15. Το αγροτικό ζήτημα και ο Κ. Καραπάνος-Το ματωμένο θέρος του 1882

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ήπειρος / 14.02.18 ]

 Αλλά ποια είναι η εκδοχή του Κ. Καραπάνου; Ο Καραπάνος όπως και ο πεθερός του Χρηστάκης Ζωγράφος αγόρασαν από τους Οθωμανούς την Άρτα και τη Θεσσαλία. Σύμφωνα με τη συνθήκη παραχώρησης στην Ελλάδα των δύο αυτών περιοχών θα εξακολουθούν να ισχύουν και να προστατεύονται οι ιδιοκτησίες και τα συμβόλαια που υπήρχαν επί Οθωμανών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προστατεύονται όχι μόνο με εθνική αλλά με διεθνή εγγύηση τα κτήματα των Καραπάνου, Ζωγράφου και των άλλων τσιφλικούχων. Αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο αν γνωρίζει κανείς τα διαδραματισθέντα στο συνέδριο του Βερολίνου αλλά και στην Κωνσταντινούπολη και το ρόλο αφ’ ενός του Καραπάνου(ως γνωστόν συμμετείχε και στο διπλωματικό σώμα της Υψηλής  Πύλης-πρεσβεία Παρισίων) και αφ’ ετέρου του Καραθεοδωρή[1], εκπροσώπου των Οθωμανών στο Βερολίνο. Γενικώς, στις περιοχές που δεν κατακτήθηκαν από τους επαναστάτες (Αττική, Φθιώτιδα, Εύβοια…) οι μουσουλμάνοι γαιοκτήμονες είχαν το δικαίωμα βάσει του πρωτοκόλλου της Ανεξαρτησίας(Λονδίνο 1830) να μεταβιβάσουν τα δικαιώματά τους σε εύπορους ιδιώτες. Το ίδιο συνέβη με τη συνθήκη του Βερολίνου(1878) και τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης(1881). «Οι μουσουλμάνοι γαιοκτήμονες που αποχωρούσαν πούλησαν τα δικαιώματά τους, σε χαμηλές τιμές, σε Έλληνες χρηματιστές και τραπεζίτες της Κωνσταντινούπολης…»[2]. Η διαφορά στη Θεσσαλία και στην Άρτα είναι ότι το ελληνικό Δημόσιο (Χ. Τρικούπης, Θ. Δηληγιάννης) αμφισβήτησε  το νομικό περιεχόμενο του «τασαρούφ»(ό,τι δηλαδή ίσχυε στη νότια Ελλάδα ως δικαίωμα κατοχής της καλλιεργήσιμης έκτασης), εξομοιώνοντάς το με «απλή εκμίσθωση» προς όφελος των νέων τσιφλικάδων. Μάλιστα, ο Καραπάνος παραθέτει στο βιβλίο του[3] και αντίγραφα συμβολαίων με μισθωτές πέντε εκ των κτημάτων του. Μόνο που πρόκειται για «αχυρανθρώπους» ή ανθρώπους του συστήματός του. Για την ακρίβεια ο Αντώνιος Ι. Χαβέλας, ζευγηλάτης από το Κομπότι, ο Αναστάσιος Πάτζης αρτινός έμπορος και ο Χρήστος Παναβέλης έμπορος από τους Κωστακιούς και δηλώνων κατοικία, αυτή του ενός εκ των τριών επιστατών του Καραπάνου, του Δημητρίου Παναβέλη, είναι οι εικονικοί ενοικιαστές των κτημάτων Καραπάνου. Οι εγγυητές είναι ο διαμένων στην Κέρκυρα… Δημήτριος Παναβέλης(διετέλεσε και πρόεδρος του μουσικοφιλολογικού συλλόγου Σκουφάς) και ο Σπυρίδων Κοτζάνης ή Κοτσιάνης (Η χρονολογία του συμβολαίου είναι 11 Χαζηράν 1296-1297 Ρετζέπ 16 έτος σεληνιακόν- ή 1880 Ιουνίου 11 –έτος παλαιόν). Οι μάρτυρες της διαδικασίας ήταν ο Παντελής Κ. Οικονόμου και ο Δημήτριος Ζάρας, ενώ ο Γεώργιος Ν. Βαρζέλης( αργότερα πολιτεύτηκε δίπλα στον Καραπάνο) ήταν ο «Επίτροπος» του Κ. Καραπάνου, διαμένοντος προσωρινά στην Κέρκυρα.

