Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι: Ποιον Θεό να πιστέψω;
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Κόσμος / 28.10.21 ]Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι
Του Τζωρτζ Στάϊνερ
Δοκίμιο Παλαιάς Κριτικής, Μετάφραση Κώστας Σπαθαράκης, Εκδόσεις Αντίποδες, 2015
Σε αυτό έργο που εκδόθηκε το 1959,ο Τζορτζ Στάινερ μελετά δύο διαφορετικούς ανθρώπους, δύο ανταγωνιστικά λογοτεχνικά παραδείγματα και δύο αντικρουόμενες κοσμοθεωρίες. Ακόμη και «ο Θεός του Τολστόι εμπλέκεται σε έναν συναρπαστικό ανταγωνισμό με τον Θεό του Ντοστογέφσκι». Ο «αυτοαναφορικός και παρ’ όλα αυτά ορθολογικός παγανισμός» του Τολστόι παραπέμπει στον χριστιανισμό όχι με τα δεδομένα και τα δόγματα της ορθόδοξης εκκλησίας αλλά με την αυστηρή αναζήτηση της αλήθειας και δικαιοσύνης, ενώ ο Ντοστογιέφσκι προτιμά τον Χριστό της Εκκλησίας από την αλήθεια, παρέμεινε δηλαδή στην εκκλησιαστική κατανόηση του Ιησού Χριστού. Ο συγγραφέας «προσπάθησε να καταδείξει ότι το κύρος των δύο συγγραφέων δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη θεολογική τους στράτευση». Ο Τολστόι προτείνει την αγάπη στη θέση των εξουσιαστικών ρόλων. Έχει την αντίληψη πως το εκκλησιαστικό σύστημα και το σύστημα ρύθμισης της δικαιοσύνης και διακυβέρνησης των ανθρώπινων κοινωνιών είναι ένα τεράστιο οικοδόμημα κτισμένο σε σαθρά θεμέλια. Το νόημα της πίστης βρίσκεται στην αλήθεια της αγάπης. Η απόλυτα γραφειοκρατική δομή της ρωσικής κοινωνίας ανάμεσα στο 1861 και το 1905 που καθρεφτίζεται στο έργο του εκφράζει μια παρακμάζουσα αστική τάξη πραγμάτων. Ο συγγραφέας αναγνωρίζει μόνο την άποψη των «αιώνιων» αρχών της ηθικής και της αιώνιας αλήθειας της θρησκείας κι επιχειρεί τον καυτηριασμό της ιδεολογίας της παλιάς, φεουδαρχικής τάξης πραγμάτων. Στηλιτεύει την επιείκεια έναντι του εαυτού μας και θέτει αυστηρούς κανόνες μετάνοιας και αποκατάστασης του Καλού. Διέκρινε γύρω του, στην εξουσία, στην πολιτική, στους θεσμούς στην κοινωνία, υποκρισία και θεώρησε υπεύθυνη γι’ αυτό την εκκλησία. Είναι, λοιπόν, αμέτρητες οι αναφορές του Ρώσου συγγραφέα στο αληθινό νόημα του Χριστιανισμού. Η «Ανάσταση» συνιστά ένα δριμύ κατηγορώ απέναντι στην εκκλησία αφού απορρίπτει τελετές όπως η Θεία Λειτουργία και η Θεία Κοινωνία. Στο μυθιστόρημα αυτό ο Τολστόι θα εκφράσει ό,τι σκέφτεται για την Εκκλησία και την εξουσία της, με αποτέλεσμα η τελευταία να απαντήσει αφορίζοντάς τον.
Ο Ντοστογιέφσκι πιστεύει σχεδόν μεσσιανικά ότι η πνευματικότητα της ορθοδοξίας, ο μυστικισμός της χριστιανικής πίστης, αποτελεί την απάντηση και την διέξοδο σε μία κοινωνία διεφθαρμένη, εγωιστική και υλιστική, όπως την περιγράφει στα έργα του, και υποστηρίζει με πάθος πως το κήρυγμα του Χριστού για αγάπη και μετάνοια μπορεί να συμβάλλει στην λύτρωση της ανθρώπινης ψυχής. Η εκκοσμίκευση της Εκκλησίας και η απώλεια του πνευματικού της προσανατολισμού στα μάτια του Ντοστογιέφσκι μοιάζει με πτώση. Πιστεύει ότι ο άνθρωπος ποτέ δεν μπορεί να εξαλείψει το κακό με την Ηθική, αφού κανένας απολύτως δεν μπορεί να είναι αμιγώς καλός. Όλοι οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι είναι συγχρόνως καλοί και κακοί. Διεφθαρμένοι άνθρωποι είναι συχνά τρυφεροί και αισθηματικοί, εξίσου ικανοί για το κακό και για το καλό. Ο Ντοστογιέφσκι θεολογεί πατερικά: η σωτηρία του ανθρώπου δεν μπορεί να προέλθει από τον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά μόνον από τον Θεό. Ο κόσμος του κινείται ανάμεσα στον θάνατο και την τρέλα, στο όνειρο και στην πραγματικότητα. Όλες οι μορφές των ηρώων του κινούνται μέσα στα αδιέξοδα που προξενεί η άρνηση του Θεού και η εναγώνια αναζήτηση της πίστης και του θείου. Σε όλα τα μυθιστορήματά του οι ήρωες, αγνοί και ραδιούργοι, εγκληματίες και ιδεαλιστές προκαλούν τον Θεό και την κοινωνία.
