Στείρος χρόνος
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 27.03.20 ]Ο κόσμος τώρα είναι σαν το Μπέργκχοφ, το σανατόριο όπου έμενε για εφτά χρόνια ο Χανς Κάστορπ, στο Μαγικό βουνό αλλά χωρίς τις συναντήσεις που έμελλαν να οδηγήσουν στην εξέλιξή του. Για τον Τόμας Μαν «Ο χρόνος δεν είναι καθόλου “καθ’ εαυτόν”. Αν μας φαίνεται μακρύς, είναι μακρύς, κι αν μας φαίνεται σύντομος, τότε είναι σύντομος, αλλά πόσο μακρύς ή σύντομος είναι στ’ αλήθεια… δεν το ξέρει κανείς».
Αξίζει να παρατηρήσουμε πως ανταποκρινόμαστε στην απομόνωση και την απραξία. Είναι αυτό που ζούμε μια σημαντική υπαρξιακή εμπειρία. Ο κόσμος είναι βαρετός και φοβερός και η απραξία είναι ταυτοχρόνως το πιο όμορφο αλλά και το πιο αποκρουστικό πράγμα που υπάρχει. Η Σιμόν Βέιλ λέει ότι « η μονοτονία είναι το πιο όμορφο πράγμα αν αντανακλά την αιωνιότητα και το πιο αποκρουστικό αν είναι ένδειξη κάτι ατελείωτου και απαράλλακτου. Κατακτημένος ή στείρος χρόνος. Το σύμβολο της όμορφης μονοτονίας είναι ο κύκλος. Το σύμβολο της άσπλαχνης μονοτονίας είναι ο χτύπος του εκκρεμούς» ( Η δύναμη των λέξεων). Η απραξία και η απώλεια νοήματος συνδέονται στενά. Η σχέση μας με τον κόσμο έχει χαθεί. Δεν μπορούμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε να κάνουμε. Δεν αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας, έχουμε χάσει την ελευθερία μας, τους φίλους μας και έχει χαθεί η βασική βεβαιότητα, ότι θα συνεχίσουμε να ζούμε. Ο χρόνος ως ορίζοντας δράσης και ευκαιριών καταλήγει να γίνεται χαμένος χρόνος.
Για τον Πασκάλ: « Δεν υπάρχει τίποτα πιο ανυπόφορο για τον άνθρωπο από την πλήρη σχόλη, χωρίς πάθη, χωρίς μέριμνα, χωρίς διασκέδαση, χωρίς δουλειά. Τότε νοιώθει τη μηδαμινότητά του, την εγκατάλειψή του, την ανεπάρκειά του, την εξάρτησή του, την αδυναμία του, το κενό του» (Σκέψεις) .
Ο χρόνος μας γεμίζει τώρα με το κενό της απουσίας, νοείται ως Στέρηση και ως άρνηση γιατί λείπει η καθημερινότητα. Κυριαρχεί ο τρόμος του κενού, το horror vacui και ο τρόμος για τη ζωή μας. Η στέρηση ως άρνηση είναι που προκαλεί άγχος και ανυπομονησία και λειτουργεί ως άγχος απώλειας του ελέγχου του μέλλοντος. Αν αποφασίσουμε ότι θα δεχτούμε για λίγο τη στέρηση και θα τη μετατρέψουμε σε κάτι ενδιαφέρον, θα δούμε τον χρόνο διαφορετικά.
Καιρός να ταυτιστούμε με τον Πεσσόα ή τουλάχιστον να τον καταλάβουμε λίγο:
«Δεν έκανα τίποτα άλλο από το να ονειρεύομαι. Αυτό ήταν, και μόνο αυτό, το νόημα της ζωής μου. Ποτέ δεν είχα άλλη πραγματική ενασχόληση πέρα από την εσωτερική μου ζωή. Οι μεγαλύτερες συμφορές της ζωής μου σβήνουν όταν ανοίγοντας το παράθυρο μέσα μου μπορώ και τις ξεχνώ κοιτάζοντας την αδιάλειπτη κίνηση εντός μου. Ποτέ δεν θέλησα να είμαι τίποτα άλλο πέρα από ονειροπόλος. Σε όποιον μου είπε να ζήσω δεν έδωσα ποτέ σημασία{.. }
Δεν ξέρω τι νόημα έχει τούτο το ταξίδι που με αναγκάσανε να κάνω ανάμεσα σε μία νύχτα και μία άλλη νύχτα, συντροφευμένος από το σύμπαν ολόκληρο. Ξέρω πως μπορώ να διαβάζω για να διασκεδάζω το χρόνο μου. Θεωρώ την ανάγνωση τον απλούστερο τρόπο να κάνω ευχάριστο αυτό το ταξίδι, όπως και κάθε άλλο· πού και πού σηκώνω το βλέμμα μου από το βιβλίο όπου οι αισθήσεις μου λειτουργούν πραγματικά, και βλέπω σαν ξένος το τοπίο να φεύγει — κάμποι, πόλεις, άνδρες και γυναίκες, σχέσεις και νοσταλγίες— κι όλα
αυτά δεν είναι για μένα παρά ένα επεισόδιο στην ανάπαυσή μου, μια αδρανής ψυχαγωγία καθώς ξεκουράζω τα μάτια μου από τις πολυδιαβασμένες σελίδες.
Ό,τι και να ναι αυτό το ιντερμέδιο που παίχτηκε κάτω από τον προβολέα του ήλιου και το σκηνικό των άστρων, δεν μας κάνει κακό να γνωρίζουμε πως δεν είναι παρά ένα ιντερμέδιο· αν πίσω από τις πόρτες του θεάτρου κρύβεται η ζωή, τότε θα ζήσουμε, αν κρύβεται ο θάνατος, θα πεθάνουμε, και το έργο θα παραμένει άσχετο με όλα αυτά.
Γι’ αυτό ποτέ δεν νιώθω τόσο κοντά στην αλήθεια, τόσο σε βάθος μυημένος, όσο τις λίγες φορές που πάω στο θέατρο ή στο τσίρκο: ξέρω τότε πως επιτέλους παρακολουθώ την ακριβή απομίμηση της ζωής. Και οι ηθοποιοί, οι παλιάτσοι κι οι ταχυδακτυλουργοί είναι πράγματα σημαντικά και μάταια, όπως είναι ο ήλιος κι η σελήνη, η αγάπη και ο θάνατος, η πανώλη, ο λιμός κι ο πόλεμος για την ανθρωπότητα. Όλα είναι θέατρο. Κι αν θέλω την αλήθεια, ας ξαναπιάσω το μυθιστόρημά μου{...}
«Γράφω, λυπημένος, στο ήσυχο δωμάτιό μου, μόνος όπως υπήρξα πάντα, μόνος όπως θα υπάρχω πάντα. Κι αναρωτιέμαι αν η φωνή μου, φαινομενικά τόσο ασήμαντη, δεν ενσαρκώνει την ουσία χιλιάδων φωνών, τη δίψα να μιλήσουν χιλιάδων ζωών, την υπομονή εκατομμυρίων ψυχών υποταγμένων σαν την δική μου στο καθημερινό πεπρωμένο, στο ανώφελο όνειρο, στην ελπίδα που δεν αφήνει ίχνη. Αυτές τις στιγμές η καρδιά μου χτυπά πιο δυνατά γιατί έχω συνείδηση πως υπάρχει.» Φερνάντο Πεσσόα (Από το βιβλίο της ανησυχίας)