινάει με δυο μικρά παιδιά που έχασαν τον πατέρα τους ‒ κάποιοι τον δολοφόνησαν με αφορμή ένα περιστατικό. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν ενηλικιώνονται, μαθαίνουν ποιος τον σκότωσε και αποφασίζουν να πάρουν εκδίκηση. Κι αφού εκδικούνται τους φονιάδες, βγαίνουν στην παρανομία για να μη συλληφθούν. Μετατρέπονται σε φυγάδες στο βουνό και στην πορεία σε ληστές. Παρότι δεν είναι καθόλου Ρομπέν των Δασών, ο κόσμος τους στηρίζει προφανώς επειδή προέρχονται από τα λαϊκά στρώματα και επειδή οι ληστές τότε αντικαθιστούσαν κατά κάποιον τρόπο τον νόμο: αν κάποιος είχε ένα πρόβλημα, πήγαινε στον ληστή για να του το λύσει, γιατί η αστυνομία δεν έφτανε στα βουνά. Η δράση τους προκαλούσε συναισθήματα που κυμαίνονταν μεταξύ φόβου και αγάπης. Έχει ενδιαφέρον το ότι άρχισαν να ενσωματώνονται στην εξουσία και να τους χρησιμοποιούν παράγοντες των Ιωαννίνων, βουλευτές, έμποροι. Βασικό κομμάτι της ιστορίας τους είναι ο πάτρονάς τους, ο εγκέφαλος μιας σπείρας, που ζούσε στα Γιάννενα και ήταν μεγάλος έμπορος και πολύ πλούσιος ‒ αργότερα εξελέγη και βουλευτής. Μαζί οργάνωναν απαγωγές, ληστείες, εκβιασμούς, και ενώ είχαν γίνει όργανο των ισχυρών, από ένα σημείο και μετά άρχισαν να αποκτούν μεγαλύτερη δύναμη απ' όση θα ήθελε η εξουσία, γι' αυτό στη συνέχεια προσπάθησαν να τους εξοντώσουν. Αυτοί που τους γιγάντωσαν, στην πορεία έγιναν εχθροί τους. Προσωπικά, λέει ο Γ. Γούσης, βρίσκω πολύ ενδιαφέρον το ότι είναι αδέρφια. Η σχέση που αναπτύσσουν μεταξύ τους είναι η πιο ηθική και χριστιανική που υπάρχει, μια τρομερή σχέση φιλίας, αγάπης και τρυφερότητας. Ταυτόχρονα, όμως, για όλη την υπόλοιπη κοινωνία εκπροσωπούσαν το κακό, ήταν εγκληματίες. Μιλάμε για τρομερή βία: ο θρύλος λέει ότι σκότωσαν 80 άτομα…».
«Οι συγκεκριμένοι δεν γνωρίζω αν έγιναν λαϊκοί ήρωες, μάλλον περισσότερο αρνητική ήταν η φήμη τους. Ακόμα και σήμερα, στην Ήπειρο το "Ρέντζος" το χρησιμοποιούν όταν θέλουν να πουν ότι είσαι άγριος, κατσαπλιάς και κακός. Γενικά, όμως, σύμφωνα με τον Hobsbawm, έναν μεγάλο ιστορικό που έχει κάνει μεγάλη μελέτη γύρω από τη ληστεία και τους ληστές, οι ληστές είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο που απαντά σε όλο τον κόσμο, με τα ίδια χαρακτηριστικά και για τους ίδιους λόγους. Αυτό που επισημαίνει είναι ότι οι άνθρωποι ταυτίζονται με τους ληστές και οι τελευταίοι γίνονται μυθικά πρόσωπα για δύο λόγους: πρώτον γιατί καταφέρνουν να βγουν εκτός των ορίων της κοινωνίας, δηλαδή κάνουν πράγματα που είναι στο όριο ή εκτός του ορίου, και ενδόμυχα όλοι μας θα θέλαμε να είμαστε λίγο πιο άγριοι. Δεύτερον, ακριβώς λόγω της μεγάλης αντίφασης που χαρακτηρίζει αυτούς τους ανθρώπους: τις περισσότερες φορές οι λήσταρχοι, ταυτόχρονα με τη βία και την εγκληματικότητα, φέρουν και κάποια ευγενή στοιχεία, έχουν ηθικό κώδικα, τιμή, δεν πειράζουν γυναίκες, σέβονται τους ηλικιωμένους. Υπάρχει μια θεωρητική ισοτιμία, ας πούμε, στο μυαλό τους, που ο τότε κόσμος εκτιμούσε δεόντως. Βέβαια, όλα αυτά μπορεί να τα έκαναν και ως μέρος της προπαγάνδας τους, για να παριστάνουν τους καλούς και κάποιοι να τους εμπιστεύονται. Όλα μέσα στο παιχνίδι είναι. Έχει ενδιαφέρον το πώς παρουσιάζει ο Τύπος της εποχής τους ληστές, κάνοντας κι αυτός την προπαγάνδα του: πότε είναι φοβεροί και άγιοι, πότε εγκληματίες, κλπ., το ίδιο ακριβώς που συμβαίνει και σήμερα.» Αυτή είναι η εκδοχή του Γιώργου Γούση, όπως δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα Lifo.gr. Ακολουθεί μια διαφορετική ανάγνωση της ιστορίας.
