Ένα ποτήρι αδειανό

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 14.08.19 ]

Δεν έχει άλλο. Το ποτήρι είναι στεγνό. Ούτε μισογεμάτο, ούτε μισοάδειο. Στεγνό. Άδειο. Τοποθετημένο σ’ ένα ενάλιο καφενείο, ο φακός να ζουμάρει, πίσω η θάλασσα λαμπυρίζοντας, όλα να είναι έτοιμα για μια διαφήμιση ελπίδας. Πλην όμως, το ποτήρι είναι στεγνό. Αυτό το ποτήρι όπου είχαμε στηρίξει όλες μας τις ελπίδες. Ότι θα γέμιζε με τους κατάλληλους χειρισμούς της κάμερας και τα εμπνευσμένα ψυχότροπα των φωτισμών (βοηθούντος και ενός παραιτημένου ηλίου που έδυε σε παλαιότερα «γυρίσματα»), μ’ έναν απαστράπτον οιονεί υλικό που θα έμοιαζε με ελπίδα μέθης. Όχι βέβαια μέθης κανονικής, κάτι τέτοιο θα ήταν αντιπαραγωγικό, ωστόσο τίποτα δεν έχει σημασία. Το ποτήρι είναι στεγνό. Ένα ποτήρι άνευ σημασίας. Ασήμαντο. Ούτε να το σπάσεις που λέει ο λόγος. Ο λόγος; Ο λόγος. Δηλαδή το γεγονός των προσώπων που κάθε φορά ενδύεται την ευθύνη όλης της υποκειμενικότητας: της ικανότητας να βλέπει ότι το ποτήρι είναι στεγνό και ότι κανένας δεν θα σε σώσει από αυτό το βλέμμα. Το βλέμμα που σπάζει από τη συνείδηση της όρασης. Και το σπαράζει ο «Ανδαλουσιανός σκύλος». Αυτό το αδέσποτο σκυλί που φρίττει και αφηνιάζει από τα καθέκαστα και επιτίθεται. Στο μεταξύ, η κάμερα είναι σταθερά προσηλωμένη: το ποτήρι είναι κενό. Στεγνό. Έχει σκαλιά. Ένα κορίτσι κατεβαίνει τα σκαλιά. Σέρνει έναν χαρταετό από πέτρα. Ο χαρταετός κατοπτρίζεται στο πρόσωπο του κοριτσιού και συναισθάνεται πως είναι πέτρινης ευθύνης και δακρύζει. Βεβαίως το δάκρυ πέφτει στον πάτο του στεγνού ποτηριού. Δεν συμβαίνει τίποτα. Αυτή είναι η τραγωδία: ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Το ποτήρι παραμένει στεγνό.

Έτσι συμβαίνει με την συνείδηση του υπάρχειν. Να είναι όλα έτοιμα και να λείπει η σταγόνα του υπάρχειν. Αυτός ο αόρατος αιθέρας μιας λύπης κουρασμένης τόσο, όσο και τα γεράκια που ζυγιάζονται απάνω στους αιθέρες, για ταπεινή τροφή. Για ένα ποντίκι. Έτσι είναι.

Και όλα γίνονται για ένα ποτήρι αδειανό. Για ένα λαμπύρισμα που μοιάζει με νερό αλλά δεν είναι. Είναι το κρύσταλλο που το πουλήσανε και το ξαναπουλήσανε κι απ’ την πολλή την πώληση φτήνυνε, έγινε κρύσταλλο φτηνό, με τόσα χέρια που ανταλλάξανε τη σκοτεινή του αξιοπρέπεια, με φράγκα και νομίσματα.

Λοιπόν τώρα το ποτήρι είναι στεγνό. Το σπίτι είναι άδειο. Το σπίτι πρέπει να είναι άδειο. Από έπιπλα, από τα μέσα αφανή αγάλματα, άδειο κι από τη σιωπή του. Μονάχα μ’ ένα στεγνό ποτήρι.

Γιατί στο βάθος ακούγεται ήχος νερού.

Καλημέρα σπίτι. Καληνύχτα νερό. Κοιμήσου ποτήρι. Κοιμήσου σαν έρημος που ποτέ δεν ξεδίψασε.