Όταν ο Τζέιμς Τζόυς συνάντησε τους Έλληνες
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 12.01.22 ]«Έριν, Έριν, ξεχασιάρα, πορνεύτηκες ξεδιάντροπη μπρος στα μάτια μου και με κατάντησες εμένα και τα λόγια μου μπαίγνιο μες στα παζάρια... ξεφτίλα των σκυλιών... Ω, γύρνα, γύρνα πίσω Έριν, Μίλυ, μη, μη με λησμόνει μη, γυναίκα της Μίλητος. Μπρος στα μάτια μου γιατί, π’ ανάθεμα, πήγες μ’ εκείνον τον έμπορα της Αλόης; και μες στην άγρια νύχτα μ’ απαρνήθηκες μπρος σε Ινδούς και Ρωμαίους... Γιατί με πότισες φαρμακωμένο γάλα; Έσβησες το φεγγάρι και τον ήλιο απ’ τα μάτια μου αφήνοντάς με ολομόναχο μες στους πικρούς δρόμους της πιο φαρμακωμένης νύχτας. Κι ούτε καν με φίλησες... Λησμονιάρα, ξεχασιάρα Έριν...».
Κείμενο από τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόυς, του έργου που αποτέλεσε σταθμό για την παγκόσμια λογοτεχνία.
Ο Τζέιμς Τζόυς γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1882. Η οικογένεια του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εύπορη αλλά το 1891, εξαιτίας των κακών οικονομικών χειρισμών σε συνδυασμό με τον αλκοολισμό του πατέρα του, οδηγήθηκε στην πτώχευση. Ο Τζόυς παρά το θρησκευτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο σπούδασε, σε ηλικία δεκαέξι ετών αρνήθηκε τον καθολικισμό. Το 1903 η μητέρα πέθανε από καρκίνο, γεγονός που τον επηρέασε βαθιά. Το 1904 γνώρισε την Νόρα Μπάρνακλ, την οποία ερωτεύτηκε και με την οποία αργότερα εγκατέλειψε την Ιρλανδία.
Αρχικά εγκαταστάθηκαν στην Τεργέστη, όπου ο Τζόυς εργάστηκε ως δάσκαλος. Εκεί, στις 27 Ιουλίου του 1905, ο Τζόυς και η σύντροφός του απέκτησαν τον πρώτο τους γιο, τον Giorgio. Στην Τεργέστη, παρέμεινε για τα επόμενα δεκαπέντε περίπου χρόνια.
Ο Τζόυς θεωρούσε ότι τα ελληνικά ήταν η γλώσσα του πνεύματος και φιλοδοξούσε να «εξελληνίσει» την Ιρλανδία! Αλλά τον ενδιέφεραν και οι σύγχρονοι οδυσσείς, οι Έλληνες, οι Σλάβοι, οι Εβραίοι, οι Αρβανίτες, όλη η πανσπερμία της Μεσογείου την οποία συνάντησε κυρίως στην Τεργέστη, αλλά και στη Ζυρίχη και το Παρίσι. «Οι Έλληνες μου φέρνουν τύχη», έλεγε συχνά.
Στην Τεργέστη έγινε φίλος με τον Κερκυραίο Νικόλα Σάντας, έναν πωλητή πορτοκαλιών στη λαϊκή της πιάτσας Πόντε Ρόσσο, «τον ελληνότατο των Ελλήνων» όπως τον προσφωνούσε, και τη γυναίκα του, την κυρία Γκίζελα Νόρμπεντο, μια αφράτη και πολυλογού μπακάλισσα. Με τον Σάντας γνωρίστηκαν το 1907. Ο Έλληνας χωρίς καν να τον γνωρίζει, δάνειζε στον πάντα αδέκαρο Τζόυς χρήματα. Αυτό ήταν αρκετό για να γίνει φίλος του. Στα γλέντια τους, στην ταβέρνα του πεθερού τού Σάντας, ανάμεσα στα μεθύσια και τα χωρατά, ο Έλληνας άρχιζε να απαγγέλλει και να τραγουδάει ολόκληρες ραψωδίες από την Οδύσσεια. Έτσι επισυμβαίνει η σύνδεση του ομηρικού Οδυσσέα και των συγχρόνων του στα μάτια του Τζόυς. Αλλά αυτό που βλέπει κανείς με τα μάτια του, όπως έλεγε ο ίδιος, δεν είναι τίποτα, και πρόσθετε: Εγώ «έχω εκατό κόσμους να δημιουργήσω και μόνον έναν από αυτούς χάνω». Όσο για την Γκίζελα, αυτή είναι σύμφωνα με τη Νόρα, τη σύντροφο του Τζόυς, το πρότυπο της Μόλλυ: «Ήταν, σας το ξαναλέω μια χοντρή ελληνίδα φρουτομπακάλισσα, ήταν η γυναίκα του Σάντας, ο Τζιμ (Τζόυς) περνούσε συχνά απ’ το μαγαζί της, του μιλούσε για συνταγές, πως κατασκεύαζε τις κρέμες του προσώπου της. Ήτανε μια πολύ χυδαία γυναίκα. Σκεφτείτε ότι έλεγε πως το καλύτερο καλλυντικό για το πρόσωπο ήταν το κάτουρο. Ε, λοιπόν αυτή η χοντρή ελληνίδα, έγινε η ηρωίδα του μυθιστορήματος του Τζιμ! Μπορείτε να το φανταστείτε;», έλεγε η Νόρα.
