«Μια από τις κρίσιμες ανακαλύψεις στην πνευματική μου ζωή, την οποία έκαμα ευτυχώς όχι πολύ αργά όταν ακόμα αισθανόμουν και ο ίδιος στρατευμένος, είναι ότι ο απέναντί σου, εκείνον που εσύ θεωρείς αντίπαλο ή εχθρό σου, εκείνος που ίσως είναι διώκτης σου, μπορεί να έχει εξ ίσου καθαρή συνείδηση και εξ ίσου αγνά κίνητρα όσο και εσύ, να διαπνέεται από την ίδια ακλόνητη πεποίθηση για το δίκαιό του…», λόγια του Παναγιώτη Κονδύλη, μιας σημαντικής πνευματικής προσωπικότητας της σύγχρονης Ελλάδας, που πέθανε στις 11 Ιουλίου 1998 σε ηλικία 55 ετών από ένα ιατρικό λάθος!
Ο Κονδύλης προείδε την ελληνική κρίση. Αλλά το γεγονός ότι αποστασιοποιήθηκε από τον "δεξιό" ή τον "αριστερό" τρόπο ανάλυσης των προβλημάτων, τον καταδίκασε στη σιωπή. Μόνο ελάχιστοι τον θυμούνται και τον επικαλούνται ακόμα.
Ο Παναγιώτης Κονδύλης γεννήθηκε στις 17 Αυγούστου του 1943 στο χωριό Δρούβα του νομού Ηλείας, κοντά στην αρχαία Ολυμπία. Σε ηλικία έξι ετών, η οικογένειά του μετοίκησε στην Κηφισιά της Αθήνας, όπου ο Κονδύλης πήγε στο σχολείο. Σπούδασε κλασική φιλολογία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών καθώς και φιλοσοφία της μεσαιωνικής και σύγχρονης ιστορίας και πολιτικής επιστήμης στα Πανεπιστήμια της Φρανκφούρτης και της Χαϊδελβέργης. Το 1977 του απονεμήθηκε ο τίτλος του διδάκτορα από το πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης για την - υπό την επίβλεψη του Ντίτερ Χένριχ - διδακτορική διατριβή του με τίτλο «Η Γένεση της διαλεκτικής: Μία ανάλυση της πνευματικής εξέλιξης των Χαίλντερλιν, Σέλλινγκ και Χέγκελ έως το 1802».
Την άνοιξη του 1998, λίγο πριν πεθάνει, ο Κονδύλης απάντησε σε οκτώ ερωτήσεις που του υπέβαλε ο Σπύρος Τσακνιάς για λογαριασμό του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ. Σε μία από αυτές ο Τσακνιάς ρωτάει τον Κονδύλη «είστε αριστερός ή δεξιός;» Και η απάντηση του Παναγιώτη Κονδύλη ήταν η εξής:
"Όταν ανατέμνω τις ιδεολογικές ψευδαισθήσεις των «δεξιών» πλείστοι όσοι με θεωρούν «αριστερό»· όταν υποβάλλω σε βάσανο τις αντίστοιχες αυταπάτες των «αριστερών», πλείστοι όσοι με χαρακτηρίζουν «δεξιό». Η δική μου τοποθέτηση παραμένει, βέβαια, αμετάβλητη και στις δύο περιπτώσεις. Γιατί και στις δύο χρησιμοποιώ τα ίδια αναλυτικά εργαλεία, και στις δύο πρόθεσή μου δεν είναι να προσφέρω πολεμικά επιχειρήματα στη μια πλευρά εναντίον της άλλης, αλλά να δω τα πράγματα σε μιαν ευρύτερη και υπέρτερη προοπτική και μια τέτοια προοπτική είναι, ως γνωστόν, άχρηστη σε όσους μάχονται για την παράταξή τους, μαχόμενοι ταυτόχρονα (ιδιοτελώς ή ανιδιοτελώς, αυτό δεν ενδιαφέρει εδώ) για τον εαυτό τους, ήτοι για την ταυτότητα που τους επιτρέπει να προσανατολίζονται και να επιβιώνουν κοινωνικά. Ακριβώς η συνύφανση της πολιτικής ιδεολογίας με τις εκάστοτε ανάγκες της προσωπικής ταυτότητας προσδίδει στις διαμάχες μεταξύ φορέων των διαφόρων ιδεολογιών οξύτητα ασυμβίβαστη με μιαν διαφορισμένη θεώρηση του άλλου· γιατί στον βαθμό όπου έχει κάποιο δίκιο ο ένας, παύει να έχει κάποιο δίκιο ο άλλος, ήτοι μειώνεται το δικαίωμα υπάρξεώς του ως φορέα αυτής της ιδεολογίας. Ετσι, η ψυχική οικονομία επιβάλλει τις γρήγορες κατατάξεις και τις συνοπτικές κρίσεις, έστω και αν στον άλλον αποδίδονται τα ζοφερότερα κίνητρα και οι ελεεινότερες προθέσεις.