Μια άλλη ανάγνωση του «θρύλου» των Ρεντζαίων και του Χομπσμπάουμ
Με αφορμή το βιβλίο του Βαγγέλη Κούτα: Αετοί και λύκοι (οι λήσταρχοι Ρεντζαίοι), είχα γράψει το Δεκέμβριο του 2013(http://bibliologio.blogspot.com/2013/12/blog-post.html) τα εξής:
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως μορφή της αφήγησης το «μυθιστορηματικό χρονικό». Το χρονικό είναι η αφήγηση των πραγματικών γεγονότων (res factae), ενώ η μυθοπλασία, το μυθιστορηματικό δηλαδή στοιχείο (τα res fictae) προκύπτουν από την «προοπτική» που δίνει στα πραγματικά γεγονότα η φαντασία του συγγραφέα. Όμως, η συγκεκριμένη πραγματική ιστορία μέσω των επιφυλλίδων και των βιβλίων(λαϊκό ή ληστρικό μυθιστόρημα, που έκανε θραύσει έως το 1930) δημιούργησαν έναν «θρύλο». Η ίδια δηλαδή η κοινωνία διαφύλαξε την ιστορία υπό το διπλό καθεστώς του πραγματικού και του μυθοπλαστικού. Ο Β. Κούτας, δημιουργώντας ένα δευτερογενή «μύθο» θα προσπαθήσει να αποκαταστήσει τα πράγματα και τους ανθρώπους και να αναδείξει εκείνα τα σημεία που ακούσια ή εκούσια αποσιωπήθηκαν. Κυρίως, θέλει να απαντήσει στο κεντρικό ερώτημα: Γιατί οι Ρεντζαίοι, τελικά, δεν εντάχθηκαν ή μάλλον δεν αποδέχτηκαν τη νομιμότητα των «πάνω» και επανήλθαν στο ληστρικό βίο; Η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός ότι εδώ δεν έχουμε την περίπτωση δύο απλών ληστών αλλά την ανταρσία του αγροτοποιμενικού κόσμου της ελληνικής περιφέρειας απέναντι στην βίαιη επιβολή του κράτους των βαυαρών αρχικά και του «αστικού» κράτους-χωροφύλακα των πολυμορφικών Ελλήνων αστών στη συνέχεια.
Οι ληστές εν προκειμένω δεν είναι κάποιοι παραβάτες του κοινού ποινικού δικαίου, αλλά οι εκπρόσωποι της «πρωτόγονης επανάστασης» των «κάτω», οι εκφραστές των αξιών των αγροτοποιμενικών κοινοτήτων, που πένονται και καταδυναστεύονται από το κράτος-χωροφύλακα, αλλά και από το παρα-κράτος των τσιφλικούχων και των υβριδικών αστών. Αυτοί είναι οι «κοινωνικοί ληστές» που δρουν στην Ελλάδα από το 1900-1920, ενώ από το 1920-1930 αυτή η μορφή ληστείας περιορίζεται σε περιπτώσεις, όπως αυτή των Ρεντζαίων, που αιωρούνται μεταξύ των δύο Συμβολικών Τάξεων, της «αστικής» από τη μια και της αγροτοποιμενικής τους κοινότητας από την άλλη.
