Le Gof: Το φαντασιακό και η ιστορία
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 01.04.22 ]Ποιο είναι αυτό το εγελιανό «πνεύμα της ιστορίας» που φυσάει πότε από δω και πότε από κει, «χορεύοντας» τους ανθρώπους και τις κοινωνίες, μια εδώ και μια εκεί; Τι καθορίζει τη σκέψη και την πράξη; Υπάρχει κάποιος «μεγάλος Άλλος» και ποιος (Θεός, πατρίδα, κόμμα…) που καθορίζει μέσα από μια «συμβολική τάξη»(Λακάν) τις συμπεριφορές των ανθρώπων και των κοινωνιών; Ποιος επινόησε και πως λειτουργούν στα μυαλά των ανθρώπων αυτοί οι Άλλοι, άλλοτε επιβάλλοντας την υποταγή κι άλλοτε την εξανάσταση; Είναι θέμα μιας κυρίαρχης ιδεολογίας με την έννοια της «ψευδούς συνείδησης» του Μαρξ ή της συνείδηση του «ως εάν…» του Ζίζεκ ή μήπως και των δύο μαζί(κάποιοι πλανώνται αλλά και κάποιοι ξέρουν και πράττουν «ως εάν» να μην ήξεραν); Οι άνθρωποι εμμένουν και υπομένουν τα δεινά σαν θύματα που συναινούν λόγω εθισμού, της συνήθειας(το habitus του Μπουρντιέ) ή λόγω μιας συγκεκριμένης αναπαράστασης του κόσμου, μιας ορισμένης κοσμοεικόνας που τους επιβάλλεται; Ιδεολογία, αναπαράσταση, συμβολική τάξη, συλλογική συνείδηση και συλλογικό ασυνείδητο, φαντασιακό, τι τέλος πάντων είναι αυτό που λειτουργεί σαν «καύσιμο» για τη φοβερή εγελιανή πανουργία του λόγου και της Ιστορίας; Μπορεί όλα να συμβαίνουν αλληλοκαλυπτόμενα και ωστόσο διακριτά; Αυτό αποπειράται να μας δείξει ο Ζακ Λε Γκοφ στο βιβλίο του «Το φαντασιακό στο Μεσαίωνα» (Κέδρος).
Είναι τυχαία όλα τα τελετουργικά της εξουσίας, από την ορκωμοσία του προέδρου, τα άμφια των παπάδων μέχρι τη χωροταξία των δικαστηρίων και την αμφίεση των δικαστών με τα γουνάκια; Εντέλει, τι είναι η μελέτη του φαντασιακού μιας κοινωνίας; «Για να μελετήσει κανείς το φαντασιακό μιας κοινωνίας» σημειώνει ο Λε Γκοφ, «πρέπει να καταδυθεί στη συνείδησή της και στην ιστορική της εξέλιξη. Να φτάσει στην καταγωγή και τη βαθύτερη φύση του ανθρώπου… Όλες οι μεγάλες ‘’εικόνες’’ του Μεσαίωνα, αυτή του ανθρώπου-μικρόκοσμου, αυτή του καθρέπτη, αυτή της Εκκλησίας –σώμα μυστικό-, αυτή της κοινωνίας-σώμα οργανικό, μακάβριος χορός, όλες οι συμβολικές αναπαραστάσεις της κοινωνικής ιεραρχίας, ρούχα, γουναρικά, οικόσημα, και της πολιτικής οργάνωσης, συμβολικά αντικείμενα της εξουσίας, σημαίες και λάβαρα, τελετουργίες χρίσης(χρίω) και βασιλικές εμφανίσεις, όλο αυτό το μεγάλο corpus εικόνων επανεμφανίζει σε εξωτερικά σημάδια τις βαθιές εικόνες, λιγότερο ή περισσότερο περίπλοκες, ανάλογα με την κοινωνική κατάσταση και το πολιτιστικό επίπεδο του νοητικού σύμπαντος των ανδρών και των γυναικών της μεσαιωνικής δύσης».
