Χορεύοντας στην Κουιάσα
[ Ευάγγελος Αυδίκος / Ήπειρος / 29.09.16 ]Επιστροφή από τους Καλαρρύτες. Ο στεναγμός ανακούφισης συνόδευε την επιβίβαση στο αυτοκίνητο. Η πρώτη ημέρα της επιτόπιας έρευνας για τη φετινή διοργάνωση του Θερινού Σχολείου στα Τζουμέρκα είχε ολοκληρωθεί με επιτυχία. Σ’ αυτή συνέτεινε ο Ναπολέων Ζάγκλης, ένας σαλός που άφησε πριν από πολλά χρόνια την Αθήνα και μια καριέρα στους υπολογιστές για να κουρνιάσει στους πρόποδες του Μπάρου, απέναντι από το δίδυμο βλαχοχώρι, το Συρράκο. Τα τσίπουρα και η αφήγησή του τιθάσευσαν την αμηχανία των πρωτόπειρων ερευνητών αλλά και τη δική μου ανησυχία.
Στο γύρισμα του δρόμου η πινακίδα έγραφε «προς Κουιάσα». Κατεβήκαμε από τα αμάξια. Η πρόκληση μεγάλη. Στην παλιά γέφυρα της Κουιάσας, τη γέφυρα του παραπόταμου του Άραχθου που οι Συρρακιώτες τον λένε Χρούσια και οι Καλαρρυτιώτες Καλαρρυτινό, κατέληγε το μονοπάτι που άρχιζε απ’ τον Άη Γιώργη Συρράκου πριν να πάρουν την ανηφόρα για το χωριό τους. Είναι η γέφυρα που έσμιγε τους καημούς και τα παιδέματα των δυο περήφανων βλαχοχωριών. Είναι η γέφυρα και το ποτάμι που έκανε τους γειτόνους να βγάζουν σπίθες αντιδικιών διεκδικώντας πεισματικά την ιδιοκτησία ονομάτων και πηγών.
Συνεχίσαμε δεξιά. Αν εξαιρέσει κανείς την απογοήτευση από τον ανακαινισμένο μύλο που είχε αγκαλιαστεί από τα αγκάθια και την εγκατάλειψη ανακαλώντας οικεία κακά του παρελθόντος για την απρογραμμάτιστη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος και την επιπολαιότητα κάποιων απ’ αυτούς που διαχειρίζονται την πολιτιστική μας κληρονομιά, το ποτάμι μας σαγήνευσε ξεκλειδώνοντας σε κάθε βήμα τα μυστικά. Το περπάτημα δίπλα στο ποτάμι ήταν μια μύηση σε μια ομορφιά που μπορεί να σου μιλήσει με πολλές γλώσσες αν ανοίξεις την πόρτα της ψυχής σου και μπορέσεις να νιώσεις το μεγαλείο του τοπίου.
Η μικρή λίμνη, τα δέντρα, τα νερά που είχαν στήσει χορό με τα φυτά και τα κλαδιά των δέντρων μας παρέσυραν και μας σ’ ένα μεθυστικό χορό. Σε μια πρωτόγνωρη χαρά για την ανακάλυψη ενός κόσμου που δεν υποψιαζόμαστε όταν κινούμαστε καβάλα στα σύγχρονα «άλογά» μας.