Πάντως, αν και το πρόβλημα είναι αμιγώς πολιτικό, ο Καραπάνος θα παρασύρει τους αντιπάλους του, εν προκειμένω τον Γ. Παχύ και τους εκπροσώπους των αγροτών της Άρτας σε μία άνευ προηγουμένου νομική διαμάχη όπου ο πρώτος υπερτερούσε, όχι γιατί είχε δίκιο αλλά γιατί είχε υπέρ αυτού τον συσχετισμό των πολιτικών και συνεπώς νομικών δυνάμεων. Επίσης, η διεθνής συνθήκη παραχώρησης είχε γίνει στα μέτρα του αλλά και ο Χ. Τρικούπης ήταν υπέρ αυτού στην προσπάθεια να προσελκύσει στην Ελλάδα τα κεφάλαια της ελληνικής διασποράς.

Αλλά και οι αντίπαλοι του Χ. Τρικούπη(Δηλιγιάννης κ.ά.) ήταν ουσιαστικά της αυτής πολιτικο-ιδεολογικής αντίληψης με τον Καραπάνο. Ο τελευταίος ισχυρίζεται ψευδώς ότι «Οι καλλιεργηταί των χωρίων Άρτης… δεν εξηγέρθησαν κατά των ιδιοκτητών, ειμή ολίγας ημέρας μετά την είσοδον του Ελλ. Στρατού, ότε αι επιστολαί και οι απεσταλμένοι του δήθεν πάτρωνος αυτών έπεισαν αυτούς, ότι η πολιτική μεταβολή της πατρίδας των επέφερε και την κατάργησιν της ιδιοκτησίας, και ότι δέον να αντιτάξωσι μεν την βίαν κατά των δικαιωμάτων των ιδιοκτητών…»[4].

Ο ισχυρισμός ότι οι καλλιεργητές ασκούν βία εναντίον των δικαιωμάτων των ιδιοκτητών είναι αναγκαίος για να νομιμοποιήσει είτε την επίκληση της συνδρομής της εξουσίας ώστε να αποκρουσθεί η βία είτε για τη δημιουργία «παρακρατικών ομάδων» ασφαλείας των τσιφλικάδων. Ο Καραπάνος επικαλείται το άρθρο 99 του Ποινικού Νόμου σύμφωνα με τον οποίο «όπου η βοήθεια της αρχής δεν δύναται(διότι δεν είναι πρόχειρος) να αποτρέψη παράνομον επίθεσιν, η δι’ οικείας δυνάμεως άμυνα συγχωρείται κατά των ζητούντων να επιπέσωσι βιαίως εις κτήματα παρ’ άλλων κατεχόμενα». Το άρθρο αυτό νομιμοποιεί στην πραγματικότητα τους «παραστρατιωτικούς» μηχανισμούς των τσιφλικάδων.