Επειδή γίνεται πολύς για το «φαντασιακό» και ευλόγως επικρίνεται η αλόγιστη χρήση του από ιστοριογράφους και θεωρητικούς της ιστορίας, ο Λε Γκοφ παίρνει αποστάσεις πρώτον από την «καθαρή» ιστορία ως ιστορία των συμβάντων και δεύτερον από την εκτροπή της μελέτης του «φαντασιακού» προς «το παράλογο και το ψυχαναλυτικό», κυρίως όταν κυριαρχείται από την «ύποπτη ιδεολογία των αρχετύπων». Επίσης, διακρίνει το «φαντασιακό» από την αναπαράσταση, το συμβολικό και την ιδεολογία, παρότι παραδέχεται ότι πρόκειται για τεμνόμενα σύνολα. Για την ακρίβεια το φαντασιακό αποτελεί μέρος της αναπαράστασης. Επί παραδείγματι για να ανακαλέσουμε έναν φαντασιακό καθεδρικό ναό, ανατρέχουμε στην Παναγία των Παρισίων του Βίκτορα Ουγκώ και άλλων. Συμβολικό είναι κάτι που γίνεται ο καθρέφτης του κόσμου ή των κόσμων. Το ιδεολογικό, τέλος, είναι μία επινόηση, που δεν περιγράφει την κοινωνία, αλλά επιβάλλει μία εικόνα γι’ αυτή. Ο χριστιανικός μύθος των δύο ρομφαίων επί παραδείγματι επιβάλλει μία εικόνα προορισμένη να χωρίσει το εφήμερο από το πνευματικό, τους λαϊκούς από τους κληρικούς, επιβάλλοντας ανάμεσά τους μια ιεραρχία. Άρα οι επινοήσεις ιδεολογικών συστημάτων και η των οργανωτικών εννοιών μιας κοινωνίας «που σφυρηλατήθηκαν από τις κυρίαρχες ορθοδοξίες (ή τους αντιπάλους τους), δεν είναι φαντασιακά συστήματα», παρόλο που κι εδώ κάποτε τα όρια είναι δυσδιάκριτα. Για να μην παρεξηγηθούμε, ο Λε Γκοφ μιλάει για μία ιστορία του φαντασιακού ως αναγκαίο συμπλήρωμα της ιστορίας, δηλαδή για μία ιστορία του συλλογικού φαντασιακού μιας κοινωνίας και όχι του φαντασιακού ως βασικού κριτηρίου της Ιστορίας. Υπ’ αυτή την έννοια τα προνομιακά κριτήρια μιας ιστορίας του φαντασιακού είναι τα δημιουργήματα του φαντασιακού, δηλαδή τα λογοτεχνικά και τα καλλιτεχνικά έργα. Εδώ παρατηρείται και επικρίνεται η περιχαράκωση της ιστορίας μέσω της σκανδαλώδους εξειδίκευσης έτσι ώστε να έχουμε επί μέρους «καθαρές» ιστορίες και όχι μία ιστορία που να περιλαμβάνει τη λογοτεχνία, την τέχνη, το δίκαιο, τη φιλοσοφία, τη θεολογία. Γι’ αυτό «Μια ιστορία χωρίς το φαντασιακό είναι μια αποστεωμένη, ανάπηρη ιστορία».
Όπως είδαμε το φαντασιακό είναι ένα σώμα νοητικών εικόνων. Πρόκειται δηλαδή για συλλογικές εικόνες που δημιουργούνται, αλλάζουν, μεταβιβάζονται με τις παραδόσεις, δανείζονται από τον ένα πολιτισμό στον άλλο και κυκλοφορούν στον διαχρονικό κόσμο των τάξεων και των κοινωνιών. Για να καταλάβουμε τη σημασία του φαντασιακού γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι κατά τον Μεσαίωνα οι άνθρωποι ζούσαν τις ακραίες καταστάσεις με τρόπο που ήταν «δύσκολο να καθορίσουν ανάμεσα στην υλική πραγματικότητα και στη φαντασιακή πραγματικότητα».
Εντάσσοντας ο Λε Γκοφ την ιστορία του φαντασιακού στο χώρο και το χρόνο μας δίνει τους χώρους του δάσους, των χωραφιών, των κήπων, των φεουδαλικών γαιών, της πόλης, του χωριού ως πλαίσια «ταυτόχρονα γεωγραφικό και φαντασιακό» των ανδρών και των γυναικών του Μεσαίωνα, όπου είναι εγγεγραμμένοι φόβοι, επιθυμίες, όνειρα, θρύλοι. Μας δίνει επίσης τους κοινωνικούς χρόνους, όπως της λειτουργίας, των σημάντρων, των αγροτικών εργασιών, των γιορτών, που επίσης κατακλύζονται από εικόνες και μύθους. Μέσα σ’ όλα αυτά μου έρχεται στο νου αυτόματα ο «χωριανικός» τρόπος ζωής, οι εικόνες, οι μύθοι, οι χώροι και οι χρόνοι τους, εντελώς μεταλλαγμένοι στην πόλη (ούτε καν πόλη, αλλά χαοτική, άρρυθμη, άχρονη «συγκέντρωση», που είναι πλέον η Αθήνα, μια πόλη άπολις), που δεν αντέχεται. Για τον Λε Γκοφ, για την ακρίβεια στο Μεσαίωνα έχουμε έναν επίγειο χριστιανικό χωροχρόνο και έναν του επέκεινα(που «προσφέρει στον χριστιανό ένα συμπλήρωμα βιογραφίας»). Ομοίως, η εξέλιξη των θρησκευτικών πρακτικών και των παραγωγών του φαντασιακού (τέχνες, λογοτεχνία, μουσική) δημιουργεί έναν νέο χωροχρόνο στο εσωτερικό του ανθρώπου, αυτόν της συνείδησης. Το σώμα και η ψυχή, τα όνειρα και η πραγματικότητα, ο φόβος και η σαγήνη, ο εφήμερο και το πνευματικό, όλα τα δίπολα επαναπροσδιορίζονται.
Κλείνοντας (ουσιαστικά τον πρόλογο) οφείλουμε να επισημάνουμε τη σημασία της Μόδας(του Zeitgeist), του πνεύματος της εποχής για τον Λε Γκοφ, που χαρακτηρίζει την προσεκτική ανάλυσή της σαν «μίτο της Αριάδνης», που οδηγεί στα μυστικά της ιστορίας, συνδέοντας τα επιφαινόμενα, το συγχρονικό με τις βαθιές κινήσεις της ιστορίας, το διαχρονικό.