Αντίο Μίκη
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 02.09.21 ]Στην ταράτσα του σπιτιού απέναντι από την Ακρόπολη, τραγουδάει, απλώνει τα τεράστια χέρια του και διευθύνει τα αόρατα πλήθη. Πάθος μέγα. Έρωτας για τη μουσική. Έρωτας για την Ελλάδα. «Είμαι ελληνολάτρης», έλεγε. Ένα τεράστιο Εγώ. Και χιούμορ ιδιαίτερο. Στο σπίτι στο βουλεβάρτο Ρασπάιγ, κατήγγειλε τον Εφραιμίδη πως δήθεν του λογοκρίνει το… όμποε. Η επικοινωνία του με τα πλήθη, με το «λαό», ήταν η διαρκής αγωνία του. Από εδώ προήλθαν τα κλέη αλλά και τα μεγάλα λάθη. Μου έδωσε μια μέρα να διαβάσω την όπερα Καρυωτάκης. Του είπα πως υπάρχει ένα λάθος. Ο ποιητής αυτοκτονεί στο τέλος, ενώ εδώ στρέφει το όπλο στο κοινό! «Ο ποιητής δεν είναι χαζός να αυτοκτονήσει. Πυροβολεί αυτούς που δεν τον καταλαβαίνουν», μου είπε!
Χρόνια τώρα ο Μίκης συνομιλούσε με τον θάνατο, ακριβώς όπως συνομιλούσε πάντα με τον έρωτα. Έγραφε στο βιβλίο με τίτλο «Μονόλογοι στο Λυκαυγές»(Ιανός):
«Δεν υπάρχει αμφιβολία. Αυτό είναι το τελευταίο μου βιβλίο! Ομολογώ ότι λυπάμαι γι’ αυτό, γιατί μου άρεσε να γράφω διάφορα κείμενα και ποιηματάκια πολύ πριν αρχίσω να γράφω μουσική. Γιατί και την μουσική την έγραφα, μόνο που αντί για λέξεις έγραφα μουσικούς φθόγγους. Μπορεί άραγε αυτός που χτυπά πλήκτρα να νιώθει την ίδια μέθη, τον ίδιο ίλιγγο με μας που κρατούσαμε πένα με μελάνι είτε μολύβι που κάθε τόσο το ξύναμε για να πάρουμε μιαν ανάσα, μια πνοή ικανοποίησης για το έργο μας, που εκείνη τη στιγμή το θεωρούσαμε μοναδικό!»
«Ο συγγραφέας και ο ποιητής, που έχει φτάσει σε βαθμό να τυπώνεται και να διαβάζεται, σίγουρα νιώθει σαν ημίθεος.
Τι να πω όμως για τον συνθέτη, που τους ψυχρούς φθόγγους του, τους γραμμένους πάνω σε ένα χαρτί, μπορείς να τους ακούσεις να ζωντανεύουν και να πετούν σαν σμήνη πουλιών που διαπερνούν τα τείχη του πραγματικού κόσμου και γίνονται αυλοί, ήχοι ενός θεϊκού κόσμου που είναι το μουσικό του έργο, καθώς εισβάλλει σε χιλιάδες ψυχές, σκέψεις, αισθήματα, καρδιές του κάθε Ανθρώπου χωρίς διάκριση».
«Τα έζησα όλα στον υπερθετικό»
«Τι να πω λοιπόν για τον συνθέτη; Ότι είναι ένας μικρός Θεός; Όχι!
Θα πω μονάχα ότι είναι ευλογημένος... Σαν τη θάλασσα, που όσο κι αν τη δέρνουν οι άνεμοι και κυματίζει, αφρίζει με χίλιους τρόπους, όμως όλα αυτά συμβαίνουν στην επιφάνειά της, γιατί λίγο πιο κάτω παραμένει ήρεμη, πανέμορφη, ευλογημένη.
Το ίδιο και η ζωή μου, που τα έζησε όλα. Στον υπερθετικό. Τη χαρά και τον πόνο. Το κόκκινο και το μαύρο. Την αγάπη και το μίσος. Τον θρίαμβο και την απογοήτευση. Το φως και το σκοτάδι. Αυτή υπήρξε η ζωή μου. Η γνωστή. Γιατί την άλλη, που σας αποκαλύπτω σήμερα, την έζησα γαλήνιος, βέβαιος και ευλογημένος.
Έτσι το θέλησε η Μοίρα, αυτός ο αποχαιρετισμός να συμπέσει με την εικόνα της Αγίας Μητέρας μου της προσφυγοπούλας από τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας, την ίδια εικόνα που είδα σε κάποια άλλη. Με τον ίδιο σας αποχαιρετώ κι εγώ».
Αντίο Μίκη, σ' ευχαριστώ για όλα.