Στενά παπούτσια
[ Αθηνά Παπαργύρη / Ελλάδα / 27.01.22 ]« Άγγελε! Άγγελε!» φώναξε ο ηλικιωμένος άντρας, στηριζόμενος στο σκουριασμένο, αλλά πάντα αγαπημένο ποδήλατό του. Τον άκουσε και έτρεξε γρήγορα κοντά του, ώστε να μην χρειαστεί να φωνάξει ξανά. Είχε ήδη κοκκινίσει από ντροπή. «παππού, μη με λες Άγγελο. Ισμήνη με λένε.» ψέλλισε με βλέμμα χαμηλωμένο. «Όχι παιδί μου. Εσύ είσαι Άγγελος. Δεν μοιάζεις ούτε στη μητέρα σου, ούτε στον πατέρα σου, ούτε σε κανέναν άλλον. Εσύ ήρθες από τον ουρανό». Άλλη μια φορά που ο αγαπημένος της παππούς την αποκαλούσε Άγγελο μπροστά στον κόσμο και εκείνη ευχόταν να την καταπιεί η Γη. Πόσες φορές του είχε ζητήσει να μην το κάνει, αλλά εκείνος πάντα της έλεγε τα ίδια.
Δεν πίστευε πως είναι άγγελος, όπως έλεγε εκείνος, αλλά σίγουρα ήταν διαφορετική. Το ένιωθε κάθε μέρα που περνούσε στο μικρό νησί όπου μεγάλωνε. Όταν τα κορίτσια της ηλικίας της στολίζονταν και βάφονταν για να κατέβουν βόλτα στο λιμάνι, εκείνη έβγαζε τα πινέλα της προσπαθώντας να αποτυπώσει τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος. Όταν πάλι οι φίλες της προετοιμάζονταν για μέρες για το μεγάλο πανηγύρι του Προφήτη Ηλία, εκείνη χανόταν στα καντούνια κρυμμένη πίσω από τις σελίδες των βιβλίων της και όταν οι υπόλοιπες πρόσεχαν τα καινούρια τους φορέματα μη τυχόν και λερωθούν, εκείνη τα είχε ήδη κουρελιάσει στο παιχνίδι της με κάποιο γατάκι. Ήταν πολλές οι φορές που ένιωθε πάνω της το περιπαιχτικό συνοδευόμενο από γελάκια βλέμμα των συνομηλίκων της. Το επικριτικό, πολλών καρδιναλίων ύφος από τις γειτόνισσες, που με την ποδιά δεμένη ψηλά στη μέση απορούσαν γι’ αυτό το κορίτσι που προτιμούσε το διάβασμα από έναν καλό γαμπρό. Εκείνην όμως, δεν την ενοχλούσε. Το αγαπούσε το νησί και τους ανθρώπους του.
Τη σκέψη της διέκοψε απότομα το χτύπημα του τηλεφώνου. Η Καλλιόπη, η γραμματέας της, της θύμισε ότι σε λίγα λεπτά οι μέτοχοι θα ήταν στην αίθουσα συσκέψεων. Τι την έπιασε σήμερα και σκεφτόταν το νησί της; Έπρεπε να συγκεντρωθεί στο συμβούλιο που θα ακολουθούσε. Άλυτη εξίσωση της φαινόταν. Πώς την είχαν στριμώξει έτσι. Δε συμφωνούσε σε τίποτα με αυτήν την πρόταση κι ωστόσο έπρεπε να πράξει το καλύτερο για την εταιρεία. Ήταν ενάντια στις αρχές της, αλλά την πίεζαν σθεναρά. Αντί να πέσει με τα μούτρα στα ανοιχτά έγγραφα μπροστά στον υπολογιστή της, όπως άλλωστε έκανε εδώ και χρόνια, σηκώθηκε και στράφηκε προς τη μεγάλη τζαμαρία πίσω της.
Τι περίεργο, η λεωφόρος απλωνόταν σαν μεγάλο ποτάμι στα πόδια της, όπως άλλωστε και ο κόσμος του χρηματιστηρίου κι όμως ήταν λες και την έβλεπε για πρώτη φορά. Το μυαλό της ταξίδεψε πάλι πίσω στο νησί της. Ήταν φανερό πως δεν την υπάκουε σήμερα. Βρέθηκε να περπατά ξυπόλητη στην ακροθαλασσιά. Στη θάλασσά της, όπως έλεγε. Εκείνη ήταν πάντα η παρηγοριά της. Και όταν έχασε τον αγαπημένο της παππού. Και όταν χώρισαν οι γονείς της και οι συμπαθέστατες γειτόνισσες με τις ποδιές και τα μπικουτί στο κεφάλι την κοιτούσαν σαν να έφταιγε εκείνη. Και όταν χρειάστηκε να κάνει δύο δουλειές για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα και να σπουδάσει. Η θάλασσα ήταν πάντα αυτή που τραγουδώντας της γλυκά και συντροφεύοντας τα βήματά της, της έδινε τη δύναμη να περπατά περήφανα μπροστά από τις κυρίες με τις ποδιές, χωρίς να κατεβάζει το κεφάλι. Αλλά να καρφώνει ευθέως το βλέμμα της στα μάτια τους και να τους χαρίζει το πιο λαμπερό χαμόγελό της.
Ασυναίσθητα κοίταξε τώρα τα πόδια της. Τη θέση του κύματος είχαν πάρει δύο υπέροχες λουστρινένιες γόβες. Η αντανάκλασή της στο τζάμι πρόδωσε τα σφιγμένα χείλη στο παγωμένο και ανέκφραστο πρόσωπό της. Το ρολόι της δήλωσε με τον πιο επιτακτικό τρόπο πως ήταν ώρα να πηγαίνει.
Η Καλλιόπη στο γραφείο της πληκτρολογούσε ηλεκτρονικά μηνύματα, την ίδια στιγμή που με ευγένεια και χάρη απαντούσε σε ασταμάτητα τηλεφωνήματα. Την είδε να βγαίνει από το γραφείο της και να περπατά αγέρωχα προς την αίθουσα συσκέψεων. Τα καλοχτενισμένα μαλλιά της, ήταν όπως πάντα αυστηρά ριγμένα προς τα πίσω και το ακριβό της φόρεμα διέγραφε τέλεια τη σιλουέτα της. Χαμογέλασε ικανοποιημένη, αλλά ήταν τότε που πρόσεξε πως αντί για το χαρτοφύλακα, ένα ζευγάρι γόβες κρεμόταν από τα χέρια της. Πετάχτηκε από την καρέκλα και αγχωμένη της φώναξε «Ισμήνη, τα παπούτσια!». Χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει, της απάντησε γελώντας «Άγγελε! Άγγελο με λένε. Είναι χρόνια τώρα που με στενεύουν αυτά τα παπούτσια».