Η πανάκριβη Μερσέντες του αστυνομικού διευθυντή της Ρόδου και το επίσης ακριβό αυτοκίνητο του υπαστυνόμου, που το διεμβόλισε, προκαλούν το δημόσιο αίσθημα για το πόθεν έσχον των δύο δημόσιων λειτουργών. Ο μισθός του δημοσίου υπαλλήλου δεν δικαιολογεί τέτοιο πλούτο. «Πόσα παίρνει ο αστυνομικός διευθυντής σε ένα νησί (οκ, πολύ μεγάλο νησί) που μοστράρει έξω από το γραφείο του, δίπορτη, διθέσια, σπόρ, έξτρα σούπερ-ντούπερ Μερτσέντες, με δέρματα», γράφει στο Fb ο Γιάννης Γερονικολός.
Το ερώτημα αυτό δεν απασχόλησε τα «πετσωμένα» (δηλαδή εξωνημένα) μίντια της χώρας. Αυτά μόνο κατέγραψαν το γεγονός: «στις 10:30 το πρωί της Κυριακής, έξω από τα γραφεία της Α᾽ Αστυνομικής Διεύθυνσης Δωδεκανήσου. Τότε, υπαστυνόμος Β´ που υπηρετούσε ως γραμματέας στο Αστυνομικό Τμήμα Ρόδου και πλέον στο Μετανάστευσης, εμβόλισε με το φορτηγό αυτοκίνητό του, το επιβατικό ιδιωτικό αυτοκίνητο του αστυνομικού Διευθυντή της Α᾽ Αστυνομικής Διεύθυνσης Δωδεκανήσου Μιχάλη Καληωράκη και στη συνέχεια βγήκε από το το φορτηγό και στην συνέχεια με οργή επιχείρησε να το καταστρέψει με βαριοπούλα.»(η σύνταξη και η ορθογραφία είναι της ηλεκτρονικής σελίδας της εφημερίδας "Το Πρώτο Θέμα"). Η πανάκριβη μερσεντές και το ημιφορτηγό-θηρίο δεν προκάλεσαν κανένα ερωτηματικό στους... αδάμαντες της δημοσιογραφίας. Μόνο στο διαδίκτυο τίθενται τα ερωτήματα.
Θυμίζουμε τον ρόλο της αστυνομίας της Ρόδου στην υπόθεση Τοπαλούδη και ότι η εισαγγελέας στη δίκη των δολοφόνων της ήταν «καταπέλτης για τους δύο κατηγορουμένους, αλλά και για τους χειρισμούς της Ελληνικής Αστυνομίας, χαρακτηρίζοντας ευχής έργον το γεγονός ότι η υπόθεση ανατέθηκε στο Λιμενικό Σώμα, από όπου έγιναν προσπάθειες να του αφαιρεθεί η δικαιοδοσία.» (www.athensvoice.gr)
Και υπενθυμίζουμε ότι ο Γιώργος Καραϊβάζ συνεχίζει από τον τάφο του να καταγγέλλει πως το οργανωμένο έγκλημα είναι ένα δίκτυο στο οποίο συμμετέχουν «Μεγαλοεπιχειρηματίες, πολιτικοί, δημοσιογραφικά μεγαλοστελέχη, εκκλησία, αστυνομία, δικαιοσύνη, κακοποιοί…Ένας κύκλος που όλοι γνωρίζουν όλους και το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η κυκλοφορία και το ξέπλυμα του μαύρου χρήματος.».
ΓΧΠ