Tι είναι η κοινωνική ληστεία;
Η «κοινωνική ληστεία» παρουσιάζεται σε ολόκληρο τον κόσμο ως αντίδραση των προβιομηχανικών αγροτοποιμενικών κοινωνιών στην έλευση του αστικού εθνικού κράτους και της βιομηχανίας. Σύμφωνα με τον Έρικ Χομπσμπάουμ «Το βασικό σημείο, όσον αφορά τους κοινωνικούς ληστές, είναι το γεγονός ότι πρόκειται για παράνομους αγρότες, που θεωρούνται εγκληματίες από τον άρχοντα και την κρατική εξουσία, αλλά παραμένουν εντός της αγροτικής κοινότητας, θεωρούμενοι από τον κόσμο τους ήρωες, αγωνιστές, εκδικητές, μαχητές της δικαιοσύνης, ακόμη και αρχηγοί απελευθερωτικών κινημάτων…». Οι ληστές μοιράζονται τις αξίες και τις επιδιώξεις του αγροτικού κόσμου και σαν παράνομοι και στασιαστές είναι ευαίσθητοι στα επαναστατικά κινήματα. Ο μεγάλος Πάντσο Βίλλα ήταν ληστής. Οι κοζάκοι το ίδιο. Οι Χαϊντούκ στη Βουλγαρία ήταν αρχικά ληστές και μετά επαναστάτες ληστές. Ο Πίκαρο, ο Ισπανός μεγάλος ήρωας των πληβείων είναι ριψοκίνδυνος, περιπετειώδης, αρνείται την έννοια της περιουσίας, σκοτώνει νεόπλουτους Ισπανούς αποικιοκράτες, δεν ξέρει που πάει, αλλά κάνει πάντα αυτό που θέλει. Όμως, πέραν του γενικού πλαισίου, η ελληνική ιδιαιτερότητα της κοινωνικής ληστείας συνδέεται ιστορικά με τους κλέφτες και τους αρματολούς. Σύμφωνα, βέβαια, με την καθεστηκυία αντίληψη δεν υφίσταται τέτοια σχέση και οι μετά το 1821 ληστές ήταν απλοί παραβάτες του κοινού ποινικού δικαίου. Κι όμως, οι πρώτοι ληστές ήταν άστεγοι και πάμπτωχοι αγωνιστές του 21 που οι Βαυαροί απέλυσαν από το στρατό. Η αντιμετώπιση των Ρεντζαίων ( το κράτος τους αμνήστευσε κάνοντάς τους αξιωματικούς της χωροφυλακής διώκτες ληστών!) παραπέμπει στην αντιμετώπιση των κλεφτών από την οθωμανική εξουσία, που έδινε στους κλέφτες αρματολίκια εντάσσοντάς τους στην οθωμανική εξουσία και έτσι ελέγχοντάς τους. Συνοπτικά, η κοινωνική ληστεία αποτέλεσε συνέχεια της κλεφταρματολικής παράδοσης και φαινόμενο αντίδρασης των αγροτικών προβιομηχανικών κοινοτήτων απέναντι στη διάλυσή τους από το νεωτερικό αστικό κράτος. Επιχείρηση Λούρος: Ισχυρότατο επιχείρημα γι’ αυτό είναι η μαζικότητα του ληστρικού και του ληστοτροφικού φαινομένου. Δεν είναι τυχαίο πως μετά τη ληστεία της Πέτρας τεράστιες αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις περικύκλωσαν την ευρύτερη περιοχή, με τρία πολεμικά πλοία στον Αμβρακικό και 7000 χωρικούς να εγκλείονται και να ανακρίνονται (μετά βασανιστηρίων) επί ημέρες στο Λούρο. Γιατί; Γιατί οι ληστές είναι συνδεδεμένοι με την τοπική τους κοινότητα, την τροφοδοτούν με τα κλεμμένα χρήματα και τροφοδοτούνται απ’ αυτή με τρόφιμα, πληροφορίες και υποστηρικτική βοήθεια. Ακόμα και οι μοναχοί συμμετέχουν εμμέσως στη ληστεία της Πέτρας. Η αγροτοποιμενική κοινότητα είναι υπερήφανη για τη λεβεντιά και τον ηρωισμό των εκπροσώπων της που είναι η άγρια βία των δύο ληστών. Γιατί η βία αποκαθιστά την ισορροπία των αδικημένων και των καταπιεσμένων, όπως θα πει αργότερα η Χάνα Άρεντ. Γιατί είναι άλλη η βία των «πάνω» και άλλη των «κάτω», καθώς οι τελευταίοι βρίσκονται σε θέση άμυνας. Αλλά γιατί έχουμε στην Ήπειρο την έξαρση του