Η μελαγχολία της ευφυίας
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 19.09.22 ]Πριν από 2.500 χρόνια ο Αριστοτέλης υποστήριξε πως «δεν υπάρχει καμία μεγάλη ιδιοφυΐα χωρίς κάποια δόση παράνοιας». Σήμερα ο ισχυρισμός του αποδεικνύεται επιστημονικά καθώς πολυάριθμες μελέτες αποδεικνύουν πως η ευφυΐα σχετίζεται με την μελαγχολία.
Η μελαγχολία θεωρείται από την αρχαιότητα, στοιχείο διάκρισης. O πρώτος ορισμός της δόθηκε από τον Iπποκράτη τον 5ο π.X. αιώνα που τη συσχέτιζε με τη «μέλαινα χολή», ένα από τα τέσσερα υγρά συστατικά του ανθρώπινου σώματος. Ο Aριστοτέλης πρώτος παρατήρησε ότι εξέχουσες μορφές της φιλοσοφίας, της πολιτικής και των τεχνών συνέβαινε να είναι μελαγχολικοί. Υποστηρίζει ότι οι «περιττοί», όσοι δηλαδή διέπρεψαν στη φιλοσοφία, στην πολιτική, στην ποίηση και τις τέχνες ήταν μελαγχολικοί.
Στον δειγματολογικό κατάλογο πρώτος μνημονεύεται ο Ηρακλής, και ακολουθούν ο Λύσανδρος ο Λακεδαιμόνιος, ο Αίας ο Τελλαμώνιος, ο Βελλεροφόντης, ο Εμπεδοκλής, ο Πλάτων και ο Σωκράτης. Ο Ηρακλής έζησε τα δυο παροξυσμικά περιστατικά του κράματος της μαύρης χολής. Ένα παθολογικό του χαρακτηριστικό αφορά στο φόνο των παιδιών του τα οποία διαπέρασε με βέλος σε μια κρίση μανίας (εξ ου και η τραγωδία του Ευριπίδη «Ηρακλής μαινόμενος» στην οποία ο Ηρακλής σκοτώνει και τη γυναίκα του). Ο Ιπποκράτης μιλάει επίσης για την «Ηράκλεια Νόσο». Ο Κικέρων στο Tusculanae disputations αποδίδει στον Αριστοτέλη την άποψη ότι όλοι οι ιδιοφυείς είναι μελαγχολικοί, αλλά και ο Σενέκας στο De tranquillitate animae αναφέρει πως κατά τον Αριστοτέλη η ιδιοφυία είναι ανάμικτη με την παραφροσύνη. Κατά τους σύγχρονους ερευνητές ο Αριστοτέλης άντλησε στοιχεία από το έργο του Θεοφράστου «Περί μελαγχολίας» το οποίο όμως έχει χαθεί. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις και για τη μελαγχολία του ίδιου του Αριστοτέλη. Εν κατακλείδι, κατά τον Αριστοτέλη όλοι οι άνθρωποι που έχουν διακριθεί σε κάποιο τομέα ήταν μελαγχολικοί. Η μαύρη χολή είναι ηθοποιός (ηθοποίηση). Διαμορφώνει συμπεριφορές και χαρακτήρες.
Ο Δημόκριτος και ο Πλάτων υποστήριζαν ότι κανείς δε μπορεί να είναι καλός ποιητής χωρίς μια θεία πνοή που να μπορεί να παραβληθεί με την τρέλα. Οι μελαγχολικοί είναι κατ’ ουσίαν ποιητές χάρη στην ένταση των διαθέσεων τους.
Κατά τον Πλάτωνα οι ιδιοφυείς άνθρωποι είναι παρορμητικοί και έξαλλοι. Το ίδιο υποστηρίζει και ο Δημόκριτος αλλά και ο γιατρός Ρούφος από την Έφεσο (ειδικός στην μελαγχολία). Ο τελευταίος υποστηρίζει ότι αυτοί που έχουν οξύ πνεύμα και μεγάλη ευφυΐα πέφτουν εύκολα στην μελαγχολία επειδή έχουν γρήγορες μεταβολές και μεγάλη ικανότητα πρόβλεψης και φαντασίας (Κοπιδάκης Μιχάλης, Καθηγητής Κλασσικής Λογοτεχνίας Πανεπιστημίου Αθηνών, «Βελλεροφόντης, Ευριπίδης, Αριστοτέλης: περιττοί και μελαγχολικοί» στο «Ορώμενα, τιμή στον Αριστοτέλη», Συλλογικό έργο εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002).
