Σαραμάγκου: Το φοβερό μίσος των ομοίων

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 18.06.17 ]

 

 

 

Ο νομπελίστας Πορτογάλος συγγραφέας Ζ. Σαραμάγκου(1922-2010), που πέθανε σαν σήμερα, είναι από τους αγαπημένους μου, καθώς είναι από εκείνους που ασχολήθηκαν με την ανθρώπινη «τύφλωση», την οποία προσέγγισε ως το ακραίο όριο των αυταπατών της φιλαυτίας και των παθών μας, που αλλιώς ονομάζεται τρέλα. Ο πλανήτης Γη, έγραφε, κατάντησε ένα «πλοίο των τρελών», που ροκανίζουν χάριν παιδιάς το σκαρί του, ενώ σκέφτονται με όρους σκοταδιού και λόγο θαμπωμένο. Παραδόξως, οι «τυφλοί» νομίζουν πως βλέπουν ό,τι φαντάζονται και λογίζουν την τρέλα τους ως λογική.

Αλλά η πιο μεγάλη τρέλα, το πιο φονικό μίσος είναι το μίσος των ομοίων.  Αυτό το μίσος περιγράφει ο Σαραμάγκου στο μυθιστόρημα “Ο άνθρωπος αντίγραφο”. Σ' αυτό ο καθηγητής της ιστορίας Τερτουλιάνο Μάσιμο Αφόνσο, αυτός που προτείνει το μάθημα της ιστορίας να διδάσκεται προς τα πίσω, ο παντρεμένος που δεν ξέρει γιατί παντρεύτηκε, ο διαζευγμένος που δεν ξέρει γιατί χώρισε, ο δεσμευμένος που δεν γνωρίζει τι είναι αυτό που τον συνδέει με τη Μαρία Ντα Παζ, αυτός που ζει και δεν θυμάται πια γιατί ζει, αυτός που δέχεται ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο και το εκλαμβάνει ως ακραία παραβίαση της ελευθερίας του και ως πατερναλισμό, αυτός είναι ο άνθρωπος του καιρού μας, ένας απέραντα μοναχικός άνθρωπος, που ανακαλύπτει τυχαία, τον άλλο του εαυτό, έναν όμοιό του, έναν σωσία, το διπλό του, την αρμονική του εαυτού του.

Οι δύο όμοιοι… εαυτοί συγκρούονται διεκδικώντας ο καθένας για τον… εαυτό του την πρωτοτυπία, όπως ο Κάιν από τον Άβελ την πρωτοκαθεδρία. “Λένε”, γράφει ο Σαραμάγκου, “πως μισεί κανείς τον άλλο μόνο όταν μισεί τον εαυτό του, το χειρότερο όμως απ’ όλα τα μίση είναι αυτό που βαραίνει όταν δεν μπορείς ν’ αντέξεις την ομοιότητα του άλλου, κι ίσως να είναι ακόμη χειρότερα όταν η ομοιότητα αυτή κάποια στιγμή γίνει απόλυτη”. Ο άλλος δεν αναγνωρίζεται παρά ως το αντίγραφο, μια απλή μίμηση της φύσης! Τελικά, η ανθρώπινη περιπέτεια της αναζήτησης νοήματος και του άλλου μας εαυτού οδηγεί σε μια επιγραφή που γράφει: “Άβυσσος”.

Ζούμε στην εποχή του homo mente captus (παράφρονος ανθρώπου) μας είπε ο Σαραμάγκου πριν αναχωρήσει. Ζούμε στον καιρό εκείνου του είδους ανθρώπου, του φασιστάνθρωπου που επιχειρεί να λύσει το αίνιγμα των επιλογών του, εμβαθύνοντας ακραία την αρνητικότητά του και φιλοσοφώντας με μαχαίρια, τσεκούρια και πυραύλους.

