Χ. Έσσε: «…πιστεύω στη μαγεία της αγάπης»
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Κόσμος / 27.07.22 ]«Η ζωή κάθε ανθρώπου είναι ένας δρόμος προς τον εαυτό του, το πρόπλασμα ενός δρόμου, το προσχέδιο ενός μονοπατιού. Κανένας άνθρωπος δεν έφτασε να είναι εντελώς ο εαυτός του. Ωστόσο, οι πάντες φιλοδοξούν να το κατορθώσουν, άλλοι στα τυφλά, άλλοι με περισσότερο φως, ο καθένας όπως μπορεί».
Τα αποφθέγματα του Έσσε για τον έρωτα, την αγάπη, το φόβο, το μίσος και την κοινωνία, αποτυπώνονται σε αυτό το βιβλίο του Άλαν Πέρσι, ο οποίος αναλύει τον Έσσε και προσφέρει τη δική του οπτική, για µια ζωή λιγότερο περίπλοκη και πιο ουσιώδη.
«ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΓΑΠΗ», λέει ο Έσσε και παραθέτει το δημοφιλές παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, το Ασχημόπαπο, που έχει ως ερμηνευτικό κλειδί την αναζήτηση του εαυτού. Όσο το ασχημόπαπο δεν ανακαλύπτει την ταυτότητά του, δε βρίσκει την αγάπη, όσο δεν ανακαλύπτει πως είναι κύκνος και δεν αποδέχεται αυτό που είναι, δε μπορεί να αγαπήσει αληθινά, ούτε να αγαπηθεί. Όταν δινόμαστε ενεργά σε κάτι, δε μένει χώρος για ανησυχία. Αν ασχολούμαστε με τον άλλο, αντί να ανησυχούμε, θα εξοικονομήσουμε πολύτιμη ενέργεια, που τη σπαταλάμε φτιάχνοντας καταστροφικά σενάρια. Ίσως η κυριότερη διαφορά ανάμεσα στην αγάπη που αναφέρει ο Έσσε και στο πώς την αντιλαμβανόμαστε εμείς είναι ο τρόπος που μιλάμε γι’ αυτή. Ενδυόμαστε συνήθως τον κτητικό έρωτα. Όμως η τέχνη του αγαπάν είναι κάτι πολύ πιο ευρύ.
Ο Έσσε έλεγε: «Όσο λιγότερο πιστεύω, γενικά, στην εποχή μας, όσο περισσότερο νομίζω ότι βλέπω την ανθρωπότητα να εκφυλίζεται και να μαραίνεται, τόσο λιγότερο σκέφτομαι την επανάσταση ως φάρμακο γι’ αυτή την παρακμή και τόσο περισσότερο πιστεύω στη μαγεία της αγάπης».
Μπορούμε να δούμε τις απόψεις του Έσσε συμπληρωματικά με τις απόψεις άλλων διανοητών. Ο Έριχ Φρομ έγραφε: «Η αγάπη είναι η μόνη ικανοποιητική απάντηση στο πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης». Είναι πρωτίστως τέχνη: «Η αγάπη είναι μια τέχνη, ακριβώς όπως μια τέχνη είναι και η ίδια η ζωή. Αν θέλουμε να μάθουμε πώς ν' αγαπάμε, πρέπει να προχωρήσουμε με τον ίδιο τρόπο που προχωρούμε όταν θέλουμε να μάθουμε μια οποιαδήποτε άλλη τέχνη. Αν πραγματικά αγαπώ έναν άνθρωπο, αγαπώ όλους τους ανθρώπους, αγαπώ τον κόσμο, αγαπώ τη ζωή. Αν μπορώ να πω σε κάποιον άλλον «σ’ αγαπώ», πρέπει να είμαι ικανός να πω «αγαπώ σε σένα όλους, αγαπώ μέσα από σένα όλο τον κόσμο, αγαπώ σε σένα και τον εαυτό μου...»