ληστρικού φαινομένου στις αρχές του 20ου αιώνα; Πολλοί την αποδίδουν στη διάλυση των τσελιγκάτων, βασική δομή των ποιμενικών κοινοτήτων. Αυτό συνέβη λόγω της αδυναμίας μετακίνησης των κοπαδιών προς τα χειμαδιά μετά το 1881 και τα νέα σύνορα. Τα χωριά των Τζουμέρκων ερήμωσαν. Αλλά νομίζω ότι η όξυνση συνέβη μετά την ιδιότυπη «ήττα-αποχώρηση» στη Β. Ήπειρο των Ελλήνων τσιφλικούχων, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει ένα «παραστρατιωτικό» σώμα που αποτελούνταν από κάθε καρυδιάς καρύδι. Ο Βας. Κολοβός – πεθερός του Γιάννη Ρέντζιου- ήταν οπλαρχηγός της επιχείρησης στη Β.Η, έγινε στη συνέχεια ληστής, ακολούθως άρχοντας, κομματάρχης του Βενιζέλου και, τέλος, άνθρωπος του Πάγκαλου. Δεν είναι τυχαίο ότι η αμνήστευση των Ρεντζαίων έγινε επί Πάγκαλου και η εκτέλεσή τους επί Βενιζέλου. Αξίζει να σημειωθεί, ομοίως, η απαγωγή των βουλευτών Μελά και Μυλωνά στις 4/8/1928 στα Γιάννενα από τους Κουμπαίους, την ημέρα που θα μιλούσε στην πόλη ο Βενιζέλος! Εν προκειμένω έχουμε και τη λεγόμενη «πολιτική ληστεία», όπου οι ληστές γίνονται κομματάρχες διαφόρων πολιτικών, χρησιμοποιώντας ως μέσο επιβολής την κατατρομοκράτηση και τον εκβιασμό των ψηφοφόρων. Οι ληστές με άλλα λόγια λειτουργούν όχι μόνο συγκρουσιακά αλλά και σαν γέφυρα μεταξύ των αγροτοποιμενικών κοινοτήτων τους και του πολιτικού συστήματος. Λειτουργούν, δηλαδή, άλλοτε ως παράγοντες ενσωμάτωσης κι άλλοτε ως παράγοντες εξέγερσης.
Παρα-κράτος
Το πρόβλημα στην ελληνική κοινωνία είναι πως η διάλυση των αγροτοποιμενικών κοινοτήτων γίνεται πολιτικά και όχι οικονομικά, καθώς η βιομηχανία είναι ανύπαρκτη. Η πολιτική δε επιβολή γίνεται με τη μιμητική μεταφορά νομικών κανόνων από την Εσπερία και με άγρια καταστολή. Γι’ αυτό ο Παύλος Καλλιγάς στο «Θάνος Βλέκας» ασκεί κριτική στη βιαστική μεταφορά ξενόφερτων νόμων και στην αδυναμία των «ταπεινών προσώπων», όπως γράφει, να αποκωδικοποιήσουν τους κώδικες του νέου αστικού κόσμου. Γι’ αυτό το λόγο κατά τη γνώμη του οι χωρικοί επικοινωνούν με την «παρα-εξουσία» των λήσταρχων παρά με την απρόσιτη εξουσία του νέου κράτους. Όμως, η «παρα-εξουσία» που βλέπει ο Καλλιγάς δεν είναι παρά η «αντι-εξουσία» των τοπικών κοινοτήτων που αντιδρούν στην εξουσία του αθηνοκεντρικού κράτους της εποχής, που δεν είναι απλώς απρόσιτο, αλλά φθάνει στην περιφέρεια λαμβάνοντας τη μορφή του «παρα-κράτους», δηλαδή της ανεξέλεγκτης εξουσίας των πολυμορφικών αστών(εμπόρων, τσιφλικούχων, κομματαρχών) κι ενός μηχανισμού από εισαγγελείς, αξιωματικούς χωροφυλακής, νομάρχες, δημοσιογράφους-εκδότες, ληστές κ.ά. Αλλά οι ληστές κάποτε διαφεύγουν. Αυτή είναι η περίπτωση του Γιάννη Ρέντζιου, ο οποίος αρνείται τη Συμβολική Τάξη του φρόνιμου οικογενειάρχη και αξιωματικού της χωροφυλακής(αντιστικτικά με τον Β. Κολοβό), αποκαθιστώντας τη σχέση του με την πληττόμενη κοινότητά του. Χτυπάει, λοιπόν, το κράτος-τράπεζα, το κράτος-τοκογλύφο. Γιατί ο ληστής (όπως και ο κλέφτης επί οθωμανικής κυριαρχίας) μπορεί να εντάσσεται στην εξουσία αλλά δεν αλλάζει τον ηθικό του κώδικα και το σύστημα αξιών του, καθώς αυτό είναι δείγμα εξευτελισμού.