Η μελαγχολία στάθηκε λοιπόν μια από τις «αριστοκρατικές» εκείνες ασθένειες που γονιμοποίησαν την τέχνη, τη λογοτεχνία και τον φιλοσοφικό στοχασμό. Ο I. Kant κατέταξε τη μελαγχολία στη σφαίρα του Υψηλού ενώ ο Β. Μπένγιαμιν ανακάλυψε την αριστερή μελαγχολία. O Eμπεδοκλής, ο Σωκράτης και ο Πλάτων συγκαταλέγονται ανάμεσα στους επιφανείς μελαγχολικούς. Για τους καλλιτέχνες, της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού η εκκεντρικότητα ιδιοφυών δημιουργών, όπως του Μιχαήλ Άγγελου, του Γκόγια και του Μπετόβεν συνδέεται με μια βαθιά και διάχυτη μελαγχολία. Οι Σ. P. Kόλεριτζ και Tζον Kητς και ο Mποντλέρ- που για να εκφράσει τη μελαγχολία επιλέγει την αγγλική λέξη spleen-και ο Φρίντριχ Σέλινγκ στο βιβλίο του «Περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας» θεωρούν τη μελαγχολία θεμέλιο της γνώσης. Το 1621 ο Pόμπερτ Mπέρτον δημοσιεύει την «Aνατομία της Mελαγχολίας», την πρώτη εμπεριστατωμένη σπουδή πάνω στο θέμα της μελαγχολίας.
Η μελέτη της Αλεξάνδρας Ρασιδάκη με τίτλο «Περί μελαγχολίας» (εκδ. Κίχλη, 2012) αντιμετωπίζει τη μελαγχολία ως πηγή δημιουργίας. Η σημαντική αυτή μελέτη κινείται μεταξύ της ιστορίας των ιδεών, της πολιτισμικής ιστορίας και της συγκριτικής γραμματολογίας και επιχειρεί να παρουσιάσει την πλούσια περί μελαγχολίας γραμματειακή και εικαστική παράδοση. Αντλώντας παραδείγματα από την ευρωπαϊκή ζωγραφική της Αναγέννησης και του Μπαρόκ, καθώς και από τη λογοτεχνία του 19ου και του 20ού αιώνα, αναδεικνύει την πολιτισμική διάσταση αλλά και τη διαχρονική αίγλη της μελαγχολίας.
Η Μελαγχολία νοείται ως κεντρικό θέμα της διανόησης των φιλοσόφων του Μεσαίωνα και της Ρομαντικής εποχής, ως στάση ζωής και ως δημιουργική ευφυΐα, συχνά δε ιδιοφυΐα. Η τρέλα του Αίαντα στο ομώνυμο έργο του Σοφοκλή, αλλά και η μανία του Ηρακλή στον Ευριπίδη, μεγάλα αποσπάσματα από τους πλατωνικούς διαλόγους, το έργο του Εμπεδοκλή, τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη διαβάζονται με κέντρο τη Μελαγχολία. Η μελαγχολία συσχετίζεται με τον μονόλογο του Άμλετ, τα νέγρικα spirituals, το tango argentino, την παράδοση της flamenco, τα blues, τον Adorno και τον Freud, τη Julia Kristeva, ή και με το έργο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ή τον Γεώργιο Βιζυηνό, τον Παπαδιαμάντη, τον Καρυωτάκη, τον Λαπαθιώτη και άλλους μεγάλους Έλληνες συγγραφείς. Συνδέεται επίσης με τους Χένρι Τζέιμς, Ουίλιαμ Φώκνερ, Σκοτ Φιτζέραλντ, Χέρμαν Έσσε, Γκράχαμ Γκριν, Άγκαθα Κρίστι, Στίβεν Κινγκ, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Τ.Σ. Έλλιοτ, Νικολάι Γκόγκολ, Μάξιμ Γκόρκι, Κερτ Βόνεγκατ, Τενεσί Γουίλιαμς, Εμίλ Ζολά, Ιβάν Τουργκένιεφ, Αύγουστο Στρίνμπεργκ, Τ. Ουίλιαμς, Ε. Α. Πόε, Λέοντα Τολστόι, Μαίρη Σέλλεϋ, Τσαρλς Ντίκενς, Χέρμαν Μελβίλ, Μαρκ Τουέιν, Ονορέ ντε Μπαλζάκ, την Έμιλυ Ντίκινσον, την Σύλβια Πλαθ, τη Βιρτζίνια Γουλφ, τη Μαργκερίτ Ντυράς, τον John Keats, τον Λόρδο Byron αλλά και με ζωγράφους, όπως ο Vincent Van Gogh, ο Edvard Munch και πάρα πολλούς άλλους.