( Έριχ Φρομ, Η Τέχνη της Αγάπης, εκδ. Μπουκουμάνης, Αθήνα 1978, σελ. 11, 15-16). Για τον Κορνήλιο Καστοριάδη ωστόσο, «όποιος αγαπά όλο τον κόσμο, δεν αγαπά κανένα. Πράγμα, που οριακά είναι δυνατό, αλλά αποτελεί εξ ορισμού αποκλειστικότητα ορισμένων ατόμων, χριστιανών αναχωρητών στην έρημο ή οπαδών του βουδισμού... Η φιλία απευθύνεται στον άλλο στο βαθμό που ενσαρκώνει μια αξία, στο μέτρο που είναι καλός και αγαθός, δηλαδή ένα ον «καλό και ωραίο». Όσο για τον έλεον, απευθύνεται σε όλο τον κόσμο, αλλά δεν πρόκειται για αγάπη». ( Ελληνική Ιδιαιτερότητα, Τόμος Β, εκδόσεις Κριτική). Η φιλία προέρχεται από το ρήμα φιλώ, που σημαίνει αγαπώ και είναι τόσο σημαντική στην πολιτική ζωή της κοινότητας όσο και ο «έλεος», η συμπάθεια, το γεγονός ότι ο ένας μπαίνει στη θέση του άλλου και συμπάσχει, δηλαδή μεταφορικά, υφίσταται αυτό που κάνει τον άλλο να πάσχει, δεν μένει απαθής απέναντι στη δυστυχία του.
Ο Φρόυντ επίσης δεν δέχεται την ιδέα πως αυτή η παθητική και άνευ όρων αγάπη για τα πάντα είναι το άκρον άωτον της ανθρώπινης αγάπης ούτε πως αποτελεί αυτονόητο σκοπό. Ισχυρίζεται πως ενώ η αγάπη είναι ουσιώδης για να ενωθούν οι άνθρωποι μαζί σε ένα πολιτισμό, την ίδια ώρα ο πολιτισμός δημιουργεί νόμους, περιορισμούς, και ταμπού έτσι ώστε να καταπιέσει το ίδιο αυτό ένστικτο. Στο έργο του «Ο Πολιτισμός πηγή δυστυχίας» εξερευνά τους λόγους γιατί η αγάπη δεν μπορεί να είναι η απάντηση, και καταλήγει πως υπάρχει μια πραγματική και βασική επιθετική τάση μέσα σε όλα τα ανθρώπινα πλάσματα. Κι ενώ το ένστικτο της αγάπης (ο έρως) μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την κοινωνία για να ενώσει τα μέλη της μαζί, το επιθετικό ένστικτο πάει αντίθετα σε αυτό και πρέπει είτε να κατασταλλεί είτε να βρει άλλο στόχο όπως π.χ. μια άλλη εχθρική κουλτούρα. Έτσι ο Φρόυντ παραδέχεται πως υπάρχει μια αγιάτρευτη κακία μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, και οτι ο πολιτισμός υπάρχει κυρίως για να ελέγχει και να καταπιέζει αυτά τα ένστικτα. Η ενοχή και η νευρωτική καταπάτηση των ενστίκτων είναι απλά η τιμή που πληρώνουμε για να μπορούμε να ζούμε μαζί σε οικογένειες και κοινότητες.