Σε αυτό το δοκίμιο, ο Στάινερ επιδιώκει να διαχωρίσει «τον επικό ποιητή από τον δραματικό, τον ορθολογιστή από τον οραματιστή, τον χριστιανό από τον παγανιστή». Για τον Στάινερ ο Τολστόι είναι «επικός, καθώς κλείνει συνειδητά προς τον Όμηρο ενώ μετά τον Σαίξπηρ, ο Ντοστογιέφσκι είναι ο σημαντικότερος δραματουργός». Σε πολλά σημεία του δοκιμίου του επισημαίνεται ότι ο Τολστόι «επιδίωκε να συγκρίνονται τα έργα του με εκείνα του Ομήρου». Αντιθέτως ο Ντοστογιέφσκι, με αφορμή κυρίως τα έργα του Έγκλημα και τιμωρία, Αδελφοί Καραμάζωφ, και Ηλίθιος, αναγνωρίζεται ότι «είναι ένας από τους μεγάλους τραγικούς ποιητές». Η σχέση του με την τραγωδία έγκειται στη βασική του θέση ότι υπάρχει ένας αιώνιος και ακατάλυτος θεϊκός και ηθικός νόμος, που η παράβασή του οδηγεί στην τιμωρία. Ο Ντοστογιέφσκι οικοδομεί τους λογοτεχνικούς του χαρακτήρες γύρω από το δίπολο ηθική-παραβίαση της ηθικής, καθώς και πάνω στην ανθρώπινη ροπή για την παραβατικότητα. Άρα, ο επικός Τολστόι κατάγεται από τα έπη του Ομήρου, ενώ ο Ντοστογιέφσκι αναφέρεται πνευματικά στους τραγικούς και στον Σαίξπηρ. Το έργο του Τολστόι εντάσσεται στην επική παράδοση, ενώ η τέχνη του Ντοστογιέφσκι ανάγεται στα θεμέλια της δραματικής σύλληψης του κόσμου. Ο Βιστωνίτης( ΒΗΜΑ 7-2-16) αναφέρει ότι ο Στάινερ αναφέρεται και σε άλλες διαφορές μεταξύ των δύο λογοτεχνών: «Μία από τις κυριότερες: ο Τολστόι είναι συγγραφέας του φυσικού κόσμου, ενώ ο Ντοστογέφσκι κατ' εξοχήν της πόλης (γι' αυτό και τα μυθιστορήματα του τελευταίου διαθέτουν απαράμιλλη θεατρικότητα και διασκευές τους έχουν ανεβεί σε πολλές θεατρικές σκηνές παγκοσμίως). Ο Τολστόι είναι η φύση, η γη, ο απέραντος κόσμος της δημιουργίας. Ο Ντοστογέφσκι είναι το δράμα (κάποτε και το μελόδραμα) και ο χώρος του δράματος, δηλαδή η πόλη. Και επειδή για τον Τολστόι καθήκον μας, με την έννοια του ηθικού αιτήματος, είναι να δημιουργήσουμε ένα επί γης βασίλειο του Θεού, χριστιανισμός και παγανισμός συγκλίνουν στο έργο του και διαμορφώνουν την ουτοπία του». Το έργο του, γράφει ο Τρότσκι, «είναι ολότελα διαπερασμένο από αισθητικό πανθεϊσμό, που δε γνωρίζει ούτε ομορφιά ούτε ασκήμια, ούτε μεγαλοσύνη ούτε μικρότητα, γιατί γι’ αυτόν μόνο η ζωή, γενικά, είναι μεγάλη κι όμορφη, μέσα στην αιώνια διαδοχή των ποικίλων εκδηλώσεων της. Αυτή είναι η αληθινή αγροτική αισθητική, ανελέητα συντηρητική από τη φύση της και η οποία φέρνει κοντά το επικό έργο του Τολστόι με την Πεντάτευχο και την Ιλιάδα».
Ο Στάινερ διαβάζει αντιστικτικά τα σημαντικότερα έργα των δύο Ρώσων συγγραφέων και εξετάζει συστηματικά το ιστορικό, ιδεολογικό και λογοτεχνικό τους πλαίσιο. Για την εποχή που γράφτηκε η μελέτη ήταν πρωτοποριακή γιατί αμφισβητούσε τα πορίσματα της «Νέας Κριτικής» που βρισκόταν τότε στο προσκήνιο η οποία απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στη μορφή των κειμένων ενώ ο Στάινερ αναζητεί τις θεολογικές και υπαρξιακές ρίζες των έργων. Η ευρυμάθεια του Στάινερ και η διεισδυτική του σκέψη καθιστούν το δοκίμιο πρότυπο κριτικής προσέγγισης.