Έτσι λειτουργούν τα λόμπι στην ΕΕ

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 13.12.22 ]

Στη Νέα Υόρκη και την Ουάσινγκτον καθώς και στις Βρυξέλλες υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες «λομπίστες», εκπρόσωποι μεγάλων εταιρειών που προωθούν με κάθε τρόπο (κυρίως δωροδοκώντας) τα συμφέροντά τους. Αυτό το σώμα από «λομπίστες» είναι θεσμικό(νόμιμο) στις ΗΠΑ, κατοικοεδρεύει μάλιστα στο Κογκρέσο, αλλά είναι παραθεσμικό και παράτυπο στην Ευρώπη, όπου όμως λειτουργεί υπό διάφορες νομότυπες μορφές.

Δεν συνιστά αποκάλυψη ότι στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο οι "λομπίστες" προσπαθούν με κάθε τρόπο να επηρεάσουν τους βουλευτές και τους "εισηγητές" των γνωμοδοτικών (αρχικά) εκθέσεων που έρχονται στην Ολομέλεια και διαμορφώνουν την κοινοτική νομοθεσία. Κυρίως τους εισηγητές, καθώς πίσω από μια τροπολογία πολλές φορές μπορεί να κρύβονται δισεκατομμύρια.

Οι μυημένοι στην γραφειοκρατία της ΕΕ γνωρίζουν ότι το ισχυρότερο λόμπι είναι εκείνο των φαρμακοβιομηχανιών.

 Μόνο το 2015 είχαν καταγραφεί επίσημα πάνω από 100 "λομπίστες" από τον κλάδο του Φαρμάκου στις λίστες του Ευρωκοινοβουλίου. Η συντριπτική πλειοψηφία από αυτούς διέθεταν κάρτα εισόδου και δικαιώματα να παρακολουθούν δεκάδες Επιτροπές και άλλες υπηρεσίες παρέχοντας γραπτές προτάσεις και "συμβουλές" πριν τα πρώτα draft των Εκθέσεων. Και πάντα με γνώμονα τα συμφέροντα των εταιρειών που εκπροσωπούν.

Τον μεγαλύτερο αριθμό "διαπιστευμένων" εκπροσώπων στα κοινοτικά όργανα (αποκαλούνται κομψά "Ομάδες Πίεσης") διατηρούν η Novartis, η Roche και η Pfizer. Οι «λομπίστες» αυτοί ζουν και εργάζονται στο τρίγωνο Βρυξέλλες-Λουξεμβούργο-Στρασβούργο. Η εντολή που τους έχει δοθεί είναι να μην υπάρξει καμία απόφαση ακόμη και από παρατυπία, ενάντια στα ιδιωτικά επιχειρηματικά συμφέροντα των εταιρειών τους.

Είναι γνωστά τα γεύματα «εργασίας» ανθρώπων των εταιρειών με βοηθούς ευρωβουλευτών σε γραφικά εστιατόρια κοντά στον καθεδρικό ναό του Στρασβούργου κατά τις ολομέλειες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.  

 Μια τέτοια συνάντηση έγινε μεταξύ στελεχών φαρμακευτικών εταιρειών και βοηθών της Γαλλίδας ευρωβουλευτού, γνωστής για το πλούσιο κοινοβουλευτικό της έργο στο χώρο της υγείας, της Φρανσουάζ Γκροστέτ. Η Γκροστέτ ήταν  αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος από το 2000 και υπήρξε εισηγήτρια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του Κανονισμού για τα "ορφανά" φάρμακα και την αναθεώρηση της φαρμακευτικής νομοθεσίας (τόσο για ανθρώπινη χρήση όσο και στην κτηνιατρική). Ήταν επίσης εισηγήτρια και για τον Κανονισμό σχετικά με τα φάρμακα στην παιδιατρική και τη δημιουργία κοινής επιχείρησης για την πρωτοβουλία αναφορικά με τα καινοτόμα φάρμακα.