 Οι αγρότες, όμως, είχαν εξεγερθεί πολλές φορές στο παρελθόν με κορυφαία περίπτωση εκείνη του 1873. Σε κάθε, μάλιστα, περίπτωση δεν ήταν ο Παχύς εκείνος ο οποίος τους ξεσήκωσε. Παραδόξως, όμως, η άποψη ότι το αγροτικόν ζήτημα και ο ξεσηκωμός στην Άρτα ήταν το πρόσχημα της πολιτικής σύγκρουσης των Καραπάνου-Παχύ επικράτησε τόσο σε κυβερνητικό επίπεδο όσο και στην ελληνική κοινή γνώμη. Το ίδιο επιχειρήθηκε και στη Θεσσαλία, όπου ο Καραπάνος επεδίωξε να συκοφαντήσει το κίνημα. Αναφέρει συγκεκριμένα στη «Δημοκοπία…» του :«Το αυτό έπραξαν και εν Θεσσαλία διάφοροι λαοπλάνοι, οίτινες ως κυρίαν έδραν των δημαγωγικών και ανατρεπτικών αυτών ενεργειών εξελέξαντο το χωρίον Ζάρκον, όπου ο πολύς πληθυσμός των παρακεντέδων, δηλ. των μη γεωργών κατοίκων, των εκμυζώντων τους γεωργούς, ευρίσκει ιδιαίτερον συμφέρον ν’ αφαιρέση αυτούς πάσαν προστασίαν των ιδιοκτήτων. Και εκεί η αυτή διαστροφή των γεγονότων και των δικαίων»[5]. Συνεπώς, για όλα σύμφωνα με τον Καραπάνο, ευθύνονται οι «λαοπλάνοι» με έδρα το Ζάρκο των Τρικάλων και οι «παρακεντέδες» που απομυζούν τους γεωργούς, τους οποίους προστατεύουν οι… ιδιοκτήτες. Δεν φταίνε, λοιπόν, οι τσιφλικάδες, αλλά οι λαοπλάνοι και οι παρακεντέδες[6]! Υπό μία έννοια, η αντιπαράθεση των «παρακεντέδων» και των γεωργών-κολίγων παραπέμπει σ’ αυτό που αποκαλούμε «κοινωνικό αυτοματισμό» ή προσπάθεια δημιουργίας «εμφυλίου» μεταξύ των «κάτω». Κι αυτά έν έτει 1882!  

  Ο Κωνσταντίνος Καραπάνος χρηματοδοτεί τις εφημερίδες «Άρτα» αρχικά και «Άραχθος» στη συνέχεια. Η πρώτη έχει ως στόχο την απελευθέρωση της υπόλοιπης Ηπείρου αλλά τελικά εμπλέκεται σχεδόν αποκλειστικά στο αγροτικό ζήτημα, ενώ η δεύτερη ασχολείται κυρίως με τα συνοριακά προβλήματα και την αποκοπή των αγροτών της Άρτας από τα κτήματά τους στον κάμπο, ο οποίος παρέμενε υπό την οθωμανική κατοχή, προκαλώντας την οικονομική ασφυξία της Άρτας.

Στο κύριο άρθρο του πρώτου φύλλου της «Άρτας»(5 Σεπτεμβρίου 1881) διαβάζουμε ότι «…η πόλις αύτη άμοιρος τυγχάνει πολυπληθούς και διακεκριμένης ομάδος λογίων… εις τας ελλείψεις δε ταύτας προστίθεται και η μετά της αλλοδαπής έλλειψις συγκοινωνίας. Κατανοούντες, όμως, ότι δια του Τύπου, του εκπολιτευτικού τούτου στοιχείου, θέλομεν τα μέγιστα συντελέση εις την ηθικήν ανάπτυξην του τόπου τούτου… προσέτι δε θέλει περιλαμβάνει πάσαν πληροφορίαν προερχομένην εκ της λοιπής δούλης Ηπείρου και θέλει καταχωρεί ανταποκρίσεις… σκοπούσας να καταστήσωσιν ημάς ενημέρους της καταστάσεως του μέρους εκείνου, όπερ βάσκανος δαίμων αποστέρησε του αγαθού της ελευθερίας διαψεύσας τας αναπτερωθείσας ελπίδας του, φρονούντες ότι ούτω θέλομεν συντελέση εις την ανακούφισην της αδίκου και σκληρής τύχης αυτών…».