Μια από τις κρίσιμες ανακαλύψεις στην πνευματική μου ζωή, την οποία έκαμα ευτυχώς όχι πολύ αργά όταν ακόμα αισθανόμουν και ο ίδιος στρατευμένος, είναι ότι ο απέναντί σου, εκείνον που εσύ θεωρείς αντίπαλο ή εχθρό σου, εκείνος που ίσως είναι διώκτης σου, μπορεί να έχει εξ ίσου καθαρή συνείδηση και εξ ίσου αγνά κίνητρα όσο και εσύ, να διαπνέεται από την ίδια ακλόνητη πεποίθηση για το δίκαιό του. Τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως παρουσιάζονται στα διδακτικά - προπαγανδιστικά έργα του Brecht, που άσκησαν τόση γοητεία ακριβώς επειδή ξεχωρίζουν με το μαχαίρι το άσπρο από το μαύρο. Εδώ ο εχθρός, δηλαδή ο «κακός», όχι μόνον είναι εξ αντικειμένου κακός αλλά και το ξέρει επί πλέον ο ίδιος, και μάλιστα το απολαμβάνει· εννοείται, απέναντι σ' ένα τέτοιο υποκείμενο είναι περιττό να έχουμε οιουσδήποτε διανοητικούς ή ψυχικούς ενδοιασμούς. Μπορώ να πω, όχι δίχως κάποιαν υπερηφάνεια, ότι αφ' ότου κατανόησα ίσαμε τις έσχατες συνέπειές της τη διάκριση ανάμεσα σε ηθικό ποιόν και σε πολιτικοϊδεολογικές προτιμήσεις, ποτέ δεν αντιπάθησα κάποιον επειδή διαφωνούσε μαζί μου σε πολιτικά ζητήματα ούτε και συμπάθησα κάποιον άλλον μόνο και μόνο επειδή έτυχε να συμφωνεί.
Προσωπικά δυσβάστακτη μου είναι μόνον η έλλειψη χιούμορ και χιούμορ δεν σημαίνει την ικανότητα να γελάς εις βάρος των άλλων, αλλά την ικανότητα να γελάς μαζί με τους άλλους εις βάρος του εαυτού σου, την ικανότητα να σχετικεύεις τον εαυτό σου. Ωστόσο, ακόμα και η παντελής έλλειψη χιούμορ φαίνεται κατανοητή και συγχωρητέα, αν σκεφθούμε πόσο βαθειά είναι η ανάγκη να έχει κανείς μια ταυτότητα και πόσο άτεγκτη είναι η λογική της περιφρούρησής της. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ιδεολογική πλάνη συνιστά τη φυσική κατάσταση, και είναι δευτερεύον, συχνά τυχαίο μάλιστα, αν η πλάνη θα έχει «δεξιά» ή «αριστερά» πρόσημα. Ολοι έχουν ίσα δικαιώματα στην ψευδαίσθηση, αφού δεν έχουν όλοι την ίδια ικανότητα ή το ίδιο θάρρος για γνώση. Μερικές φορές στενοχωρούμαι εκ των υστέρων γιατί σε κάποια συζήτηση επέμεινα στην υπεράσπιση «δυσάρεστων» διαγνώσεων ή απόψεων περισσότερο απ' ό,τι το επέτρεπε η ψυχική αντοχή ή η αντιληπτικότητα του συνομιλητή μου. Θα ήταν ασφαλώς πολύ δύσκολο να του εξηγήσω ότι στην επιμονή αυτή δεν με οδηγεί η ισχυρογνωμοσύνη κι η διάθεση να τον «αλλάξω», αλλά μάλλον η απρόσωπη αγάπη μου για τη συνοχή και την πληρότητα μιας επιχειρηματολογίας. Οπως και να 'χει, οι πλείστοι άνθρωποι θεωρούν περίπου αφύσικο να πρεσβεύουν οι άλλοι αντίθετες αντιλήψεις. Απεναντίας, εγώ εκπλήσσομαι αν κάποιος συμφωνεί μαζί μου.