Είναι τεράστιο το εκτόπισμα του Έσσε και πραγματικά ανεξάντλητος ο θησαυρός της λογοτεχνικής του παρακαταθήκης: «Σιντάρτα», «Λύκος της στέπας», μυθιστορήματα, ποιήματα, δοκίμια, στοχασμοί. Η ζωή, ο έρωτας και η απώλεια είναι επαναλαμβανόμενα μοτίβα στο έργο του. Γεννημένος στις 2 Ιουλίου του 1877 στο Καλβ της Βιτεμβέργης, έζησε τα παιδικά του χρόνια σε ένα αυστηρά θρησκευόμενο περιβάλλον. Ο επαναστατικός χαρακτήρας του τον έφερε πολύ νωρίς αντιμέτωπο με τη χριστιανική ανατροφή που του επιφύλασσαν οι γονείς του. Μόλις στα 14 του χρόνια δραπέτευσε από το μοναστήρι του Μάουλμπρον, όπου βρισκόταν για να παρακολουθήσει ένα θεολογικό σεμινάριο. Η απόφασή του ήταν σαφής: ήθελε να γίνει «ποιητής ή τίποτα απολύτως». Ο δρόμος του προς τη συγγραφή ποιημάτων ωστόσο εξελίχθηκε σε Οδύσσεια. Η αναζήτηση της ταυτότητάς του ήταν μία εξαιρετικά επίπονη διαδικασία, αφού ήδη, στα 15 του χρόνια είχε επιχειρήσει μία απόπειρα αυτοκτονίας. Σε αυτή την περίοδο εσωτερικής αναζήτησης θα αναφερθεί αργότερα μέσα από τα μυθιστορήματά του. Μελέτησε Goethe, Lessing, Sciller, Nietzsche καθώς και ελληνική μυθολογία. Όλα αυτά αποτέλεσαν ισχυρές επιρροές για το έργο του. Οι βασικές επιρροές στο έργο του Έσσε είναι, όπως ο ίδιος λέει: «Το χριστιανικό και απόλυτα αντεθνικιστικό πνεύμα των γονιών μου, η μελέτη των μεγάλων Κινέζων δασκάλων και η φυσιογνωμία του ιστορικού Γιάκομπ Μπούρκχαρντ».
Ο χρόνος δεν κατάφερε να μειώσει την αξία του έργου του Έσσε, που βασικό του θέμα είναι η εναγώνια προσπάθεια του ατόμου να χτίσει έναν ακέριο και αρμονικό εαυτό. Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, διαμαρτυρόμενος ενάντια στο μιλιταριστικό καθεστώς, εγκατέλειψε τη Γερμανία κι εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελβετία, όπου και πέθανε το 1962. Πήρε το Βραβείο Γκαίτε το 1946 και το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1947.
Στο έργο του Έσσε δεσπόζει μια ηθική στάση που αποτυπώνεται στον «Ντέμιαν»:
Κάθε ανθρώπου η ζωή είναι ένας δρόμος μέσα στον
εαυτό του, μια προσπάθεια να βρει κάποιο δρόμο, το
ίχνος ενός μονοπατιού. Κανείς ποτέ δεν υπήρξε ολότελα
ο εαυτός του, ωστόσo ο καθένας αγωνίζεται να το πετύχει,
και ο κουτός και ο ευφυής, όσο καλύτερα μπορεί.
Όλοι μας ως το τέλος της ζωής μας κουβαλάμε τα υπολείμματα
από τη γέννησή μας, τις μεμβράνες και το κέλυφος
από τ' αυγό ενός αρχέγονου κόσμου.
Πολλοί δεν καταφέρνουν ποτέ να γίνουν άνθρωποι.
Παραμένουν βάτραχοι, σαύρες, μυρμήγκια.
Πολλοί είναι άνθρωπoι από
τη μέση κι απάνω και ψάρια από τη μέση και κάτω.
Ο καθένας, ωστόσο, αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια της
φύσης να δημιουργήσει μια ανθρώπινη ύπαρξη. Οι ρίζες
μας είναι κοινές. 'Ολοι προερχόμαστε από την ίδια μήτρα.
Το κάθε άτομο ξεπετιέται από την ίδια άβυσσο, αγωνίζεται
να πετύχει το σκοπό του. Καταλαβαίνουμε ο ένας τον
άλλο, μα κάθε άνθρωπος μπορεί να εξηγήσει μόνο τον
εαυτό του.
Άλλαν Πέρσυ:
’Eσσε: 66 μαθήματα καθημερινής σοφίας
μετάφραση: Αγαθή Δημητρούκα
Εκδόσεις Πατάκη, 2013