Βασικός σκοπός του Καραπάνου είναι να αποτελέσει η Άρτα ορμητήριο για την απελευθέρωση της υπόλοιπης Ηπείρου, συμπεριλαμβάνοντας και τη σημερινή Βόρειο Ήπειρο. «Ο τελευταίος προς δυσμάς σταθμός της Ελλάδος είναι και ο πρώτος καθόσον τυχούσα μόνη εκ της Ηπείρου απάσης, της ελευθερίας οφείλει αντί πάσης θυσίας, και υπέρ πάσαν Ελληνικήν πόλην να συντελέση εις την αποκατάστασιν και των λοιπών της Ηπείρου αδελφών, τοσαύτω μάλλον καθόσον το καθήκον τούτο επιβάλλει αυτή και η Ελληνικωτάτη της Ηπείρου ιστορία…» άλλο απόσπασμα από το κύριο άρθρο του πρώτου φύλλου της «Άρτας», το οποίο φανερώνει ότι ο Καραπάνος προετοίμαζε την απελευθέρωση της Ηπείρου. Όταν, μάλιστα, πέθανε ο τσιφλικάς, όπως είδαμε, τα παιδιά του συμμετείχαν στον λεγόμενο «Ηπειρωτικό αγώνα», που έληξε άδοξα. Στο ίδιο άρθρο, πάντως, δηλώνεται η εχθρότητα προς τη «λαϊκή ακολασία» και η κακώς εννοούμενη ελευθερία και ισότητα, η οποία «απαιτεί τάξιν και ηθικότητα»! Από αυτά καθίσταται πρόδηλο πως το κείμενο ανήκει στον Κ. Καραπάνο, καθώς απηχεί τον ακραίο πουριτανισμό του και, βεβαίως, την τάξη και την ηθική του, που εναντιώνεται στην ελευθερία και την ισότητα.

Στις 9 Σεπτεμβρίου 1881 εκδίδεται έκτακτο φύλλο της εφημερίδας «Άρτα» που αναφέρει ότι « κινείται μετ’ απροσδοκήτου τόλμης ζήτημα σκοπούν να υποκαταστήση εις την λήξασαν οθωμανικήν εξουσίαν, την αναρχίαν, και τίποτε ολιγώτερον ή την Παρισινήν κοινότητα και την κοινοκτημοσύνην, εν τη περιφερεία Άρτης. Εάν ο μέγας του απόρου λαού αριθμός, αποφασίση αθρόος να επιπέση και διαρπάση την περιουσίαν των πλουσίων, η κοινωνία εν η ήθελεν τούτο συμβή της προόδου ή της αποσυνθέσεως την οδόν πορεύεται. Το ζήτημα τούτο γεννά το εν γένει λεγόμενον αγροτικόν ζήτημα της Άρτης…». Φόβος, συνεπώς, για εξανάσταση του «απόρου λαού» και την εγκαθίδρυση συστήματος κοινοκτημοσύνης κατά το ανάλογο της Παρισινής κομμούνας, η οποία θεωρείται συνώνυμη της αναρχίας!

Όπως αναφέρεται στο ίδιο άρθρο «… η δια των φύλλων την 29 και 31 Αυγούστου της Εφημερίδος των Αθηνών ανακίνησις αυτού παρά των οδηγών του εν Άρτη συνδέσμου Στράτου Παπαρίζου χωρικού Κομποτίου και Κ. Μηλιώτου δικηγόρου. Δια των περί ων διατριβών, οι ειρημένοι οδηγοί του αγροτικού συνδέσμου, μέμφονται την στρατιωτικήν δύναμιν ότι εξεβίασεν αυτούς εις την προς τους αυτοαποκαλουμένους ιδιοκτήτας πληρωμήν του γαιωμόρου, προσέτι δε ότι η κυβέρνησις εξέδωκε τοιαύτας διαταγάς, απατηθείσα υπό των μεταβιβαζομένων προς αυτήν εντεύθεν ανακριβών πληροφοριών παρά του Κυρ. Βασιλικού Επιτρόπου…».