 Έχει πλέον εξοριστεί η δυνατότητα ενός Λυρισμού της Επιθυμίας και η δυνατότητα μιας Ποίησης του Κόσμου και της Καρδιάς, χάθηκε εκείνη η θετική, δονκιχωτική «μερική τρέλα» που μέσα στην τελειωτική, παροξυμμένη μοναξιά του λυρισμού της, έβρισκε μέσα από μια άμεση αντιστροφή, το αρχικό τραγούδι του κόσμου. Γι’ αυτό πλέον πορευόμαστε «τυφλοί» χωρίς σημείο αναφοράς, χωρίς νόστο, κατευθείαν στο τίποτα, χωρίς καν την κραυγή του τέλους.

Η συρρίκνωση, η κατάθλιψη, το κλείσιμο στο καβούκι είναι η έσχατη άμυνα απέναντι στην απώλεια ταυτότητας, στην απώλεια νοήματος, στην απώλεια πραγματικής, δηλαδή αγαπητικής επικοινωνίας, να ’χεις κάποιον να σ’ αγαπά, να μπορείς να βλέπεις σ’ αυτόν τον εαυτό σου. Στην εκούσια ή ακούσια μοναξιά ο εχθρός είναι πάντα εκεί έξω, είναι πάντα εκεί μέσα, είσαι εσύ “όμοιέ μου, αδελφέ μου”, είναι ο άλλος ως κόλαση, είναι ο εντός μας ξένος, ο άλλος μας εαυτός. Αυτός ο εαυτός με τη μορφή του άλλου που απορρίπτεται, ή μάλλον έχει απορριφθεί προ πολλού από ανάγκη, επιλογή ή τύχη. Το σαλιγκάρι απορρίπτει με το να μαζεύεται. Το κλείσιμο, η καφκική συρρίκνωση σημαίνει το φόβο απέναντι στον άλλο, τον ξένο πλην τόσο οικείο εαυτό, τον απωθημένο και εξορισμένο εαυτό που κάποτε –όχι πάντοτε- επιστρέφει από την υπερορία για να απαγγείλει τις κατηγορίες του. Και τότε, υπάρχει το ενδεχόμενο να αρχίσει η ρώσικη ρουλέτα μεταξύ των δύο εαυτών…

Γιος κι εγγονός ακτημόνων αγροτών, ο Ζοζέ Σαραμάγκου γεννήθηκε στο χωριό Αζινιάγκα, στην επαρχία Ριμπατέζου, στις 16 Νοεμβρίου του 1922. Παρακολούθησε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (γενική και τεχνική), την οποία όμως, για οικονομικούς λόγους, δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Η πρώτη του δουλειά ήταν σιδηρουργός, ενώ κατόπιν άσκησε διάφορα επαγγέλματα: σχεδιαστής, υπάλληλος υγείας και κοινωνικής πρόνοιας, μεταφραστής, εκδότης, συγγραφέας, δημοσιογράφος. Δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο, ένα μυθιστόρημα (Γη της αμαρτίας), το 1947, ενώ ακολούθησε μεγάλο διάστημα χωρίς άλλες δημοσιεύσεις, ως το 1966. Εργάστηκε για δώδεκα χρόνια σε εκδοτικό οίκο, στη λογοτεχνική διεύθυνση και τη διεύθυνση παραγωγής. Το 1972 και 1973 συμμετείχε στη σύνταξη της εφημερίδας Diário de Lisboa, όπου υπήρξε πολιτικός σχολιαστής, ενώ ταυτόχρονα συντόνιζε για ένα χρόνο το πολιτιστικό ένθετο της ίδιας εφημερίδας. Έλαβε μέρος στην πρώτη διεύθυνση της Πορτογαλικής Ένωσης Συγγραφέων και υπήρξε πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης της Πορτογαλικής Κοινωνίας Συγγραφέων την περίοδο 1987-1994. Από το Φεβρουάριο του 1993, εκνευρισμένος με την Εκκλησία της Πορτογαλίας, εγκατέλειψε την πατρίδα του και αποφάσισε να ζει στο νησί Λανθαρότε, του αρχιπελάγους των Καναρίων, στην Ισπανία. Το 1998 του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Πέθανε το 2010.