La vita e’ bella!
[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 26.09.17 ]Όχι μόνο γιατί πριν κάποια χρόνια στη μεγάλη οθόνη μας το δίδαξε ο Μπενίνι μέσα από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αλλά, κυρίως, γιατί η ζωή φέρει στην ουσία της τη χαρά και την αισιοδοξία. Αλλιώς, δε θα ’ταν τέτοια. Θα τη λέγαν θάνατο, δηλαδή: «από κει και πέρα τίποτα».
Η επιστήμη δεν έχει ακριβώς αποφανθεί, αν το ζήτημα της χαράς είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας, έχει όμως σχεδόν συγκατανεύσει υπέρ της μεγάλης σημασίας του χαρακτήρα πάνω στην επεξεργασία των εμπειριών στη ζωή. Και πράγματι, αυτό διαπιστώνεται καθημερινά. Άνθρωποι να περνούν από σαράντα κύματα, και όμως να διατηρούν το χιούμορ τους. Αντίθετα άνθρωποι που η ζωή τούς χαρίζεται καθημερινά με χίλιους τρόπους, να παραμένουν μίζεροι.
Πρόσφατα, ξαναέπεσαν στα χέρια μου κάποια διηγήματα του Τσέχωφ. Ισχύει σε μεγάλο βαθμό για μένα, ν’ αγαπήσω περισσότερο ένα συγγραφέα, ή έναν ποιητή, όταν η ζωή του αφήνει το στίγμα της μέσα στο έργο του. Όχι με την έννοια της αυτοβιογραφίας ή αυτοαναφοράς, αλλά πρωτίστως με την έννοια της επεξεργασίας και τελικά μετουσίωσης των βιωμάτων του μέσω της τέχνης.
Ο Τσέχωφ, όπως και πολλοί άλλοι σύγχρονοί του ή μεταγενέστεροι, πέρασε μια ζωή μαρτυρική, σε μια προεπαναστατική Ρωσία, –παιδί μουζίκου-, που μόλις με τη γέννησή του καταργήθηκε η πώληση(!) των ανθρώπων μαζί με την ιδιοκτησία. Έζησε στο πετσί του φτώχεια, καταπίεση, αθλιότητα. Οι παραστάσεις του από τη ζωή, ήταν άνθρωποι που σέρνονταν στην λάσπη της εξαθλίωσης. Σωματικά και πνευματικά. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, σπουδάζει γιατρός, και εργάζεται κάτω από τρισάθλιες συνθήκες σε υποτιθέμενα νοσοκομεία της εποχής, που λειτουργούσαν παράλληλα, σαν πτωχοκομεία, «τρελλάδικα», υποτυπώδη σανατόρια, και εν ολίγοις σαν κάδοι απορριμμάτων για ανθρώπους που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Γιατί οι «ανώτερες τάξεις», έφευγαν για Βιέννη, όταν τους τύχαινε η στραβή, εκεί που η επιστήμη –πάλι για ορισμένους-, είχε προχωρήσει.
Γιατρός και ασθενής συγχρόνως ο Τσέχωφ, -έπασχε από φθίση, πώς θα την γλύτωνε άλλωστε!-, έζησε την κατάσταση και από τις δυο πλευρές. Ώσπου βεβαίως πέθανε νεότατος, στα σαράντα.
Δεν αναρωτιέμαι όμως καθόλου που τα έργα αυτού του ανθρώπου, τα διαποτίζει αυθεντικό χιούμορ που συνοδεύει υπέροχα τη λακωνικότητα της γραφής του. Γιατί η πραγματική χαρά ξεπηδά από τη γνώση της ύπαρξης της πιο φοβερής μιζέριας.
Παραθέτω λοιπόν ένα κομματάκι από το ομώνυμο διήγημά του: «Η ζωή είναι ωραία» που σήμερα χαράματα, ομόρφυνε τη δική μου:
«Για να είσαι ευτυχισμένος, ακόμα κι όταν πονάς, και όταν είσαι στενοχωρημένος πρέπει 1. Να ευχαριστιέσαι με το σήμερα 2. Να χαίρεσαι με τη σκέψη ότι μπορούν να έρθουν χειρότερα.
Αν τύχει και πάρουν φωτιά τα σπίρτα μέσα στην τσέπη σου, να χαίρεσαι και να φχαριστάς το θεό που δεν είχες στην τσέπη καμιά μπαρουτοσακούλα.
Αν τύχει και σου μπήκε αγκάθι στο δάχτυλο, να χαίρεσαι και να λες: «Πάλι καλά που δε μου μπήκε στο μάτι»!
Αν η γυναίκα σου τραγουδάει γκαρίζοντας, μην κάνεις σαν παλαβός! Να χοροπηδάς από τη χαρά σου και να λες: «Τι γλυκιά μουσική»! Γιατί, τι θα γινόταν αν κάτω από το παράθυρό σου ούρλιαζε ένα κοπάδι λύκων;»
……………………………………………………………………………………………………………..
Και το τελειότερο όλων!!!
«Αν τύχει και σε κερατώσει η γυναίκα σου, να είσαι φχαριστημένος που πρόδωσε σένα, και όχι την πατρίδα!»
Μετά και από αυτό!... Ναι, η ζωή είναι ωραία!