Ακολούθως, η καραπανική εφημερίδα επιχειρεί να δικαιολογήσει τον Βασιλικό Επίτροπο ως «υπόδειγμα αξιομίμητον», αλλά και να τον επιτιμήσει, επισημαίνοντας ότι «δεν έσφαλεν υπό την έποψιν της προθέσεως, αλλά της ισχύος της θελήσεως. Το σφάλμα του, ίσως έγκειται, εις το ότι αφήκεν εις τους κατηγορούντας σήμερον αυτόν, το θάρρος και την ελπίδα ότι δύνανται έτι να σφετερισθώσι ξένας ιδιοκτησίας, ενώ ηδύνατο κτυπών το κακόν αποφασιστικώς και συνεχώς… (καθώς) ομοφώνως η κοινωνία της Άρτης, παραπονείται κατά της χαλαρότητος της διοικήσεως… παρά του εν Άρτη Βασιλικού Επιτρόπου, διεξεδικούμεν την προς αγοραίας ευθύνας αδιαφορίαν…».  

Για πρώτη φορά ο Καραπάνος μέσω της εφημερίδας του αντιμετωπίζει το αγροτικό κίνημα, το οποίο κατά τη γνώμη του είναι κατά της ιδιοκτησίας ζήτημα και, μάλιστα, αποτελεί «εγκληματική σύστασιν προς αρπαγήν της ιδιωτικής κτήσεως, δια της συσσωματώσεως και επιθέσεως των πολλών κατά των ολίγων». Η διεκδίκηση αυτή των πολλών κατά των ολίγων είναι αντιδημοκρατική, σύμφωνα με τον συντάκτη, που συνεχίζει αναιρώντας τον εαυτό του αφού η εγκληματική συμμορία αποκαλείται στη συνέχεια κίνημα που επιδιώκει να εκμεταλλευθεί τη μετάβαση στην ελληνική νομική τάξη για να αρπάξει τα κτήματα των ιδιοκτητών:«Οι μη συμμετέχοντες εις το κίνημα κάτοικοι της Επαρχίας Άρτης, ίστανται έκθαμβοι και διαπορούντες περί του πως λειτουργούν οι Ελληνικοί νόμοι… Οι καλλιεργηταί αναμένουσι δι’ αυτούς νέαν 25ην Μαρτίου, ως ημέραν παλιγγενεσίας αναμένουσι την ημέραν της εν Άρτη ενάρξεως και ισχύος των Ελληνικών Νόμων, την 10 Σεπτεμβρίου, όπως υπό το κράτος αυτών εισβάλωσιν εις τα κτήματα και αρπάσωσι ταύτα και τους καρπούς αυτών από τους ιδιοκτήτας… ιδού λοιπόν το αγροτικόν ζήτημα της Άρτης ή μάλλον το κατά της ιδιοκτησίας ζήτημα…».  

Για το διάστημα, λοιπόν, της μετάβασης από τον οθωμανικό στους ελληνικούς νόμους ο Καραπάνος επισείει την εξόχως μεγάλη «ευθύνη της Διοικήσεως» και πριν και μετά τη σύσταση των δικαστηρίων, καθώς από αυτή εξαρτάται η λύση του ζητήματος, η οποία κατά τη γνώμη του είναι χαρακτήρα «καθαρώς αστυνομικού και απειλούντος την δημόσιαν τάξιν, εκθέτοντος δε και την προς παγίωσιν της συνθήκης υποχρέωσιν της Ελληνικής Κυβερνήσεως». Συνεπώς, ο τσιφλικάς εκβιάζει την κυβέρνηση μιλώντας για αθέτηση των όρων της συνθήκης του Βερολίνου που προστατεύει τις τουρκικές ιδιοκτησίες, οι οποίες ανήκουν πλέον στον ίδιο και τους άλλους κατά κύριο λόγο Έλληνες τσιφλικούχους:

«…η μετά της Τουρκίας συνθήκη ανακηρύττει το προς το κτηματικόν καθεστώς σέβας, υπάρχουν δε εις χείρας των ιδιοκτητών τα τουρκικά φορολογικά διπλότυπα περί της φορολογίας των κτημάτων αυτών, όταν οι ιδιοκτήται αναγνωρίζονται ως τοιούτοι υπό των πέραν της γεφύρας καλλιεργητών επί τη βάσει αυτών εκείνων των τίτλων οίτινες υπό των εντεύθεν της γεφύρας καλλιεργητών εμπαίζονται, όταν η μεν πόλις της Άρτης μια φωνή κατά της ανταρσίας βοά…».

Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι ο συντάκτης του άρθρου που εκφράζει απολύτως τις θέσεις του Κ. Καραπάνου, θεωρεί ότι το καθεστώς της ιδιοκτησίας στην απελευθερωθείσα Άρτα είναι το ίδιο με εκείνο του τελούντος υπό οθωμανική κατοχή αρτινού κάμπου. Στον τελευταίο κυριαρχούν Οθωμανοί αλλά και Έλληνες γαιοκτήμονες, όπως ο Καραπάνος. Άρα, η πόλη της Άρτας απαρτιζόμενη από τον κρατικό μηχανισμό, τους ανθρώπους του Καραπάνου και εμπόρους είναι στη συντριπτική της πλειοψηφία φιλοκαραπανική. Το ίδιο ισχύει εν μέρει και με τους χωρικούς του κάμπου. Αλλά οι χωρικοί των απελευθερωμένων χωριών είναι εναντίον του τσιφλικά αλλά και του παρακρατικού μηχανισμού (διαπλοκή κρατικών λειτουργών με επιστάτες, δικηγόρους, δασκάλους, εμπόρους, ληστές και άλλους ανθρώπους του Καραπάνου) που βρίσκεται υπό την άμεση επιρροή του.      

Στο φύλλο της «Άρτας» με ημερομηνία 14 Οκτωβρίου 1881 αναπτύσσεται η πρώτη αντιπαράθεση με τον Γ. Παχύ μέσω των υβριστικών επιστολών κάποιου Μάρκου Γιαννούλη, ο οποίος τον κατηγορεί για αθέτηση της υπόσχεσης διορισμού του στο ταχυδρομείο! Στη συνέχεια γίνεται απευθείας επίθεση στον Παχύ, τον οποίο αποκαλεί Ιταλό, γιατί ξεσηκώνει τους χωρικούς. Στο επόμενο φύλλο[7] της εφημερίδας ο Γ. Παχύς ζητά τη δημοσίευση επιστολής «Δυνάμει του περί του Τύπου νόμου… εις απάντησιν των όσων σας έγραψε… κατ’ εμού Γιαννούλης τις, πλάττων ψεύδη δια λόγους ους αυτός οίδε…». Εν τω μεταξύ, στις 13 Οκτωβρίου μετά από αίτηση του Κ. Καραπάνου στο Ειρηνοδικείο Άρτας ορίσθηκε η συζήτηση εναντίον των πετανιτών καλλιεργητών που «ήρξαντο αυθαιρέτως και αυτογνωμόνως καλλιεργούντες τας γαίας του»[8]. Η συζήτηση έγινε στον τόπο των επίδικων γαιών και ο Ειρηνοδίκης κ. Δεληγιάννης δέχεται τα προσωρινά μέτρα που ζήτησε ο Καραπάνος, ενώ οι πετανίτες άσκησαν έφεση στην απόφαση. Η εφημερίδα του τσιφλικά δραματοποιεί τα γεγονότα και συσπειρώνει τους μικρούς γαιοκτήμονες γύρω από τον μεγαλοτσιφλικά, ακολουθώντας την πολιτική του φόβου:

«Αγρία είνε η όψις, ον ήρξατο παρουσιάζον από τινων ημερών το υπό της πολιτικής αγυρτείας, κατ’ ευφημισμόν, επικληθέν αγροτικόν ζήτημα. Διερχόμεθα σοβαράς ημέρας και δεν τρέχομεν μόνο τον κίνδυνον να ίδωμεν αρπαζομένην και ληστευομένην την περιουσίαν μας, αλλά και να κλαύσωμεν επί σωρού πτωμάτων συμπολιτών και φίλων αμυνομένων υπέρ της ζωής και της ιδιοκτησίας αυτών. Οι χωρικοί υπούλως και τεχνηέντως χειραγωγούμενοι, εθρασύνθησαν πλέον. Η προγραφή της ιδιοκτησίας μας ήρξατο από της 26 Οκτωβρίου τελουμένη επισήμως και πανηγυρικώς… Ιδού εις ποίαν θέσιν έφερον τα πράγματα οι πολιτικοί αγύρται και δημαγωγοί, οίτινες θα τολμήσωσιν αύριον να επιζητήσωσι την ψήφων ημών […] Η 26 Οκτωβρίου το απέδειξε! Γνωστή είνε στους ημετέρους συμπολίτες η ανέκαθεν επικρατούσα συνήθεια, της εισαγωγής των προβάτων υπό των ποιμένων εις τα βοσκάς των χωρίων μας, κατά την ημέραν του Αγίου Δημητρίου. Ενώ οι ποιμένες ωδήγουν τα πρόβατά των εν ταις βοσκαίς της περιφερείας του χωρίου Κομπότι, μισθωθείσας αυτοίς υπό του ιδιοκτήτου κ. Κωνς. Καραπάνου, σύσσωμοι οι χωρικοί του Κομποτίου επιτέθησαν εκ συστάσεως ένοπλοι κατά τε των ποιμένων και των προβάτων και εν κακή καταστάσει εξεδίωξαν αυτούς. Τοσαύτη κατά την περίστασην ταύτην υπήρξεν η θρασύτης και η προς διάπραξιν του αδικήματος επιμονή και απόφασις των χωρικών, ώστε ουδ’ αυτή η επεμβάσα στρατιωτική δύναμις κατόρθωσε να διαλύσει αυτούς και ο κίνδυνος συγκρούσεων και αιματοχυσίας προεμηνύετο προφανής και άφευκτος, αν οι ποιμένες και οι άνθρωποι του ιδιοκτήτου δεν υπεχώρουν και δεν επεδείκνυον χριστιανικήν όντως υπομονήν και απάθειαν! Η αυτή πράξις επανελήφθη και υπό των χωρικών του χωρίου Συκεαίς και ετέρων χωρίων…»[9]. Οι χωρικοί όλων των χωριών, ύπουλοι και χειραγωγούμενοι, από τη μια πλευρά και οι «ανθρωποι του ιδιοκτήτου» με την «χριστιανικήν υπομονήν» από την άλλη είναι ήδη σε θέση μάχης και αναμένουν το σύνθημα.

 Στο πολιτικό πεδίο, ο Κ. Καραπάνος στις πρώτες εκλογές εκλέγεται άνετα βουλευτής, επικρατώντας πλήρως στην πόλη της Άρτας, ενώ ο Γ. Παχύς εκλέγεται προηγούμενος κατά 35 ψήφους του καραπανικού υποψηφίου Ι. Αντωνόπουλου. Η εφημερίδα «Άρτα» θα επιτεθεί με σφοδρότητα εναντίον των μοχθηρών και απάτριδων, που «…ληστεύσαντες το ταλαίπωρον ημών έθνος και πλουτήσαντες, άνθρωποι εξαπατήσαντες άλλοτε την ιταλική κυβέρνησιν πέμψασαν τον στόλον αυτής εις Πειραιά ως φόβητρον, όπως προστατεύση αυτούς και καταβροχθίσωσι τας σκωρείας του Λαυρίου, δεν ησχύνθησαν να παρασταθώσιν εις Άρταν ως πατριώται, ενώ την μέχρι της χθες ήσαν Ιταλοί, και ζητήσωσι να εκλεχθώσι βουλευταί, νομίσαντες οι πολιτικοί αυτοί αγύρται ότι δια του ψεύδους και της απάτης, την οποία μεταχειρίσθησαν όπως φέρωσι την διαίρεσιν μεταξύ χωρικών και γαιοκτημόνων, ήθελον εξαπατήσει και τους κατοίκους της πόλεως ταύτης…».