Ως δείγματα της ιδιαιτερότητας, ο ζωγράφος Σαλβαντόρ Νταλί μεγαλουργούσε μόνον σε ένα ακατάστατο περιβάλλον. Η θεϊκή έμπνευση εκφραζότανε μέσα από το απόλυτο χάος: αναποδογυρισμένα έπιπλα και διάσπαρτα ρούχα. Κι αν κάποιος είχε το θράσος να… συμμαζέψει την Αίθουσα Ζωγραφικής του, ο Νταλί κατεχόταν από απίστευτες εκρήξεις θυμού, εκσφενδονίζοντας βρισιές κι αντικείμενα, ώσπου η Θεά Έμπνευση να τον επισκεφτεί ξανά.
Η Σύλβια Πλαθ έγραφε: «…Ο ήχος του τίποτα – που ήσουν εσύ τρέλα; …Έχω υποφέρει τη φρικαλεότητα του ηλιοβασιλέματος… Καμένη μέχρι ρίζα… Τρομοκρατούμαι απ’ αυτό το μαύρο πράγμα – που κοιμάται μέσα μου…». Τελικά αυτό το μαύρο πράγμα την καταπίνει όπως και τη Βιρτζίνια Γουλφ που έβαλε πέτρες στην τσέπη του παλτό της, μπήκε και περπάτησε στη θάλασσα ώσπου πνίγηκε…
Γιατί πρέπει να θεωρήσουμε την Ντίκινσον «τρελή», όπως και η ίδια περιπαιχτικά αυτοαποκαλείται και όχι σοφή, αφού επέλεξε μια ζωή που της επέτρεπε να δημιουργεί; Γιατί να υποθέσουμε ότι έχασε απέχοντας, αντί να σκεφτούμε ότι επέλεξε να απέχει; Ο ψυχολόγος Daniel Nettle γράφει, «Είναι δύσκολο τελικά να αρνούμαστε ότι τα ισχυρότερα θεμέλια της δυτικής κουλτούρας έχουν χτιστεί από ανθρώπους με κάποια προδιάθεση τρέλας». Η διάνοια συχνά πορεύεται τόσο μπροστά από την εποχή της, ώστε συχνά ο φωτισμένος άνθρωπος παρεξηγείται ή παρερμηνεύεται από τους συγχρόνους του, ενώ αποθεώνεται από τις επόμενες γενιές. Χρειάζονται αιώνες γνώσης και πνευματικής εξέλιξης, για να κατανοηθεί το επίπεδο της διάνοιας.
Κλείνοντας παραπέμπω στον μεγάλο Έλληνα ποιητή Μ. Παπανικολάου:
Ήταν αλήθεια πως εζούσα κάποια ζωή ξεχωριστή,
ζούσα όπως ήθελεν η Μούσα κι όπως δεν ήθελε η ζωή.
Λοξά με κοίταζαν οι άλλοι σα να με παίρναν για τρελό,
κι ήταν για με χαρά μεγάλη μαζί τους πάντα να γελώ.