Ο Τζόυς αποζητά αδιαλείπτως στους ανθρώπους την ενεργοποίηση της φαντασίας του, κι όταν αυτό δεν συμβαίνει σιωπά. Η βίωση των φαντασιώσεων γίνεται γύρω από ένα τραπέζι, με κρασί, τραγούδια, αφηγήσεις και χωρατά, την ώρα που οι ψυχαναλυτές και άλλοι τσαρλατάνοι προτείνουν τα ντιβάνια τους. Στην Τεργέστη, για τους ομοτράπεζους του Τζόυς ήταν αρκετό να μεθύσουν για να τις ζήσουν, ενώ την άλλη μέρα το πρωί κανείς δεν θυμόταν τίποτα, εκτός από τον συγγραφέα. Ο Τζόυς βιώνει το πνεύμα της εποχής μαζί με τους ανώνυμους οδυσσείς (Ούτις εμοί γ’ όνομα), με τους χωρίς χαρτιά, τους φυγόδικους, τους κερδομανείς Έλληνες και Εβραίους μεταπράτες.
Ο κόντε Σορντίνα, γεννημένος στην Κέρκυρα το 1874, είναι ο δεύτερος Έλληνας φίλος του Τζόυς. Στον Σορντίνα αναφέρεται ο Τζόυς σε μια επιστολή του προς την δεσποινίδα Γουήβερ: «Ο φίλος μου κόντε Σορντίνα είναι μέγας ξιφομάχος, το πρώτο σπαθί στην Τεργέστη, αλλά και διδάκτωρ νομικής... Ο Σορντίνα με βοήθησε πολύ και τον θεωρώ αγαπητό φίλο μου». Ο Σορντίνα σύστησε τον Τζόυς στη σχολή του Μπέρλιτς, όπου δίδαξε, του βρίσκει μαθητές και μαθήτριες («ζωηρές κυρίες» όπως η βαρόνη Νόρα Ράλλη-Καβαλάρ) από την υψηλή κοινωνία της πόλης και τον παρουσίασε στις πιο ισχυρές οικονομικά οικογένειες της Τεργέστης: στους Ράλληδες, τους Σκαραμαγκά, τους Εκόνομο κ.ά. Ο Σορντίνα ήταν θαυμαστής του Ναπολέοντα Βοναπάρτη και οργάνωνε συνέδρια γι’ αυτόν, κάτι που ανησυχούσε πάρα πολύ την αυστροουγγρική αστυνομία. Συμμετείχε στο αυτονομιστικό κίνημα των ιρενταντίστα -θεωρείται αρχηγός του- και, αργότερα, διετέλεσε υπουργός στρατιωτικών. Ο κόντε Σορντίνα για τον Τζόυς είναι «ένας βασιλιάς Αλκίνοος του νησιού των Φαιάκων, που δέχεται και προστατεύει τον ναυαγισμένο στους δρόμους της Τεργέστης Οδυσσέα-Τζόυς». Ο Σορντίνα παρουσιάζεται στον Οδυσσέα στο επεισόδιο της Κίρκης, όπου είναι ο Μέγας Ναπολέων (ένας από τους τροπισμούς του Μπλουμ) με το τρικαντώ του συνοδεύει μία κυρία ντυμένη στα χρώματα της ελληνικής σημαίας.
Στη Ζυρίχη, δύο ακόμα Έλληνες, ο Παύλος Φωκάς από την Κεφαλονιά και ο Παύλο Ρουτζιέρο απ’ τη Θεσσαλονίκη, θα γίνουν φίλοι του Τζόυς. Ο πρώτος, ως γνώστης των ελληνικών, συζητούσε με τον συγγραφέα τα προβλήματα της γραφής, δεδομένου ότι είχε αρχίσει ήδη τότε να γράφει τον Οδυσσέα.
Κατά τη διάρκεια του Α' παγκοσμίου πολέμου έζησε στη Ζυρίχη, ενώ μετά τη λήξη του, μετακόμισε στο Παρίσι, έπειτα από πρόσκληση του ποιητή Έζρα Πάουντ, όπου και παρέμεινε για τα επόμενα είκοσι περίπου χρόνια. Το 1922 εκδόθηκε ο Οδυσσέας.
Στις 14 Δεκεμβρίου του 1940, ο Τζόυς και η οικογένεια του εγκατέλειψαν το Παρίσι για τη Ζυρίχη, όπου ένα μήνα αργότερα, ο ανανεωτής της σύγχρονης παγκόσμιας λογοτεχνίας, πέθανε από πολύ προχωρημένο έλκος.