Το θαύμα της μουσικής
[ Αθηνά Παπανικολάου / Ελλάδα / 11.04.21 ]Ο Αργύρης Χιόνης στο "Ένα μαγικό συμβάν την εποχή που πλανιόμουν στον κόσμο" γράφει με τον μοναδικό του τρόπο πως το κρύο και βροχερό βράδυ της Πρωτοχρονιάς του 1968, φυγάς, πλάνης και πάμφτωχος στο Παρίσι, επιστρέφοντας στην αποθήκη που του είχαν παραχωρήσει Γάλλοι σύντροφοι του για κατοικία και περνώντας έξω από την εκκλησία του Αγίου Σουλπικίου (Saint Sulpice) άκουσε "μια μουσική ουράνια, που έβγαινε απ' τη μισάνοιχτη πόρτα με τύλιξε σα ζεστό πανωφόρι, μ' αγκάλιασε φιλόξενα και μ' έσυρε στο γλυκό ημίφως του ναού όπου κάποιος οργανοπαίκτης, κάποιος άγγελος ή ο Θεός ο ίδιος, έπαιζε στο εκκλησιαστικό όργανο μια μουσική ανήκουστη, πονεμένη, σπαραχτική και, ταυτόχρονα, βάλσαμο για τη μοναχική και χαμένη ψυχή μου. Κάθισα σε μια γωνιά, σιωπηλός κι άκουγα κι άκουγα...κι η μουσική τελείωνε και ξανάρχιζε, μ' εγκατέλειπε λίγο στην παγωνιά και με ξανατύλιγε στη ζεστή αγκαλιά της...." ( Η πολιτεία Λαβύρινθος, εκδ. Κίχλη, 2020, να το διαβάσετε οπωσδήποτε το βιβλίο)
Έτσι ο Αργύρης Χιόνης εκείνο το βράδυ, που ο χρόνος άλλαζε, άκουσε για πρώτη φορά το Adagio του Albinioni. Ανακάλυψε ποιο ήταν το μουσικό κομμάτι κι ο συνθέτης στο Άμστερνταμ το 1969. Δεν θα σας αποκαλύψω πώς έγινε αυτή η ανακάλυψη, γιατί αξίζει να διαβάσετε το βιβλίο με τα μέχρι τώρα ανέκδοτα, κυρίως αυτοβιογραφικά, διηγήματά του.
Αυτός ο γιος των προλετάριων, που δεν είχαν και δεν είχε κι ό ίδιος καμιά σχέση με την κλασική μουσική, ζέστανε την ψυχή του εκείνο το παγωμένο Παριζιάνικο βράδυ όταν συναντήθηκε με το θαύμα της μουσικής και το αγάπησε.
Με το Concierto de Aranjuez του Joaquin Rodrigo συναντήθηκα το καλοκαίρι του 1968, έξι χρονών παιδάκι, ένα ζεστό πρωϊνό που η μαμά μου με τις γειτόνισσες ραματιάζοντας (αρμαθιάζοντας) τα φύλλα του καπνού στο υπόστεγο της αποθήκης μας, άκουγαν από το κρεμασμένο στον τοίχο ραδιοφωνάκι τις αγαπημένες τους σειρές "Λάουρα' και την " Πικρή μικρή μου αγάπη' Σε μία από αυτές ήταν η μουσική εισαγωγή. Δεν θυμάμαι σε ποια από τις δύο.
Κι ακόμα δεν είμαι σίγουρη αν σκούπιζαν τα μάτια τους από την πίκρα των καπνόφυλλων ή τους ανείπωτους, φυλακισμένους έρωτες τους...
Ξέρω όμως με σιγουριά, όπως κι ο Χιόνης, πώς ένα κορίτσι από αγροτόσπιτο συναντήθηκε για πρώτη φορά με ένα κλασικό κομμάτι που έμελλε να της ανοίξει την πόρτα σε άλλα ακούσματα και να τη συντροφεύει έκτοτε όχι σαν "ζεστό παλτό", αλλά σαν δροσερό μελτεμάκι στις πυρίκαυστες μέρες που φύλαγαν τα χρόνια που ακολούθησαν.