Αυτή και κάποιες άλλες συναντήσεις των συνεργατών της Γαλλίδας ευρωβουλευτού έγιναν αφορμή για να γραφτεί στον γαλλικό Τύπο ότι η Φρανσουάζ Γκροστέτ, η οποία «είναι και πρόεδρος της "Ευρωπαϊκής Συμμαχίας" ενάντια στην ασθένεια του Αλτσχάιμερ, περιβάλλεται από ομάδες πίεσης των μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών που χρηματοδοτούν σε ποσοστό 30% τη συγκεκριμένη Ένωση». Η κριτική που δέχθηκε είναι ότι αυτή η χρηματοδότηση είναι μη συμβατή με την ιδιότητά της ενώ τέθηκε και θέμα ηθικής για τους κοινοβουλευτικούς βοηθούς της.

Ας σημειωθεί ότι στην Ευρωπαϊκή Συμμαχία για την ασθένεια του Αλτσχάιμερ συμμετέχουν ευρωβουλευτές από πολλές χώρες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα!

 Πολλοί σύλλογοι ασθενειών λειτουργούν σαν "δούρειος ίππος" των φαρμακοβιομηχανιών.

 Η αντιπρόεδρος του ΕΛΚ στα 10 χρόνια δράσης της πέτυχε να αυξηθεί η χρηματοδότηση της Έρευνας για το Αλτσχάιμερ με χρήματα που δόθηκαν προς κάθε κατεύθυνση, αλλά και να προωθηθούν μια σειρά από προγράμματα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Συμμετείχε στο παρελθόν στην καμπάνια του Νικολά Σαρκοζί κατά της ασθένειας, με προϋπολογισμό 165 εκατομμύρια ευρώ για τον μεγάλο αγώνα της, αλλά η μεγαλύτερη επιτυχία της θεωρείται «η συνεισφορά της για την αναγνώριση της ασθένειας Αλτσχάιμερ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως μια μεγάλη προτεραιότητα της δημόσιας υγείας», γεγονός που άνοιγε τις δυνατότητες πλέον χρηματοδότησης και της εξεύρεσης νέων πόρων για να διατεθούν στα εργαστήρια και τις φαρμακοβιομηχανίες που αναζητούν καινοτόμα φάρμακα. Υπολογίζεται ότι μόνο σε ένα χρόνο δόθηκαν 100 εκατομμύρια για την ενίσχυση 10 πρότζεκτ για το Αλτσχάιμερ και άλλα 50 απευθείας σε συγκεκριμένες φαρμακοβιομηχανίες μόνο από ένα ταμείο. Γι’ αυτή την προσφορά της η EFPIA (European Federation of Pharmaceutical Industries & Associations) της έχει απονείμει το βραβείο του καλύτερου μέλους του Ευρωκοινοβουλίου στο χώρο της υγείας.

 Σήμερα πολλές ευρωπαϊκές Ενώσεις ασθενών αποτελούν έναν "δούρειο ίππο" για τις μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες. Ακολουθούν την κλασική μέθοδο να παράγονται Εκθέσεις που κινδυνολογούν και διαμορφώνουν ένα ισχυρό κοινοβουλευτικό δίκτυο που λειτουργεί το ίδιο ως λόμπι. Έχουν τους ίδιους στόχους με τα φαρμακευτικά εργαστήρια καθώς προβάλλουν την αρρώστια, δίνουν τον τόνο στην πρόγνωση και ζητούν μεγάλα ποσά για την Έρευνα στον ιδιωτικό τομέα και για διαγνωστικά πειράματα. Είναι και αυτός ένας νέος τρόπος δράσης των φαρμακευτικών λόμπι μεγάλων εταιρειών. Δηλαδή να κρύβονται πίσω από Συλλόγους ιδιαίτερων ασθενειών ώστε να επηρεάζουν τις πολιτικές αποφάσεις.

 Στους κόλπους της Ένωσης "Αλτσχάιμερ Ευρώπη" οι φαρμακοβιομηχανίες τοποθέτησαν δικούς τους ανθρώπους. Η Ανέτ Ντιμά, η υπεύθυνη των δημοσίων σχέσεων είναι πρώην συνεργάτης τής MSD (Merch Sharpe & Dohme) αλλά παράλληλα και μέλος του think tank της Ομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Φαρμακοβιομηχανιών. Ο Ζαν Ζόρζ, ο γενικός διευθυντής είναι και μέλος της συμβουλευτικής Επιτροπής Υγείας της Glaxo Smithkline.