Δεν μερολήπτησα, πιστεύω, κατά την ανάλυση «δεξιών» και «αριστερών» ιδεολογικών πλανών. Δεν περιορίσθηκα στην ανατομία της κομμουνιστικής εσχατολογίας, αλλά προχώρησα σε μιαν επισταμένη εξέταση των ιδεολογημάτων του κλασσικού και του νεώτερου συντηρητισμού (στη μονογραφία μου Συντηρητισμός), ενώ στις πολιτικοστρατηγικές αναλύσεις μου μετά τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου κεντρική θέση επέχει η κριτική του οικονομιστικού και οικουμενιστικού «νεοφιλελευθερισμού». Γενικότερα, διατύπωσα αιτιολογημένα την πεποίθηση ότι η τριχοτόμηση του πολιτικού φάσματος σε «συντηρητισμό», «φιλελευθερισμό» και «κοινωνική δημοκρατία (σοσιαλισμό)» απετέλεσε ειδοποιό συμπαρακολούθημα των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων και χάνει τη σημασία της στον βαθμό όπου οι τελευταίοι διαλύονται μέσα στην μαζικοδημοκρατική πλανητική εποχή. Γιατί το πρόβλημα της κατανομής δεν τίθεται πλέον μεταξύ συγκροτημένων κοινωνικών τάξεων στο πλαίσιο χωριστών εθνών και άφθονων ακόμα φυσικών πόρων, αλλά τίθεται μετά την απορρόφηση των κλασσικών κοινωνικών τάξεων από τη μαζικοδημοκρατική χοάνη και στο πλαίσιο ενός πλανήτη, όπου η δημογραφική και η οικολογική επιβάρυνση καθίσταται βαθμιαία αφόρητη.
Τα γυμνά βιολογικά μεγέθη υποκαθιστούν σιγά σιγά τα παραδοσιακά πολιτικά, με την εκάστοτε ιδεολογική συσκευασία τους. Καμιά «δεξιά» και καμιά «αριστερή» σοφία δεν θα βοηθήσει αν οχτώ ή δέκα δισεκατομμύρια άνθρωποι επιδιώκουν μανιωδώς να καταναλώσουν τόσες πρώτες ύλες, τόση ενέργεια και τόσα αγαθά όσα οι Βορειοαμερικανοί και οι Ευρωπαίοι. Η πολιτική γίνεται βιολογική καθώς μετατρέπεται απλώς σε κατανομή αγαθών (αγαθών επίσης οικολογικών) πάνω σ' έναν στενότατο πλέον πλανήτη. Οπως βλέπουμε, η αναγκαστική αποκοπή από τις πολιτικές ιδεολογίες των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων δεν θα σημάνει το τέλος των αγώνων μεταξύ των ανθρώπων, παρά θα σημάνει απλώς αγώνες χωρίς τέτοιες ιδεολογίες, στη χειρότερη περίπτωση θα σημάνει επιστροφή στις γυμνές υπαρξιακές ανησυχίες."