Στο παραπάνω κείμενο γίνεται αναφορά στο Λαύριο, όπου όντως ο Γ. Παχύς δεν έδειξε την ίδια ευαισθησία για τους εργάτες των ορυχείων, όπως φάνηκε να δείχνει για τους χωρικούς της Άρτας. Πέραν, όμως, των εσωτερικών αντιθέσεων των Ελλήνων μεγαλοαστών, το αγροτικό κίνημα θα κορυφωθεί το καλοκαίρι του 1882, συμπίπτοντας με τη δημοσίευση του φυλλαδίου του Γ. Παχύ για «Το εν Ηπείρω αγροτικόν ζήτημα», το οποίο θα δημοσιευθεί στην «Παλιγγενεσία», ενώ η εφημερίδα του Καραπάνου θα χαρακτηρίσει «παραλύριμα»(sic)! Ο βασικός ψόγος θα είναι ότι ο «Λαυριοφάγος» Παχύς στρέφεται μόνο εναντίον του Καραπάνου «αποφεύγων να είπη τι και περί των άλλων ιδιοκτητών της τε Ηπείρου και Θεσσαλίας…»[10]! Ο υπαινιγμός υποδηλώνει ότι η αντιπαράθεση των δύο μεγαλοαστών είναι σε προσωπική.  

Και η εφημερίδα συνεχίζει επαινώντας τον εκδότη της… Καραπάνο που «… πάντοτε μεν, αλλ’ ιδία κατά τα τέσσερα τελευταία έτη αφιερώθη ψυχή τε και σώματι εις το εθνικόν ζήτημα και μετέβαινεν από Κ/πόλεως εις Βιέννην, από Βιέννης εις Βερολίνον, από Βερολίνον εις Παρισίους, από Παρισίων εις Λονδίνον και τανάπαλιν, ίνα δια των υψηλών αυτού σχέσεων και των εξόχων γνωριμιών του συντελέση προς αισίαν ευόδωσιν του εθνικού ζητήματος(σ.σ. και να κατοχυρώσει τις ιδιοκτησίες του)… Ο δε το φυλλάδιον γράψας(σ.σ. ο Γ. Παχύς) υπό ξένην εθνότητα επλούτιζεν εις βάρος του έθνους… (ενώ) δια βασιλικού διατάγματος, όπως και ο πολύς Σιούμαν, εχειροτονείτο πολίτης Έλλην…».

Το βασιλικό διάταγμα με το οποίο ο Γ. Παχύς έλαβε την ελληνική ιθαγένεια αλλά και η συγγένειά του με τον άνθρωπο του παλατιού Αλ. Σκουζέ αποδεικνύει τη στενή σχέση του πρώτου με τον βασιλιά.

Αλλά επανερχόμενοι, στην «Άρτα», διαπιστώνουμε ότι είναι τέτοια η απελπισία του καραπανικού αρθρογράφου που θα γράψει ότι

«Αληθώς ειπείν, εάν ήτο άλλη εποχή, πας τις ήθελεν υποθέσει ότι η νέα Ελλάς είναι φωλεά Κοινωνιστών και ότι επιζητεί την κατάργησιν… της ιδιοκτησίας»[11]

 

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

[1] Πατέρα του μεγάλου μαθηματικού Καραθεοδωρή

[2] Αλέξης Φραγκιαδάκης: Ελληνική οικονομία 19ος-20ός αιώνας, Νεφέλη, 2008

[3] Κ. Καραπάνου «Η δημοκοπία αγωνιζομένη…» σελ. 38 και 39

[4] Στο ίδιο

[5] Στο ίδιο, σελ. 82

[6] Ο Κ. Καραπάνος κάνει εκτενή ιστορική αναφορά στο ιδοκτησιακό καθεστώς στο Ζάρκο μέχρι την πλήρη κατοχή του από τον πεθερό του Χρηστάκη Ζωγράφο το 1874.

[7]  Εφημερίδα «Άρτα» 23 Οκτωβρίου 1881

[8] Εφημερίδα «Άρτα» 1 Νοεμβρίου 1881

[9] Στο ίδιο φύλλο της «Άρτας»

[10] Εφημερίδα «Άρτα» 18 Ιουνίου 1882

[11] Στο ίδιο φύλλο της «Άρτας»