Ο Γιάννης Ρέντζιος ξαναέγινε ληστής για να ξανακερδίσει την ψυχή του, την τιμή του, αυτή που χάθηκε όταν η Χαρίκλεια τον έμαθε να τρώει με μαχαίρι και πιρούνι, όταν φόρεσε κοστούμι και σκαρπίνια, όταν έγινε ένας φρόνιμος οικογενειάρχης. Στη συνεχή μετακένωση των Ρ. μεταξύ εξουσίας και αντιεξουσίας, κέρδισε η δεύτερη, κέρδισε το φιλότιμο, η αγροτοποιμενική Συμβολική Τάξη του ατρόμητου, του μπεσαλή, του ήρωα των αδικημένων, των αξιών της τιμής, της εκδίκησης. Οι νέοι αστοί, όπως ο Καλλιγάς, αδυνατούν να αντιληφθούν πως ένας ολόκληρος κόσμος, που ζει στη φύση, που δεν έχει αποκοπεί απ’ αυτή για να την εξουσιάσει, αλλά βιώνει τους ρυθμούς της, ταυτισμένος μαζί της, ζώντας με άλλα λόγια σε αρμονία μαζί της (ΕΝΤΟΠΙΑ) δέχεται τους νέους πολιτιστικούς κώδικες της αστικής ατομικότητας σαν βιασμό, βιώνει την αλλαγή των συμπεριφορών του που είναι φυσικοποιημένες(Habitus), σαν ακρωτηριασμό, σαν ψυχικό φόνο, σαν ξεριζωμό. Αλλά τώρα που το σκέφτομαι αυτή δεν είναι μεταφορά, είναι πραγματικότητα. Είναι η άγρια βία του κράτους χωροφύλακα. Και μιλώ για τους μαζικούς εκτοπισμούς, τις μαζικές εξορίες ολόκληρων κοινοτήτων που χαρακτηρίζονταν ληστοτροφικές. Μιλώ, ακόμη, για την απαγόρευση από τις δικτατορίες του Πάγκαλου και του Μεταξά της έκδοσης μυθιστορημάτων και δημοσίευσης επιφυλλίδων στις εφημερίδες της εποχής με ιστορίες ληστών. Για το ότι η καθεστηκυία πνευματική εξουσία απαξίωσε το λαϊκό μυθιστόρημα, εξορίζοντάς το στην παρα-λογοτεχνία, μιλώντας για ληστρικό μυθιστόρημα. Το ίδιο έκανε και με το αστυ-νομικό μυθιστόρημα, τη ληστεία που κατέβηκε στις πόλεις, όπως είπε ο Γιαγκούλας, - και αναφέρει στο σχετικό βιβλίο του ο Τζανακάρης. Απαγόρευσε, δηλαδή, ότι τρέφει τη λαϊκή ιδεολογία της ανταρσίας.
Παρόλ’ αυτά, η λαϊκή ανταρσία με ρίζες στη ληστεία θα συνεχιστεί. Από τους κλεφταρματολούς και τους κοινωνικούς ληστές θα φτάσουμε στους αντάρτες της Εθνικής Αντίστασης στη γερμανική κατοχή με κορυφαία μορφή αυτή του ληστή Δήμου Καραλίβανου, που έγινε από τον Άρη Βελουχιώτη καπετάνιος του ΕΛΑΣ…