 Το κόστος του λόμπι

 Σε μία Έκθεση που δημοσίευσαν η Health Action International και η Corporate Europe Observatory (CEO), δύο ανεξάρτητοι οργανισμοί που μελετούν θέματα λόμπι και δημοκρατίας αλλά και την πρόσβαση στην υγεία, υποστηρίζεται ότι κάθε χρόνο το φαρμακευτικό λόμπι δαπανά 40 εκατομμύρια ευρώ μόνο στις Βρυξέλλες.

Αν και πολλές εταιρείες δουλεύουν με μαύρα χρήματα και οι περισσότερες δεν δίνουν στοιχεία, υπολογίζεται ότι το 2015 η Bayer δαπάνησε 2,5 εκατομμύρια, η GSK μεταξύ 800-900 χιλιάδες, η Sanofi 700 χιλιάδες, το ίδιο και η Lundbeck, ενώ η Novartis άγγιξε το ένα εκατομμύριο.

Ο Ζερεμί Μισέλ, βοηθός της Φρανσουάζ Γκροστέτ το 2000-2006, έναν μήνα αφού έφυγε από το γραφείο της Ευρωβουλής προσελήφθη από την Sanofi ως διευθυντής των Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, δηλαδή ως λομπίστας που πιέζει για την υιοθέτηση τροπολογιών σε έναν πλέον γνωστό του χώρο.

 Σε μια έκθεση της CEO αναφέρεται ότι την εποχή που ο Ζερεμί Μισέλ εργαζόταν στο Ευρωκοινοβούλιο συνεργαζόταν με την Ζεραλντίν Φιλιμπέρτ επίσης συνεργάτριας της Φρανσουάζ Γκροστέτ. Αφού λοιπόν πέρασε στην Sanofi στέλνει ένα e-mail στην Φιλιμπέρτ που επεξεργάζεται μια εισήγηση για τις επιδράσεις των φαρμάκων, εξηγώντας της τις θέσεις της Sanofi σε μια τροπολογία του εισηγητή. Η Φιλιμπέρτ από την πλευρά της έστειλε ένα mail με άλλη τροπολογία στον Εισηγητή ... πιστή αντιγραφή των θέσεων που πρότεινε ο Ζ. Μισέλ της Sanofi…

 Υπόθεση UBER

Το Uber Files είναι μια έρευνα για τις μαζικές προσπάθειες lobbying του γίγαντα των μεταφορών από το 2013 έως το 2017, και αποκαλύπτει το πώς η εταιρεία απέκτησε πρόσβαση σε παγκόσμιους ηγέτες, συμπεριλαμβανομένων του τότε αντιπροέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, του τότε Γάλλου υπουργού Οικονομίας Εμανουέλ Μακρόν, του τότε πρωθυπουργού του Ισραήλ Μπένζαμιν Νετανιάχου, του τότε πρωθυπουργού της Ιρλανδίας Έντα Κένι και άλλων. Έκλεισε συμφωνίες με επιχειρηματίες που συνδέονται με το Κρεμλίνο και προσπάθησε να αποσπάσει την προσοχή από τη δική της φοροαποφυγή ωθώντας τις αρχές να εισπράττουν φόρους από τους οδηγούς της.

Τα αρχεία που διέρρευσαν ρίχνουν νέο φως στις αδιάκοπες προσπάθειες της Uber να αλλάξει τους νόμους για τις μεταφορές σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στη Γαλλία, την Ολλανδία και τη Ρωσία. 

Ο Mark MacGann ήταν επικεφαλής του λόμπι της Uber για την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική από το 2014 έως το 2016 και επέβλεπε τις σχέσεις με τις κυβερνήσεις σε περισσότερες από 40 χώρες. Εξασφάλιζε επαφές με τους υψηλότερους κύκλους σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Ρωσία και του ανατέθηκε η διαχείριση της παγκόσμιας επέκτασης της εταιρείας, η οποία ήταν γεμάτη παραβιάσεις της τοπικής νομοθεσίας για τις μεταφορές.

Ο MacGann (πρώην λομπίστας πλέον) χαρακτηρίζει τις πρακτικές του ως «βαθιά άδικες» και «αντιδημοκρατικές»…

 

Πηγές: ΑΠΕ-ΜΠΕ (Γιώργος Κουβαράς), artinews.gr